Το παρακάτω τραγούδι είναι μια ρίμα ιστορική, την οποία σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, εμπνεύστηκε και έγραψε ο Μιχαήλ Εμμ. Κατσαντώνης με το παρατσούκλι (Σφηνιάς), από το Άνω Μέρος Αμαρίου. Αναφέρεται, στην καταστροφή των 8 μαρτυρικών χωριών του Κέντρους, που έγινε στις 22 Αυγούστου 1944, από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.
Γράφτηκε ύστερα από έντονη συναισθηματική φόρτιση, εξαιτίας της θανάτωσης προσφιλών του προσώπων (πατέρα και δύο αδέλφια), αλλά και όλων των θανατωθέντων συγχωριανών του. Απαγγέλθηκε από τον ίδιο κατά την τέλεση του πρώτου μνημόσυνου, των εκτελεσθέντων συγχωριανών του Ανωμεριανών και συγκλόνισε όλους τους παρευρισκόμενους.
Είναι ένας πραγματικός θρήνος, που εκφράζει την ολοκληρωτική καταστροφή των χωριών και τη θανάτωση 164 αθώων ψυχών, γι’ αυτό δίκαια τιτλοφορείται «Το πένθος του Κέντρους». Η ρίμα αυτή διαδόθηκε, από στόμα σε στόμα, μαθεύτηκε σε σύντομο χρόνο σε όλα σχεδόν τα Αμαριώτικα χωριά και τη διηγούνταν οι γεροντότεροι σε διάφορες παρέες ή και μεμονωμένα, εκφράζοντας τη θλίψη τους, για τα αθώα θύματα και την οργή τους, για τα αποτρόπαια εγκλήματα των απρόσκλητων καταχτητών.
Τούτη η σύντομη αναφορά μου, ας αποτελέσει ένα ευλαβικό μνημόσυνο στη μνήμη του στιχουργού και όλων των θυμάτων της Γερμανοκατοχής.
Το Κέντρος έχει καταχνιά, το Κέντρος είν’ στα μαύρα,
γιατί δεν έχει μπλιο χωριά, μόνο του χάρου λαύρα.
Γύρου τριγύρου στο βουνό οχτώ χωριά χαθήκαν,
σαράντα νιοι κάθε χωριού σφαχτήκαν και καήκαν.
Εις το Σαράντα τέσσερα, τσ’ εικοσιδυό τ’ Αυγούστου
την Τρίτη το ξημέρωμα γίνη το πράμα τούτο:
« Απόβραδίς στσ’ εικοσιμιά κλαίνε τα νυχτοπούλια,
τ’ αστέρια θαμπωθήκανε και διασκορπίστ’ η Πούλια.
Και τα σκυλιά ουρλιάζανε κι ανατριχίλα πιάνει,
μα πάλι απ’ όλα τα χωριά κιανείς δεν κακοβάνει.
Ανύποπτα πρωί – πρωί βρίχνουνται κυκλωμένα
από βαρβάρους Γερμανούς, θεριά αγκριγεμένα.
Ορμούνε μέσα στα χωριά σαν πεινασμένοι λύκοι,
ετρέμανε τα έμψυχα, ετρέμανε κι οι τοίχοι.
‘Αλλοι μαζώνουν πράματα να κλέψουν και να φάνε
κι άλλοι τσ’ αθρώπους σπρώχνανε εις το σκολειό να πάνε.
Απής τους εμαζώξανε διαλέγουνε και κλειούνε
σαράντα νιους κάθε χωριού κι ευθύς τους εχτελούνε.»
Δεν κελαηδούν’ μπλιο τα πουλιά, δεν τραγουδούν’ τ’ αηδόνια,
δεν έρχουνται τση άνοιξης όμορφα χελιδόνια,
Να βρουν’ τα σπίθια τα έμορφα, τ’ αρχοντοκαμωμένα,
να μπουν’ να χτίσουν’ τσι φωλιές ως ήταν μαθημένα.
Δε γίνουνται ξεφάντωσες, γλέντια, μηδέ παρέα,
από γερόντους σεβαστούς, μουδ’ από νεολαία.
Μόνο κοράκια κάθουνται, πουλιά καταραμένα,
στα σκοτεινά ερείπια τα ολοματωμένα.
Κάθε διαβάτης που περνά φοβάται να περάσει
από τσι δρόμους του χωριού, μην τύχει και χαλάσει.
τοίχος ψηλός που κρέμεται μαύρος, ξεχασκισμένος,
να βρει κι αυτός να ματωθεί ως είναι μαθημένος.
από τσι μπόμπες των εχθρώ κι από τσι δυναμίτες,
απού σκεπάζουν’ τα κορμιά, τσι δοξασμένους Κρήτες.
Κι απαρηγόρητα περνά ο ξένος άλλο δρόμο
κι ομπρός κι οπίσω του κοιτά με φόβο και με τρόμο.
Κιαμιά καρδιά δε σκέφτεται μηδέ και δε λυπάται,
άμα δε δουν’ τα μάθια του και τότε συλλογάται.
Να δει μέσ’ στα ερείπια μανάδες να θρηνούνε
κι άλλους να ξεσκαλίζουνε τίποτα για να βρούνε,
τα τρόφιμα που ξέρανε πως είχανε στα σπίθια
και μόνο στάχτη βρίχνουνε και δέρνουνε τα στήθια.
Ξένε διαβάτη πού ‘τυχεν’ ο δρόμος να σε βγάλει
εις τ’ ‘Ανω Μέρος τ’ όμορφο, μην τύχει κι έρθεις πάλι.
Γιατί δε θά ‘βρεις μπλιο χαρά μουδέ φιλοξενία,
μόνο τσι αναστεναγμούς κι άφθονη δυστυχία.
Προχώρησε και μη σταθείς Βρύσες και Γερακάρη,
γιατί κι αυτά τα κάψανε, δεν έμεινε δοκάρι.
Δεν είναι μπλιο σαν τά ‘ξερες, χωριά καμαρωμένα
με τα κρυγιά τωνε νερά, κεράσα γινωμένα.
Κλαίει το Κέντρος και θρηνεί, σ’ ανατολή και δύση,
για το χαμό τση Κοξαρές, Σαχτούρια, Κρύα Βρύση.
Κι από το κλάημα το πολύ κι από τα μοιρολόγια,
ο Ψηλορείτης τ’ απαντά και δείχνει του τ’ Ανώγεια.
«Κι αυτά τ’ Ανώγεια τα όμορφα, που τά ‘χα για καμάρι,
πού ‘ν’ τα Βοριζοκάμαρα, Λοχριά, Μαγαρικάρι;
Μονάχα η ερημιά κι η νέκρα τα πλακώνει,
δεν κράζει μπλιο ο πετεινός, δεν κελαηδεί τ’ αηδόνι.
Μα πάλι κάνω υπομονή και στέκομαι καρτέρι,
να πάρομε εκδίκηση με το δικό μας χέρι.
Τση Κρήτης τ’ Άγια χώματα, τα αιματοβαμμένα,
αφήκανε παραγγελιά, χώρια εις τον καθένα:
«Ανάθεμα στον Κρητικό κι ώστε να ζει να το χει,
όπου κι αν δει το Γερμανό και δεν τονέ σκοτώσει!»