Ο Κώστας Ξεξάκης ήταν θετικός επιστήμονας. Είχαν να λένε όμως οι συνάδελφοί του εκπαιδευτικοί ότι μερικές φορές έδειχνε να διαχειρίζεται πολιτιστικά θέματα με την άνεση άριστου φιλόλογου.
Από τις ιστορικές στιγμές που δεν έπαυσε να αναφέρεται ήταν το ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου. Είναι γεγονός πως κάτεχε πολλά για το θέμα επειδή συνέπεσε εκείνη την εποχή να βρίσκονται στο μοναστήρι δυο θείοι του ο Παϊσιος Νικολουδάκης, αδελφός της μητέρας του Γαρoυφαλιάς Nικoλoυδάκη και ο Παρθένιος Κανακάκης, οι οποίοι είχαν διασωθεί από το ολοκαύτωμα του 1866.
Μικρό παιδί επίσης από φιλοξενούμενους συχνά στο σπίτι τους στα Καψαλιανά, που σαν πέρασμα που ήταν είχε την πόρτα του συνέχεια ανοικτή στους στρατοκόπους, άκουγε διάφορα στις βεγγέρες, καθώς το Αρκάδι ήταν συνέχεια θέμα αναφοράς με σεβασμό και συγκίνηση. Έτσι πολλές φορές μας μιλούσε για το μεγάλο αυτό γεγονός με στοιχεία από «πρώτο χέρι». Ήταν πολύ πριν δημιουργηθεί ζήτημα για την ταυτότητα του πυρπολητή.
Μια σπουδαία συνέντευξη
Ο Κώστας Ξεξάκης, το 1994, είχε δώσει στον Αντώνη Σανουδάκη μια συνέντευξη στην οποία έκανε αρκετές αναφορές στο Αρκάδι.
Από τη συνέντευξη αυτή σταχυολογήσαμε σημαντικής σπουδαιότητας αποσπάσματα και τα παραθέτουμε συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στη μεγάλη επέτειο.
Είχε πει μεταξύ άλλων στον Αντώνη Σανουδάκη ο σπουδαίος αυτός αγωνιστής και εκπαιδευτικός για το διάστημα πριν και μετά το θρυλικό ολοκαύτωμα:
Τα βόδια του μοναστηριού
«Όταν, επρόκειτο να κλειστούν στο Αρκάδι, ο Γούμενος ανέθεσε στον παππού μου, Αντώνη Σταματάκη, να σώσει τα βόδια τ’ Αρκαδιού, που ήτανε καμιά πενηνταριά, γιατί λίγες μέρες πριν την πολιορκία εσφάζανε κάθε μέρα ένα δυο και τα τρώγανε. Ο Γούμενος, λοιπόν, για να γλυτώσει μερικά βόδια, είπε στον παππού μου να τα πάρει και να τα κρύψει κάπου, για να σωθούνε. Επήρε, λοιπόν, ο παππούς μου τα βόδια αυτά και πήγε σε μια τοποθεσία που ‘ναι κοντά στο χωριό Αναχουρδομέτοχα, σε ένα μέρος που είναι το μιτάτο Κυπαρίσσι, που είναι σε ένα ύψωμα. Δυτικά του μιτάτου Κυπαρίσσι είναι φαράγγι. Στο βάθος του φαραγγιού είναι μια πεζούλα κατάβαθα, αρκετά επίπεδη και μεγάλη, που ήτανε κατάφυτη από πελώριους δρυγιάδες και πρίνους, κι όταν έμπαινε κανείς εκεί μέσα, δεν έβλεπε ουρανό καθόλου, αλλά βάδιζε κάτω από τα δέντρα κι ανάμεσα σε χόρτα. Από πάνω δε από το ύψωμα που ήταν το μιτάτο κοιτάζοντας κάτω στο φαράγγι, έβλεπε κανείς μόνο τα δέντρα και τι ήταν αποκάτω δεν εφαίνετο. Ήτονε, λοιπόν, κρύπτη ιδεώδης εκεί. Εκεί έκρυψε τα βόδια ο παππούς μου, εγώ δε, όταν μεγάλωσα κάποτε, επήγα επίτηδες εις τη θέση που ήτο το μιτάτο Κυπαρίσσι, εκατέβηκα στο φαράγγι και πήγα εκεί μέσα στο δάσος κι επερπάτησα ανάμεσα στα δέντρα που ήτανε κρυμμένα τα βόδια. Πράγματι εκεί μπορούσανε να κρυφτούνε εκατοντάδες ίσως βόδια, να μη βλέπει κανείς τίποτα, παρά μόνο αν κατεβεί και μπει μέσα, εκεί μέσα στα ζώα.
Έτσι λοιπόν, ο παππούς μου διέσωσε τα ζευγάρια, τα βόδια του Αρκαδιού.
Ο Θάνατος του Γούμενου
Όταν είχαν μπει ήδη οι Τούρκοι μέσα στην αυλή του Μοναστηριού και είχε αρχίσει η άγρια σφαγή, πολλοί από τους ανθρώπους που ήσαν στην αυλή κοντά στο κελί του Γούμενου Γαβριήλ, άρχισαν να φωνάζουν διαμαρτυρόμενοι εναντίον του Γούμενου ότι αυτός φταίει και κλειστήκανε στο Αρκάδι και τώρα θα τους σφάξουνε οι Τούρκοι και άλλα πολλά λόγια εναντίον του. Ο Γούμενος ασφαλώς άκουσε πολλά απ’ αυτά τα λόγια. Θα σκέφθηκε ασφαλώς ότι, κατά κάποιο τρόπο, επήρε στο λαιμό του τόσους ανθρώπους. Αλλά είναι σίγουρο ότι θα είχε υπόψη του και τι τον περιμένει, εάν τον πιάσουν οι Τούρκοι ζωντανό. Το γδάρσιμο του Δασκαλογιάννη στο Ηράκλειο ήταν πασίγνωστο στην Κρήτη. Γνωστό είναι ότι τον έγδερνε ένας αράπης, αρχίζοντας από το πρόσωπό του κι ένας άλλος κρατούσε ένα καθρέπτη, για να βλέπει τα χάλια του. Ακούγονταν η κακή ευχή: «απού να σε γδάρουνε σαν το Δασκαλογιάννη». Και ο Γούμενος σκεπτότανε το δικό του γδάρσιμο… Τη συνέχεια την άκουσα σχεδόν από πρώτο χέρι.
Ο μικρόσωμος Αδαμάκης Παπαδάκης από του Πίκρη, ο έμπιστος ταχυδρόμος του Γούμενου που ξεπόρτισε δυο φορές και πήγε τις δυο επιστολές της Επιτροπής στον Κορωναίο στο Κλησίδι, και είχε γυρίσει και ευρίσκετο πάντοτε κοντά στο Γούμενο, είδε και άκουσε τη συνέχεια.
Τον εφώναξε ο Γούμενος και μπήκε στο κελί του και του λέει:
– «Εμείς όλοι θα πεθάνουμε εδώ μέσα. Μόνο εσύ, Αδαμάκη, που ξέρεις και περνάς μέσα από τους Τούρκους, πρέπει να φύγεις, για να ζεις και να δηγάσαι… «Ήταν διαταγή για τον Αδαμάκη. Βγήκε από το κελί του Γουμένου και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα προς την αυλή.
Μόλις είχε κατεβεί λίγα σκαλοπάτια, άκουσε ένα πυροβολισμό στο κελί του Γουμένου και γύρισε αμέσως πίσω και βρήκε το Γούμενο πεσμένο κάτω και νεκρό. Επήρε από τη μέση του ένα ασημωτό μαχαίρι που φορούσε, το έκρυψε στα ρούχα του και από τον υπόνομο που οδηγεί έξω από το Μοναστήρι, εβγήκε πάλι έξω, πέρασε ανάμεσα από τους Τούρκους και κατέβηκε προς το «φαράγγι. Αλλά εκεί εκυκλοφορούσαν πολλοί Τούρκοι από τα γύρω χωριά και φοβούμενος μήπως τον αναγνωρίσουν, κρύφθηκε σ’ ένα σπηλιαράκι που είναι ακριβώς κάτω από τα αλώνια της Μονής, στου Καρακατζόλη το Σπήλιο.
Οι θυγατέρες του Αδαμάκη, η Μαριγώ και η Παρασκιώ, ήταν, πολύ αργότερα βέβαια, μαζώχτρες στις ελιές του πατέρα μου, και άκουσα πολλές φορές τη Μαριγώ να δηγάται τα παραπάνω. Και επί λέξει: «Ώστεν απού ‘ζενε ο μακαρίτης ο πατέρας μου τόλεγε και το ξανάλεγε:
«Γιάντα ‘γω να μην πάρω τη κεφαλή του, μόνο πήρα το μαχαίρι του και άφηκα την κεφαλή ντου να τηνε κάμουνε οι Τούρκοι μπαϊράκι, να τη γυρίζουνε στα στενά τση χωρας. Τόλεγε και το ξανάλεγε ο μακαρίτης και δεν είχε ο πόνος του παρηγορημό».
Και προσθέτω μιαν ενδιαφέρουσα συνέχεια. Άμα πέθανε ο Αδαμάκης, περί το 1905 (;), το μαχαίρι το κληρονόμησε ο γιος του Γιώργης κι όταν πέθανε και αυτός, χωρίς παιδιά, άναψε καυγάς ποια θα πάρει το μαχαίρι. Έμαθε για τον καυγά αυτό ο ανιψιός των Γεώργιος Εμμ. Σχιζάρης και πήγε να λύσει τη διαφορά. Ο Σχιζάρης ήτο πολύ φίλος μου και μου διηγείται: – «Πάω και τωνε λέω, εσείς, μωρέ, τσακώνεστε για το ασήμι που ‘χει το φουκάρι του μαχαιριού. Εγώ θα το κάμω δυο κομμάτια να πάρει η καθεμιά σας το μισό». Όπως και έγινε κι ο καυγάς έληξε.
Πριν λίγα χρόνια, περί το 1990, επήγα επίτηδες στου Πίκρη, βρήκα την κόρη της Μαριγώς και με δώρα και καλοπιάσματα μ’ εβεβαίωσε ότι εκείνη έχει το μισό από το ασημένιο φουκάρι. Την έπεισα ότι αυτό πρέπει να μπει στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου, για να σώζεται για πάντα. Μου έδωσε δυο κομμάτια του ασημένιου φουκαριού, τα οποία και παρέδωσα στο Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου, όπου και φυλάσσονται. Και ακόμα ένα στοιχείο – ντοκουμέντο: Με το Γιώργη Σχιζάρη πήγαμε επίτηδες στο Αρκάδι και μου έδειξε την τρύπα του υπονόμου, δηλαδή το πόρο του που είναι μέσα στην αυλή, είσοδος, και την έξοδό του έξω σ’ ένα σόχωρο που είναι νότια της Μονής και την κρύβουν κάτι αγριόκλαδα.
Σχετικά με το θάνατο του Γουμένου υπάρχει και σχετικό έγγραφο στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου, όπου ο Πρόξενος της Ρωσίας στο Ρέθυμνο εκθέτει τα της ολοκαύτωσης του Αρκαδίου και μεταξύ άλλων αναφέρει: «ο δε ηγούμενος ηυτοκτόνησε».
Για τον Κωστή Γιαμπουδάκη
Επίσης, µια άλλη λεπτομέρεια: Ακούγοντας πολλές φορές ότι ο Κωστής Γιαµπουδάκης έβαλε φωθιά στο μπαρούτι κι ανατινάχτηκε η μπαρουταποθήκη, κάποτε εσκέφτηκα και ρώτησα το µπαµπά µου: «Μα, καλά, αφού έβαλε αυτός φωθιά στο μπαρούτι και ανατιναχθήκανε όλοι, (το παράξενο δε πώς σώθηκε ένα παιδί, η Σφακιαναντώναινα, που ζούσε στην Αμνάτο και μετά τον πόλεμο), πώς, λοιπόν, εµάθανε, ποιος είδε το Γιαμπουδάκη να βάζει φωτιά στην μπαρουταποθήκη, αφού είναι αδύνατον, αφού όλοι σκοτωθήκανε;». Κι ο μπαμπάς µου αμέσως µου απάντησε και µου λέει: «Μα, πολλή ώρα πριν γίνει η ανατίναξη, εφωνάζανε όσοι ήταν απάνω στη μπαρουταποθήκη, δυνατά εφωνάζαν πολλές φορές: «Όσοι δε θέλετε να πιαστείτε ζωντανοί στους Τούρκους, ελάτε ‘παέ κοντά στη μπαρουταποθήκη, απού θα βάλει φωθιά στο μπαρούτι ο Γιαµπουδής». Και έτσι µαζεύτηκαν πολλοί εκεί.
Η σημερινή δε μπαρουταποθήκη όπως είναι και φαίνεται προς το βορεινό τμήμα της ένα μέρος μεσοχτισµένο και μάλιστα ένα μέρος της οροφής της, αυτά είναι μεταγενέστερα κτίσματα, διότι η μπαρουταποθήκη εξεθεμελιώθηκε τελείως κι από το παλαιό κτίσμα της μπαρουταποθήκης σώζεται µόνο ένα μικρό κομμάτι του τοίχου που είναι, όπως μπαίνοµε από την τωρινή πόρτα της μπαρουταποθήκης, αριστερά µας. Χαμηλά μόλις κατεβούμε 2-3 σκαλοπάτια είναι ένα κομμάτι μεγάλο από τον παλιό τοίχο, τον αυθεντικό τοίχο της μπαρουταποθήκης. Ένα μεγάλο δε κομμάτι του τοίχου της μπαρουταποθήκης είναι έξω από τη μπαρουταποθήκη προφυλαγμένο µε κάγκελα, το δε υπόλοιπο τμήμα της μπαρουταποθήκης εξηφανίσθη τελείως.
Το υπάρχον τμήμα της μπαρουταποθήκης που φαίνεται σαν να ‘ναι υπόλειμμα ερειπωμένο και μισερό, είναι διότι εξαναχτίστηκε μετά η μπαρουταποθήκη από χρήματα που έστειλε ο σουλτάνος μετά τη συνθήκη του ’69, που ειρηνεύτηκε, ετελείωσε η επανάσταση και εγίνηκε κάποια συμφωνία µε την Τουρκία, έστειλε χρήματα και για την ανοικοδόμηση του Αρκαδιού.
Με τα χρήματα αυτά ανοικοδομήθηκε η Χανιώτικη πόρτα, η οποία είναι όπως ακριβώς ήτο πρώτα, διότι αυτή δεν υπήρχε, ήτανε χαλασμένη από τις κανονιές που έριχνε το κανόνι. Τότε ανοικοδομήθη και ένα μέρος της μπαρουταποθήκης. Όταν δε είχαν συμπληρωθεί οι τοίχοι της και ένα μέρος της οροφής μικρό, προς το βόρειο τμήμα της, τα λεφτά ετελείωσαν και τότε εζήτησαν να τους στείλει κι άλλα ο Σουλτάνος και η απάντηση ήταν ότι: «όσα σας έστειλα, φτάνουνε και δε στέλνω άλλα» κι έτσι έμεινε ημιτελής η ανακατασκευή της μπαρουταποθήκης, ώστε το κομμάτι που φαίνεται μισερό, δεν είναι ότι αυτό εσώθη από την ανατίναξη, αλλά αυτό εχτίστηκε μετά. Τα αυθεντικά κομμάθια της μπαρουταποθήκης είναι µόνο αυτά που σας είπα στην αρχή.
Δεν ήταν γραφτό του να σωθεί
Μετά την κατάληψη τ’ Αρκαδιού ένας Τούρκος παρακολουθούσε κάτι περιστέρια που πετούσαν πάνω από την Εκκλησία. Σημάδεψε, λοιπόν, ένα και του έριξε. Το περιστέρι φάνηκε να-πέφτει ανάμεσα στο κοίλωμα που είναι στα δύο κλίτη της Εκκλησίας. Για να βεβαιωθεί ο Τούρκος ότι σκότωσε το περιστέρι, ανέβηκε στη στέγη κι εκεί εκρύβετο κάποιος που ήταν βέβαια ζωντανός. Ήταν άτυχος. Ο Τούρκος τον εσκότωσε.
Οι καλόγεροι δεν εκτελέστηκαν
Όσοι καλόγεροι πιάστηκαν ζωντανοί, δεν τους εκτέλεσαν οι Τούρκοι. Και μια λεπτομέρεια: όλους που πιάστηκαν ζωντανοί, οι Τούρκοι το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου τους μετέφεραν στην απέναντι τοποθεσία στο Μετοχάκι, και καθώς περνούσαν μέσα από το δασωμένο φαράγγι πηγαίνοντας προς τα εκεί, ο Παρθένιος και ο Παΐσιος, που ήξεραν καλά τα κατατόπια, τρύπωξαν στο πυκνό δάσος και διέφυγαν.
Ανεξάρτητα από τα στοιχεία που φέρνουν στο φως νεότερες έρευνες, ξέχωρα από τις όποιες αντιρρήσεις των ιστορικών, οπωσδήποτε η συνέντευξη αυτή του Κώστα Ξεξάκη στον Αντώνη Σανουδάκη παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον φωτίζοντας πολλές σκοτεινές πλευρές της ιστορίας. Και αποδεικνύει ότι ποτέ δεν θα θεωρήσουμε εξαντλημένο το κεφάλαιο Αρκάδι – Ολοκαύτωμα που δεσπόζει στη νεώτερη ιστορία.
Επιμέλεια: ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ