Εδώ στην αμμουδιά του όρμου της Ζακύνθου
πάνω από σαράντα χρόνια μισοθαμμένο κείμαι!
Εδώ το κύμα με χτυπά και η σκουριά με τρώει!
Όμως, δεν έπαψα να… ταξιδεύω ανά τον κόσμο
μέσ’ από τις αμέτρητες φωτογραφίες ή κάρτες,
καθώς θεωρούμαι «ναυάγιο εμβληματικό»
ή και «διάσημο τουριστικό τοπόσημο»,
αλλιώς μία «τουριστική ατραξιόν»!
Μα κι ονειρεύομαι πως ταξιδεύω
με καπετάνιο ένα Οδυσσέα,
-ομηρικό ή καζαντζακικό-
ή και μονόφθαλμο κουρσάρο,
ώσπου ξυπνάω απ’ τα ρεσάλτα
της εφιαλτικής πραγματικότητας!
Αναθυμάμαι τις παλιές μου δόξες,
τότε που με καθέλκυαν στη Σκωτία
με το βαφτιστικό μου Saind Bedan,
στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
ως σωστικού αποκλεισμένων
στης Μάγχης τα νησιά
από τους Ναζιστές
ή ως αποβατικού
στη Νορμανδία.
μα και, αργότερα,
τις περιπέτειές μου,
ως λαθρεμπορικού τσιγάρων,
-ας όψονται οι νέοι ιδιοκτήτες-
με νέο όνομά μου: Παναγιώτης.
μέχρι που ξέπεσα εδώ κυνηγημένο
κι έμεινα πια με τ’ όνομα «Ναυάγιο»!
* * *
Πια δεν αντέχω το μαρτύριο ακινησίας,
με ριζωμένη την καρίνα μου στην άμμο
και έρμα μου τα κάθε είδους μιαρά, που
μπαινοβγαίνουν απ’ τα φινιστρίνια μου.
ούτε με το θολό μου βλέμμα να αρμενίζω
στα σούρτα-φέρτα κάθε λογής πλεούμενων
και στα λικνίσματα όσων στέκονται αρόδο ή
στη χίμαιρα αριβαρίσματος των ρυμουλκών.
ούτε να υπομένω τον εσμό των τουριστών
ωσάν τις σκάρες πάνω απ’ το σκαρί μου
ή στην κουβέρτα και τα παραπέτα μου
τον ξεπεσμό μου ν’ απαθανατίζουν
βιντεοσκοπικά και φωτογραφικά.
ούτε τους παραλληλισμούς μου
με άλλες καταστάσεις τραγικές
της τρέχουσας επικαιρότητας!
Κι όλο θερμοπαρακαλώ:
«Άι Νικόλα, αβαράρισέ με!
Άι Νικόλα μου, ξεκόλλα με!
Δε θέλω εγώ σαν δέντρο να πεθάνω
αλλά με ρότα τ’ ορθοπλώρισμα εν πλω!
Bοήθα με, και ας μην έχω… χέρια να κουνήσω»!