Για την ύπαρξη του ριζίτικου τραγουδιού και στ’ Αμαριώτικα χωριά, υπάρχουνε ζωντανές προφορικές μαρτυρίες, αλλά και πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες καταχωρημένες σε αξιόπιστες γραπτές πηγές, μια επιλογή των οποίων αναφέρονται στο κείμενο αυτό για όποιον επιθυμεί να τις μελετήσει:
Αποσπάσματα από το άρθρο του Καθηγητή Πανεπιστημίου Κρήτης Στυλιανού Αλεξίου1
Ο Καθηγητής Στυλιανός Αλεξίου αξιολογώντας τη μετάφραση του κειμένου του Cristoforo Buontelmonti (Ένας γύρος της Κρήτης στα 1415), του παλαιότερου περιηγητή Φλωρεντιανού Ιερωμένου, την οποία έκανε η Μάρθα Αποσκίτη αναφέρει: «Μια από τις σημαντικότερες μαρτυρίες που δίνει ο Buontelmonti, και που, όπως και οι άλλες αγνοήθηκαν από τους ιστορικούς, τους φιλολόγους και τους λαογράφους, είναι η σχετική με τα τραγούδια της Κρήτης, τις creticas cantilenas. Ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή του Buontelmonti της παραμονής του πανηγυριού του Αγίου Κωνσταντίνου στο ομώνυμο χωριό του Ρεθύμνου. Ενώ διανυκτερεύει εκεί ο περιηγητής με τους συνταξιδιώτες του, για να δουν την άλλη μέρα το πανηγύρι, φτάνουν οι Κρητικοί πανηγυριώτες από τα μακρινά χωριά τους, από την «απάνω και κάτω Σύβριτο», με τις γυναίκες τους, με αναμμένα κεριά, τραγουδώντας στον κάμπο. Ύστερα από το πανηγύρι, οι χωρικοί ξαναφεύγουν για τα χωριά τους τραγουδώντας και πάλι. Είναι τα γνωστά «τραγούδια της στράτας». Αυτή την εντύπωση μεγάλης παλαιότητας δίνουν τα λεγόμενα Ριζίτικα, δηλαδή τα τραγούδια της Ρίζας, των προπόδων του Κέντρους και των Λευκών Ορέων, όπου σώθηκαν τραγούδια του είδους αυτού με όλα τα μορφικά και πραγματικά γνωρίσματά τους». Απάνω και Κάτω Σύβριτος είναι γνωστές μεσαιωνικές ονομασίες για το Αμάρι και τον Άγιο Βασίλειο αντιστοίχως. Πρέπει να προσέξει κανείς ότι το κεφάλαιο αυτό του Buontelmonti αποτελεί άμεση συνέχεια εκείνων που είπε για τους Ρωμαίους του Αμαρίου. Είναι φανερό ότι, οι «Ρωμαίοι» που γιορτάζουν στον Άγιο Κωνσταντίνο είναι κυρίως οι «Ρωμαίοι» των αρχοντικών οικογενειών του Αμαρίου και άλλων περιοχών που έλεγαν ότι κατάγονται από την Κωνσταντινούπολη, και που, με το μακρινό ταξίδι στο πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου, τιμούσαν τη μνήμη του μεγάλου αυτοκράτορα και αγίου. Οι Βενετοί αξιωματούχοι τους αποκαλούσαν «ευγενείς της αυτοκρατορίας» και «αρχοντορωμαίους». Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι τουλάχιστον από το έτος 1415 υπήρχε ριζίτικο τραγούδι και στ’ Αμαριώτικα χωριά.
Αποσπάσματα από την μελέτη του James (Τζέημς) A. Notopulos, Ελληνο-Αμερικανού Ερευνητή, Καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας του Αμερικανικού Κολεγίου Trinity College Hartford Conn. U.S.A, με τίτλο: Το κρητικό τραγούδι του Ομαλού και η «πατρόνα»2.
Στο κείμενο της μελέτης-έρευνάς του κάνει μια αξιόλογη και αξιόπιστη ανάλυση του θέματος και αναφέρει: «Το έτος 1953 ο φίλος μου συντάκτης του Λαογραφικού Αρχείου Δημήτριος Πετρόπουλος και εγώ καταγράφαμε σε φωνοληπτική ταινία τα ηρωικά τραγούδια που τραγουδιούνται ακόμη στα ορεινά χωριά του Ψηλορείτη και της Δυτικής Κρήτης. Έτυχε να ερωτήσουμε τους λαϊκούς μας τραγουδιστάς τί σημαίνει η λέξις πατρόνα, εις το κείμενον ενός λαοφιλεστάτου τραγουδιού της Κρήτης: Πότες θα κάμει ξαστεριά… Εις την λύσιν μας έχει βοηθήσει ένας γέρος Κρητικός καπετάνιος 97 ετών από το χωριό Άνω Μέρος της επαρχίας Ρεθύμνου. Απαντών εις σχετικήν ερώτησίν μας, είπεν ότι εις τα νεανικά του χρόνια η πατρόνα ήτο μπαλάσκα με φυσίγγια. Η εξήγησίς του μας εφάνη σωστή, διότι η μπαλάσκα ταιριάζει με το τουφέκι εις το τραγούδι».
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Αντουράκη3
«Τα ριζίτικα τραγουδιούνται σε κάθε διασκέδαση και γλέντι, αλλά μόνο στα ορεινά χωριά του Νομού Χανίων και σε μερικά χωριά του Νομού Ρεθύμνης. Παλαιότερα φαίνεται ότι τα τραγουδούσαν και σ’ άλλες περιοχές του νησιού. Το συμβολικό και αλληγορικό περιεχόμενο των ριζίτικων τραγουδιών αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Μ’ αυτό το θέμα ασχολήθηκε πρώτος ο Παύλος Βλαστός στο έργο του «Ο γάμος εν Κρήτη» – 1893. Φραστικά ατόφιο το βρίσκομε στις συλλογές που έγιναν από παλιούς Ριζίτες συλλογείς. Οι κυριότερες από τις συλλογές αυτές είναι τέσσερις: 1) Αντ. Γιάνναρη ή Γιανναράκη (1876), 2) Αριστ. Κριάρη (1909), 3) Παύλου Βλαστού (1893) και 4) Ιδομ. Παπαγρηγοράκη (1956-7), που θεωρείται πληρέστερη».
Δεν είναι τυχαίο ότι, ένας Αμαριώτης, ο Παύλος Βλαστός από το χωριό Βυζάρι Αμαρίου θεωρείται ένας από τους πιο παλιούς Ριζίτες συλλογείς. Σε σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τον γράφοντα στη βιβλιοθήκη του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης στα Χανιά, όπου φυλάσσεται το ανέκδοτο Αρχείο του Παύλου Βλαστού, διαπιστώθηκε ότι, στον 14ο τόμο, Α’ μέρος, έτος 1850, είναι καταγραμμένα τουλάχιστον εβδομήντα (70) Άσματα Λαϊκά Κρητών, όπως τα ονομάζει, δηλαδή ριζίτικα, τα οποία του έχουν υπαγορεύσει Αμαριώτες ριζίτες της εποχής εκείνης από τα χωριά: Βυζάρι, Φουρφουράς, Κουρούτες, Ι.Μ. Ασωμάτων, Οψυγιάς, Μέρωνας, Ελένες, Άνω Μέρος, Μοναστηράκι, Μπισταγή, Γερακάρι, κ.ά. Το υλικό αυτό αποτέλεσε το περιεχόμενο του 7ου βιβλίου μου με τίτλο: Μεταγραφή ριζίτικων τραγουδιών της συλλογής Παύλου Βλαστού, που εκδόθηκε το έτος 2018 και για το οποίο η Ακαδημία Αθηνών μου απένειμε σχετικό Έπαινο.
Εξάλλου ο ίδιος ο Παύλος Βλαστός σε κείμενό του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Νέα Εφημερίς» του Ηρακλείου, αρ. φύλλου 3017/22-5-1925 και αποκάλυψε η έρευνα του Ανδρέα Λενακάκη, Φιλόλογου-λαογράφου, αναφέρει τις εντυπώσεις του από μια επίσκεψή του στον Φουρφουρά Αμαρίου το έτος 1854 και συγκεκριμένα4:
«Κατά την προμνησθείσαν εποχήν του 1854 ο Φουρφουράς είχεν περί τας 80 οικίας. Κατά την ημέραν της εορτής της Γκαρδιώτισσας όλα τα σπήτια του χωριού εορτάζουν. Αι θύραι είναι ανοικταί και οι τράπεζαι πλήρεις εδεσμάτων και ποτών. Οι ξένοι πανηγυρισταί επισκέπτονται τους γνωστούς των και διασκεδάζουν καθ’ όλην την ημέραν, αλλά αν κανείς δεν έχει γνωστούς ή συγγενείς προσλαμβάνεται εις μιαν παρέαν και τυγχάνει όλων των περιποιήσεων. Ονομαστοί δια την φιλοξενίαν των ήσαν αι οικογένειαι των Λέκηδων, Μαράκηδων, Γερώνυμων, Σαρμανίδων, Κωστάκηδων, Χαλκιαδάκιδων, Αστρινών, Διαμαντίδιδων, Σημαντιράκηδων και του γέρου ιατρού Ανδρεαδάκη και άλλων. Κατά τας διασκεδάσεις αυτάς των θρησκευτικών πανηγύρεων ετραγουδούντο κυρίως Κρητικά δημώδη άσματα, τα ξακουστά «ριζίτικα» ή τραγούδια τση «τάβλας» και αι θρησκευτικαί ωδαί της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Αυτή ήτο και είναι η εθνική μας μουσική. Τα Κρητικά δημώδη τραγούδια είναι όλα σχεδόν βαθείς συμβολισμοί και αλληγορίαι προς την ελευθερίαν. Κατά την εορτήν της Παναγίας του έτους περί του οποίου αναφέρομεν, … εφιλοξενήθημεν εις τον αρχοντικόν οίκον του γέρω ιατρού Εμμ. Ανδρεαδάκη, … Ενθυμούμαι ακόμη ότι εις το τραπέζι και εις ώραν ενθουσιασμού ο φίλος ιατρός ετραγούδησε μελωδικώτατα το κάτωθι τραγούδι, το οποίο παραθέτω χάριν των νεωτέρων.
Πουλάκια κελαδίσετε σαν είστε μαθημένα,
Γιατί πουλί ήμουν κι εγώ κι από τ’ αηδόνι αηδόνι
Κι από φαλκονογέρακα ήμουν κι εγώ γεράκι
Στο πέταγμα ήμουν αητός, στο γλάκι ήμουν αγρίμη
Κι εις νυχτοπεριπάτημα ήμουνα νυχτοπούλι
Δεν εκυνήγουν πέρδικες, μήδε και χελιδόνες,
Μόν’ εκυνήγουν μια ξανθή……….
Η υμνουμένη ξανθή κοπέλα εις το τραγούδι αυτό δεν είναι άλλη παρά η Θεά Ελευθερία την οποία η υπερήφανος Κρητική ψυχή έχει ως ερωμένην της και την τραγουδεί αλληγορικά δια τον φόβον του τυράννου. Εις τα δημώδη Κρητικά τραγούδια καθρεπτίζεται η φυσιογνωμία του αληθινού Κρητικού χαρακτήρος και αισθήματος, συγκεντρώνεται όλο του το εγώ και εκδηλούνται τα ιδανικά του. Οι κάτοικοι των πόλεων και των πεδινών επαρχιών στενάζοντες υπό τον βαρύν ζυγόν των Τούρκων έψαλλον τα τραγούδια των εις φωνήν ταπεινήν και παραπονεμένην. Και αυτοί οι στίχοι των τραγουδιών, ενώ εις το νόημα ήσαν αλληγορικοί προς την ελευθερίαν, διετύπωνον εμμέσως τα παράπονα του υπό του ζυγού λαού. Οι κάτοικοι των ορέων έψαλλον εις ύφος περίφανον και μεγαλοπρεπές άσματα αλληγορικά προς την ελευθερίαν. Εκ τούτων ωραιότερον ήτο «Αετού» όπου εκφράζεται ο πόθος του Κρητός να ανέβη «Σε ψηλό βουνό σε ριζιμιό χαράκι», όπου δεν έφθανεν η ισχύς του κατακτητού. Οι παλαιότεροι εκ των αναγνωστών μου θα ενθυμούνται πώς εγένοντο εις την παλαιάν εποχήν της τουρκοκρατίας τα γλέντια εις τα ορεινά χωρία κατά τας θρησκευτικάς εορτάς, οπότε τοις εδίδετο η ευκαιρία να διασκεδάσουν εν συμπνοία και ομαδιώς δια να αφήσουν την ψυχήν των να ξεχυθεί με τραγούδια εις ύμνους προς την ελευθερίαν και τα εθνικά ιδανικά. Δι αυτών διετήρησε αγνόν το ήθος, γενναίον το φρόνημα και υψηλά τα πατριωτικά του αισθήματα». Στο παραπάνω κείμενο θα κάνω μια παρατήρηση-επισήμανση: Ο Παύλος Βλαστός, ο πατέρας της κρητικής λαογραφίας, στο κείμενό του αναφέρεται στην εμπειρία που είχε στον Φουρφουρά Αμαρίου, στις υπώρειες του Ψηλορείτη το 1854 και γράφει ότι, ο γέροντας γιατρός Εμμανουήλ Ανδρεαδάκης ετραγούδησε μελωδικότατα ένα ριζίτικο. Αντιλαμβανόμαστε ότι, για να είναι «γέρων» το 1854, πρέπει να γεννήθηκε περί το έτος 1780, ίσως και παλαιότερα. Αυτός λοιπόν ο «γέρων» μετέφερε τα μελωδικά Αμαριώτικα ριζίτικα βιώματά του, που ανάγονται στον 18ο αιώνα, η παλαιότερη, ίσως, μαρτυρία αναφορικά με το ριζίτικο τραγούδι.
Αφήγηση-τραγούδι Εμμανουήλ Μιχ. Φωτάκης
Σημαντική είναι επίσης η καταγραφή και ηχογράφηση του παρακάτω ποιμενικού ριζίτικου τραγουδιού, που μου αφηγήθηκε και τραγούδησε ο πατέρας μου Εμμανουήλ Μιχ. Φωτάκης (Χαρκιάς), το Σάββατο 13 Φεβρουαρίου του έτους 1965, σε ηλικία 70 ετών και διατηρείται στο αρχείο μου. Αναφέρεται σε ριζίτικο του Ψηλορείτη και το τραγουδεί σε ένα ιδιόμελο σκοπό «Αϊγιαννιώτικο»:
Είντα γλυκά κοιμούμουνε απόψε στη μαδάρα
μα ήρθε τ’ αηδόνι της αυγής κι αγγουροξύπνησέ με.
Ξύπνα βοσκέ, καλέ βοσκέ και τα σφαχτά σου πήραν’.
Για πες μ’ αηδόνι της αυγής ποιοί πήραν’ τα σφαχτά μου;
Θωρείς εκείνη τη κορφή τη ψαροχιονισμένη,
εκειά ‘πό πίσω τα λαλούν’ τρεις αδερφοί αντρειωμένοι.
Βοηθάτε μου ποδάρια μου.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του λογοτέχνη Παντελή Πρεβελάκη
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Λογοτέχνη Παντελή Πρεβελάκη5, όπου αναφέρεται χρονικά στην εποχή της τουρκοκρατίας και τοπικά στον Ψηλορείτη, το Κέντρος, τα Αμαριώτικα χωριά και ιδιαίτερα στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Αμαρίου: «Ξάφνου ένας βαθύγερος, άσπρος και μεγαλόκορμος σα βράχος χιονισμένος, βαριαναστέναξε και σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό. Όλοι αποθέσαν τα χουλιάρια τους ν’ ακούσουν:
Είντά ‘χετε γυρού -γυρού κι είναι βαριά η καρδιά σας;
Δεν τρώτε και δεν πίνετε και δε χαροκοπάτε,
πρι νά ‘ρθει ο Χάρος να μας βρεί να μασε διαγουμίσει,
να διαγουμίσει τσι γενιές και να διαλέξει τσ’ άντρες,
να πάρει τσ’ άντρες τσι καλούς, τσι καστροπολεμάρχους,
απού τα κάστρη πολεμούν…………………
Ο γέρικος λαιμός τραγούδαγε, το βαρυστέναχτο στήθος φούσκωνε και ξεθύμαινε. Οι συντράπεζοι παίρνανε το σκοπό, τον τραγουδούσανε κι αυτοί, ο γέρος ξανασήκωνε τη φωνή, θαρρείς καρπολογούσε το τραγούδι του από ψηλά, εκεί που μπουμπουνίζανε τα σύννεφα. Γρικήθηκεν άλλη φωνή:
Ακούστε είντα μηνύσανε του Νάδη οι γι αντρειωμένοι:
Να τωνε πάσιν άρματα, μολύβια και μπαρούτια
και πόλεμο θα κάμουνε του Χάρο δίχως άλλο,
για δεν τονε βαστούνε μπλιό να ξεδιαλέγει τσ’ άντρες,
να παίρνει τσ’ άντρες τσι καλούς τσι καστροπολεμάρχους,
απού τα κάστρη πολεμούν………………..»
Σε άλλο σημείο του λογοτεχνικού του κειμένου γράφει:
«Ο γούμενος έκλινε στον ώμο το κεφάλι, γύρισε την ορμήνια του σε τραγούδι:
Συντράμετέ με, φίλοι μου κι εσείς οι γι εδικοί μου,
να το συγκλίνω το δεντρί, ν’ ανέβω στην κορφή του,
ν’ ακούσω γερακιού φωνή και φάλκο να λαλήσει,
ν’ ακούσω και την πέρδικα να πετροκακαρίσει.
…………………………..
Η τάβλα πήρε τη φωνή, ξανατραγούδησε το σκοπό μ’ ένα στόμα».
Και παρακάτω αναφέρει: «Από τη ράχη του βουνού ακουγόταν, μαζί με την κατεβασιά του νερού, το τραγούδι του απροσκύνητου:
Ήλιε, παραπονούμαι σου γιατί δε βασιλεύεις,
να κατεβώ σ’ όπου χωριό, να βρω ψωμί να φάω,
να βρω ψωμί, να βρω κρασί και ρούχα να πλαγιάσω.
…………………………………………………
Οι καπετάνιοι κι γερόντοι απομείναν μονάχοι στη δροσιά της ρεματιάς, μισοξαπλωμένοι στο χορτάρι. Παρακινήσαν τον παπά-Στελή, που είχε γάργαρο λαιμό να πει τίποτα της τάβλας:
Αητέ που κάθεσαι ψηλά στ’ όρος το χιονισμένο,
τρώεις το δρόσος του χιονιού, πίνεις νερό κατάκρυο,
λαγό κι αν πιάσεις, γεύγεσαι, πέρδικα και δειπνάς τη
φιλείς και κόρην όμορφη……………………………
Ο παπάς τραγουδούσε τον πρώτο γύρο, οι άλλοι τον παίρναν από τα χείλη του και τον ξαναψέλνανε μαζί του, τραγουδούσε το δεύτερο, τον ξαναλέγαν μαζί του. Κι έτσι ώσπου τέλειωσε το τραγούδι».
Και συνεχίζει πιο κάτω: « Ο σκοπός ανακλαδίστηκε σαν άντρας που ξυπνάει:
Νά ‘χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλους,
να πάθιουν τα πατήματα, νά ‘πιανα τσι κερκέλους,
ν’ ανέβαινα στον ουρανό…………………….
Το πήρεν η τάβλα, ξεκούφωσε την καρδιά της, πού ‘χε φουσκώσει απ’ το καμάρι κι απ’ το πένθος».
Παρακάτω αναφέρει: «Τα στήθη του βγάλαν ένα στεναγμό και τα χείλη του πήραν να το λένε, γυρίζοντας το τάμα σε τραγούδι:
Ω σταυρωμένε μου Χριστέ και δώδεκ’ Αποστόλοι,
βοηθήσετέ με τ ‘ορφανό να χτίσω εκκλησία,
να λειτουργούν οι Χριστιανοί και να μεταλαβαίνουν
και να βαφτίζουνε παιδιά……………………….»
Συνεχίζει παρακάτω: « Ο καπετάν Πωλιός αρχίνιξε το τραγούδι, με τη συνοδεία και των αποδέλοιπων:
Όντεν τη θεμελιώνανε οι γι άγγελοι τη Πόλη,
‘πού τ’ Άγιονόρος το νερό κι απού τη Χιό το χώμα
κι από την Αντριανόπολη φέρνουν τα κεραμίδια.
Κι απείς την αποχτήσανε οι γι άγγελοι τη Πόλη,
στέκουν και συντηρούν τηνε κι αποθαμάζουνταί τη.
Και πώς να τηνε βγάλουμε και πώς να τηνε λέμε;
Πόλη Κωσταντινόπολη, του Κωσταντίνου πόλη».
Και συνεχίζει: «Οι αποδέλοιποι λέγαν ένα τραγούδι να ξεθυμαίνουνε την ταραχή τους και να σκεπάζουνε το γριτζάνισμα του σίδερου:
Όντεν εδικονίζεντον ο Κωσταντής στα ξένα,
στις ρούγες-ρούγες πορπατεί και στα στενά γυρίζει,
βάνει τα ράσα κούντουρα κι εφάνη το σπαθί του
κι εφάνη τ’ αλαφρό σπαθί με τ’ αργυρό φουκάρι.
Βασιλοπούλα τον θωρεί από ψηλό παλάτι:
«Δεν είν’ αυτός καλόγερος, μήδε και διακονιάρης,
μονό’ ναι βασιλόπουλο, μεγάλου ρήγα γέννα».
Αποσπάσματα από την ανακοίνωση του Καθηγητή Γιάννη Ευθυβ. Τσουδερού6, στο Θ’ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο: «Ο Ρεθεμνιώτης λαογράφος Παύλος Βλαστός (1836-1926) γεννήθηκε στο Βυζάρι Αμαρίου. Κατά τα στοιχεία που ‘δωσε ο ίδιος στη μουσική εφημερίδα της Αθήνας «Φόρμιγξ, περίοδος Β’, έτος Δ’ (ΣΤ’), αριθ. 1-2, Αθήνα 15-31 Απριλίου 1908» περιηγήθηκε τις επαρχίες Τεμένους, Μαλεβιζίου, Γόρτυνας, Λασιθίου, Μεραμπέλου, Αποκορώνου, Σφακίων, Αγ. Βασιλείου και Αμαρίου και μάζεψε και μελοποίησε πάνω από τετρακόσια δημοτικά τραγούδια απ’ τις επαρχίες αυτές της Κρήτης. Απ’ τα δημοτικά αυτά τραγούδια μια σειρά ο Βλαστός τύπωσε ο 1893 στο έργο του «Ο Γάμος εν Κρήτη. Ήθη και έθιμα Κρητών».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιδομ. Παπαγρηγοράκη7: « Ρίζες κυρίως λέμε στη Δυτική Κρήτη τα χωριά της Κυδωνίας που βρίσκονται στις υπώρειες των Λευκών Ορέων. Και σ’ άλλα διαμερίσματα της Κρήτης ακούεται η ονομασία Ρίζες για τα χωριά που βρίσκονται στις υπώρειες του Ψηλορείτη και της Δίκτης. Επομένως Ριζίτικα λέγονται τα ειδικά τραγούδια που συνηθίζονται στα χωριά αυτά, αλλά και γενικότερα σ’ όλες τις Επαρχίες του Νομού και πάρα πέρα ακόμη».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Θεοχάρη Δετοράκη8, Καθηγητή Πανεπιστημίου Κρήτης. Στις σελίδες του βιβλίου καταγράφονται ριζίτικα τραγούδια από αφηγήσεις κατοίκων των χωριών της Επαρχίας Αμαρίου του Νομού Ρεθύμνης: Παύλος Κουρκουλός, χωριό Πατσός, γεν. 1912 – Στέφανος Στεφανάκης, χωριό Κουρούτες, γεν. 1893 – Ιωάννης Λίτινας, χωριό Πλατάνια, γεν. 1888 – Κων. Αγγελάκης, χωριό Γερακάρι, γεν. 1891 – Χαριτ. Τσαχάκης, χωριό Δρυγιές – Ανώνυμος, χωριό Πλάτανος – Ανώνυμος, χωριό Πλατάνια.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μανόλη Καλλέργη9, γιατρού: «Τα περισσότερα καταχωρημένα ριζίτικα τραγούδια για τους Καλλέργηδες σχετίζονται με το χωριό Γερακάρι Αμαρίου, αλλά και με το «σπήλιο του Καλλέργη», που βρίσκεται στους πρόποδες του Ψηλορείτη πάνω από το χωριό Φουρφουρά Αμαρίου και με την «Πάνα», που είναι λεκανοπέδιο και ιερό σπήλαιο στους πρόποδες του Ψηλορείτη, πάνω από τα χωριά Βυζάρι και Φουρφουρά Αμαρίου. Αναφέρονται στον Λέοντα Καλλέργη το 1341, αλλά και στον Ψηλορείτη και Αμπαδιά (Αμάρι) για γεγονότα του 1823».
Ενδιαφέρουσα ήταν και η τοποθέτηση του παραδοσιακού Σφακιανού ριζίτη Νίκου Ψαρού10, στο Συνέδριο για το ριζίτικο τραγούδι, που έγινε το 2003 στα Χανιά, ότι πρέπει να διακρίνομε ανάμεσα σε λευκορείτικα και σε ψηλορείτικα ριζίτικα.
Αποσπάσματα δημοσιεύματος του παλαιότερου εν ζωή λυράρη, ετών 96, κατά το έτος 2000, Γιώργη Μουζουράκη11: «Δεν έχομε αντίρρηση, κύριοι Χανιώτες, για την διεκδίκηση της προελεύσεως των ριζίτικων τραγουδιών, πλην όμως να ξέρετε πως τα ριζίτικα τραγούδια, τραγουδιούντο από πολύ παλιά χρόνια και στο Ρέθεμνος και ιδία στα ριζόβουνα χωριά του Ψηλορείτη και του Κέντρους, τα οποία τραγουδιούνται και σήμερον ιδιαίτερα σ’ όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Καλόν θα είναι για αρμονικές σχέσεις των δύο γειτονικών δυτικών νομών να μην υπονομεύει ο εις τον άλλο, για προβάδισμά του».
Μεγάλος αριθμός ριζίτικων τραγουδιών σχετίζονται με τον Ψηλορείτη και το Κέντρος και με τα χωριά της ρίζας των βουνών αυτών και γενικότερα με την Αμπαδιά, δηλαδή τα Αμαριώτικα χωριά. Σχετίζονται επίσης με την ιστορική οικογένεια των Καλλέργηδων, με το «σπήλιο του Καλλέργη» και την «Πάνα», που βρίσκονται στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Μα και το γνωστό ριζίτικο «Τρία βουνά μαλώνουνε…» αναφέρεται στον Ψηλορείτη και στο Κέντρος με τις 100 βρύσες (πηγές) του και μία (1) ακόμη ανεξερεύνητη, «που τρέχει αθάνατο νερό». Τέλος μια παραλλαγή της γνωστής «Ξαστεριάς» τραγουδιέται από τα πολύ παλιά χρόνια στ’ Αμαριώτικα χωριά, οι στίχοι της οποίας εκφράζουνε το πραγματικό νόημα της αντίστασης, του ένοπλου αγώνα του Κρητικού επαναστάτη (αντάρτη) για την ανάκτηση της ελευθερίας του και όχι του φθόνου, του μίσους και της εκδίκησης λόγω βεντέτας. Παρατίθενται μερικά από αυτά:
Στου Ψηλορείτη την κορφή αητός είν’ καθισμένος
και βάστα και στα νύχια ντου παλικαριού κεφάλι.
Χτυπά, ξαναχτυπά το αητός, συχνά και τ’ αναρώτα:
Κεφάλι, μην ήσουν φονιάς, μην ήσουνα και κλέφτης;
Δεν ήμουνα μουδέ φονιάς, δεν ήμουνα και κλέφτης,
μονό ‘μουν στο λεβέντικο, εις τσ’ Αμπαδιάς τα μέρη
κι ήβρεμε ο Χάρος νυχτοπά και μαχαιρόσφαξέ με,
στου Ψηλορείτη την κορφή….. (Συλλογή Σταύρου Φωτάκη)
Φωνή και κλάημαν άκουσα, εις τσ’ Αμπαδιάς τη μπάντα.
Στη ρίζα μιας κουτσουρολιάς, μια λυγερή γυναίκα,
Έκλαιγε τον υγιούκα τζη, έκλαιγε τον υγιό τζη.
Γιέ μου, πού σ’ ηύβρ’ο Χάροντας και μαχαιρόσφαξέ σε;
Μάνα, λειτρούγα τσ’ εκκλησές….. (Συλλογή Σταύρου Φωτάκη)
Αητός του Κέντρου σε σπηλιά κάθεται κι ανιμένει,
πότε να κάμει ξαστεριά, να λυώσουνε τα χιόνια,
να κατεβεί στο Βρύσινα, κάτω στα Κατωμέρια,
να πνίξει με τα νύχια ντου αγάδες και πασάδες,
που τυραννού(ν) τσι Χριστιανούς… (Συλλογή Θεοχάρη Δετοράκη)
Βροντά ο ουρανός και σειέται η γης κι αστράφτει ο Ψηλορείτης,
εικοσιδυό Καλλέργηδες βγαίνουν’ στ’ αρματολίκι.
Η γρά Καλλέργαινα ακλουθά ζωσμένη τ’ άρματά τζη,
στην Αμπαδιά πολέμησε μαζί με τα παιδιά τζη.
Ποιός έχει λιονταριού καρδιά…… (Συλλογή Μανώλη Καλλέργη)
Στα χιόνια χιονιστήκανε Καλλεργιανά κουράδια,
Καλλεργιανά και Σφακιανά κι από το Γερακάρι
Γυρεύουσί ντα οι βοσκοί, κλαίσιν’ τα οι νοικοκύροι.
Μα σαν τα κλαίει ένας βοσκός άλλος κανείς δεν κλαίει.
-Σείσε, κουρνέ, τα γένεια σου να παίξει το κουδούνι.
Να το γροικήσουν’ οι κριγοί να παίξουν τα σκλαβέρια.
Να το γροικήσουνε τα ζα να παίξουνε τα λέρια. (Συλλογή Μανώλη Καλλέργη)
Φωνή και κλάϋμαν άκουσα στση φυλακής την πόρτα,
πολλά ‘κλαιγε πονετικά, παιδιά, ποιά μάννα να ήτο;
Να πάρεις δίπλα τα βουνά τση Πάνας τα μιτάτα
Και να ‘χεις σπιτοκάλυβο το σπήλιο του Καλλέργη.
Στου Ψηλορείτη την κορφή εκεί να λειτουργάσαι… (Συλλογή Παύλου Βλαστού)
Τρία βουνά μαλώνουνε κι είναι να σκοτωθούνε,
το Κέντρος και το Σφακιανό κι ο γέρο Ψηλορείτης.
Κι εμήνυσενε το μικιό στ’ άλλα τα δυό μεγάλα:
Μη με μαλώνετε βουνά, μη με κακοκαρδάτε,
γιατί ‘χω βρύσες εκατό και μια στη βορεινάδα,
που τρέχει αθάνατο νερό…………..(Συλλογή Σταύρου Φωτάκη)
Πότες θα κάμει ξεστεριά να λυώσουνε τα χιόνια;
– Να πάρω το τουφέκι μου τ’ όμορφο μαλιχέρι.
– Να πάρω δίπλα τα βουνά να βγω στον Ψηλορείτη.
– Να βρω μια πέτρα ριζιμιά να διπλωθώ να κάτσω.
– Να παίξω πέντε μπαλωτές ν’ ακούσει ούλη η Κρήτη.
– Να’ ρθουν’ τα Κρητικόπουλα έκεια να ορκιστούμε.
-Για τη γλυκιά πατρίδα μας ούλα να σκοτωθούμε.
Πότες θα κάμει ξεστεριά ;…………….. (Συλλογή Σταύρου Φωτάκη)
Τέλος, υπάρχουνε καταγραμμένες στο Αρχείο του γράφοντα, σε CD και DVD, πολλές και ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις Αμαριωτών μεγάλης ηλικίας, που αναφέρονται στην ύπαρξη-παράδοση του ριζίτικου τραγουδιού, από τα πολύ παλιά χρόνια και στο Αμάρι.
Οι κάτοικοι λοιπόν και όσοι κατάγονται από τ’ Αμαριώτικα χωριά, οφείλουνε να γνωρίζουνε ότι, έχουνε παράδοση στο Ριζίτικο τραγούδι, αυτή που κληρονομήσανε από τους γεροντότερους και πρέπει να προσπαθούνε να μη σβήσει και η παράδοση αυτή, αλλά να διατηρηθεί και να μεταδοθεί στους νεότερους Αμαριώτες.
1. «Μικρός Ναυτίλος», Περιγραφή της Νήσου Κρήτης, Ηράκλειο 1996, 2η έκδοση 2002, σ. 68-75
2. James A. Notopoulos, Κρητικά Χρονικά, 1958 Τόμος ΙΒ’, σελ. 171-175
3. Γεωργ. Αντουράκης, Κρήτη- Το αφιέρωμα τόμος 17, Αθήνα 1985, σ. 133,135
4. «Νέα Εφημερίς» του Ηρακλείου, αρ. φύλλου 3017/22-5-1925
5. Παντελής Πρεβελάκης, Ο Κρητικός, Το δέντρο, Αθήνα 1948, 1965, 1995, σ. 54-56, 120, 135-136, 173, 177, 215, 217
6. Γιάνν. Ευθυβ. Τσουδερός, Περιοδικό ΕΛΛΩΤΙΑ, Χανιά 2001, Σ. 259-261
7. Ιδομ. Παπαγρηγοράκης, Τα Κρητικά Ριζίτικα Τραγούδια, Χανιά 1956-1957, σ. 12
8. Θεοχ. Δετοράκης, Ανέκδοτα Δημοτικά Τραγούδια της Κρήτης, Ηράκλειο 1976
9. Mαν. Καλλέργης, Εισαγωγή στην ιστορία των Καλλεργών, Ρέθυμνο 2007, σ. 46-64
10. Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, Το ριζίτικο τραγούδι, Χανιά 2003
11. Εφημ. «Κρητικά Επίκαιρα», Αθήνα-Δεκέμβριος 2000, σ. 3