Στην πρύμνη της Αργώς Σου καθισμένη,
της ιστορίας Σου το κομποσχοίνι αναμετράς
με τον αντίχειρά Σου κόμπο – κόμπο.
Στα αλμυρά Σου χείλη ακροβατούν
ψίθυροι θλίψης και χαράς,
ύμνησης και αγανάκτησης.
Κύματα-κύματα οι μνήμες
με τα τρανά και τα Ωσαννά,
τα βάσανα και τα… σάβανα,
τα… βάλσαμα και τα… σανά!
Στ’ ώριμο πια το πρόσωπό Σου
εναλλάσσονται οι όψεις του Ιανού!
Σταυροκοπιέσαι που και που με το δεξί,
το υψώνεις με σφιχτοδεμένη τη γροθιά του ή
το γυρνάς ανοιχτοπάλαμο στο πρόσωπο Σου
και με τη φούντα του κομποσχοινιού Σου
σκουπίζεις των δακρύων Σου τις χάντρες!
* * *
-Άσε την πρύμνη. κάθισε στην πλώρη,
που ’χει τη γλαύκα τώρα ακρόπλωρο,
και με τα δυο Σου χέρια στο τιμόνι
τράβα τη ρότα που σου δείχνει
της Ιστορίας Σου η πυξίδα,
όχι καμία Δωδωναία Δρυς.
Καλή συνέχεια, διακοσιετή
μεταεπαναστατική Ελλάδα,
στο ατέρμονο ταξίδι σου.
Και μη ξεχνάς κάποιες φορές
το κομποσχοίνι σου ν’ αναμετράς…