– Έλα μπορείς. Άσε με να σε βοηθήσω.
– Δεν ξέρω… Φοβάμαι. Πονάω. Νομίζω πως δε θα τα καταφέρω.
– Το γνωρίζω ότι φοβάσαι. Όμως, δεν είσαι εσύ ο φόβος σου. Πίστεψέ το. Θα τα καταφέρεις. Εξάλλου, είμαι εγώ εδώ για σένα. Πάντα ήμουν κοντά σου, πλάι σου…
– Τώρα όμως έχω πληγωθεί… Πως θα τολμήσω ν’ απλώσω τα φτερά μου ξανά; Κι αν αποτύχω; Κι αν τσακιστώ στα βράχια εκεί; Κι αν…
– Έλα πάψε τη γκρίνια… Άφησε τις ανασφάλειες αυτές. Εκείνες που ξέρεις ότι δεν οδηγούν πουθενά, παρά μόνο πίσω σε κρατούν… Πίστεψε σ’ εσένα. Στα δυνατά σου τα φτερά. Στην Ουσία σου… στο πλάσμα που είσαι…
– Πόσο το ήθελα να ήξερες… Όμως το τραύμα αυτό… είναι βαθύ και ματώνει εύκολα. Το ξέρεις. Πώς να μη φοβάμαι;
– Θα σου πω μια λέξη… και ξέρω ότι θα καταλάβεις. ΕΜΠΙΣΤΕΥΣΟΥ!!! Δεν είσαι μόνος… Ποτέ δεν ήσουν… Ποτέ δε θα είσαι… Μ ακούς;
– Ναι! Βαθειά μέσα μου το γνωρίζω αυτό. Σ’ ευχαριστώ για την υπενθύμιση… Άσε με να το κατανοήσω λίγο ακόμη… Θέλω το χρόνο μου… Δεν είναι εύκολο.
– Εντάξει. Πάρε το χρόνο σου. Εγώ θα είμαι εδώ. Ξέρεις που…
-Έλα Μαριάννα! Ξύπνα! Παγώσαμε πια. Ώρα να φύγουμε. Μα πως αφαιρέθηκες έτσι;
Αγαπημένες φίλες ταρακούνησαν τον οραματισμό μου… Κι ήταν εκεί, επάνω στο βράχο του λιμανιού που ο ήλιος έλουζε απλόχερα, αδιαφορώντας για το καταχείμωνο των ημερών που είχαν προηγηθεί.
Βάρκες που λικνίζονταν με χάρη, βουνά κατάλευκα που άφηναν να αγκυροβολήσουν λες, επάνω στις πάλλευκες και παγωμένες κορυφές τους εκείνα τα Αγγελοπλασμένα σύννεφα. Λαμπίριζαν τα διάφανα νερά… Το ακορντεόν από την απέναντι όχθη ανυποψίαστο σκάλιζε τις ψυχές μας… Κι εκεί στα ξαφνικά υψώθηκαν, ζυγιάστηκαν και πέταξαν λίγα μέτρα πιο πάνω από το κεφάλι μας δυο πανέμορφα γλαροπούλια. Αγέρωχο το πρώτο πήγαινε μπροστά. Ζύγιζε τον αέρα… Που και που κοίταζε ξοπίσω του να δει… να βεβαιωθεί. Το άλλο, πανέμορφο κι αυτό ακoλουθούσε σε απόλυτη ευθεία ξοπίσω του… Όμως κάτι τράβαγε μαζί του… Αν πρόσεχες καλά, θα το παρατηρούσες. Μια κλωστή τυλιγμένη σφικτά στο δεξί του πόδι… από εκείνες τις γερές των ψαράδων κι ένα μεγάλο αγκίστρι κρέμονταν κι ακολουθούσαν υποταγμένα το υπερήφανο πέταγμα.
Ναι! Τα είχε καταφέρει. Έσπασε τα γερά δεσμά του και ακολούθησε το σύντροφο, στο δρόμο προς την πολυπόθητη ελευθερία.
Η ματιά μου τα συντρόφευσε μαγνητισμένη από εκείνη την μαγεία της στιγμής… της αίσθησης αυτής που οι δυο υπερήφανοι γλάροι μου πρόσφεραν μέχρι που χάθηκαν μέσα στον μπλε ορίζοντα.
Στο καλό γλαροπούλια μου. Εύχομαι ποτέ πια να μη χρειαστεί να παλέψετε για την ελευθερία σας. Να πετάτε πάντοτε αγέρωχα χαράζοντας τις δικές σας προσωπικές διαδρομές επάνω στο αχανές βελούδο τ’ ουρανού σας. Εκείνου που πάντα αγκάλιαζε τις προθέσεις σας και μαλάκωνε τους πόνους από τις πληγές σας, σαν έβγαζε τον ήλιο του να σεργιανίσει επάνω στις κορυφές των πόθων σας και τα κατάβαθα της ψυχής σας.
Όσο για εμάς… Ας κάνει ο καθένας μας τους δικούς του συνειρμούς…