Η μητέρα άφησε τη σκούπα και βγήκε στην αυλή. Κοίταξε τον ήλιο, που είχε ανεβεί ψηλά στον ουρανό. Σκούπισε με την παλάμη το ιδρωμένο μέτωπό της και συνέχισε προς τα πίσω, στρώνοντας τα γκριζόμαυρα μαλλιά της, ως πίσω, ώσπου το χέρι της συνάντησε τη μεγάλη και σφιχτή κοτσίδα. Κατάλαβε πως πλησίαζε μεσημέρι. Είδε και τη σκιά της λεμονιάς, που πάντα συμβουλευόταν στα θέματα της ώρας. Ύστερα, η ώρα με την έννοια που την έχουμε στο μυαλό μας δεν έχει και μεγάλη σχέση όταν βρίσκεσαι στο χωριό. Πιο μεγάλη σημασία έχει να δεις τον ήλιο ν’ ανατέλλει απ’ το βουνό, παρά αν είναι έξι και τέταρτο ή έξι και εικοσιπέντε… Το ίδιο και τώρα. Πλησίαζε μεσημέρι, ο πατέρας θα γυρνούσε στο σπίτι, το ίδιο και τα παιδιά. Η Λενιώ που τελείωσε φέτος το δημοτικό, ήταν με την κόρη της γειτόνισσας, για να τους δείξει η μητέρα της τη σταυροβελονιά και ο Μανώλης, που θα πήγαινε στην Πέμπτη έπαιζε με τα άλλα γειτονόπουλα. Το καταλάβαινες και από τις φωνές που ξεσήκωναν τον κόσμο ολόκληρο…
Η μητέρα, βγήκε στον κήπο, μάζεψε ολόφρεσκο σπανάκι, και με την ποδιά της γεμάτη από το θρεπτικό λαχανικό με τις πολλές και θεραπευτικές ιδιότητες, ξαναμπήκε στο σπίτι και το άδειασε πάνω στο τραπέζι. Το ξέπλυνε με λίγο νερό και όταν τέλειωσε, συγκέντρωσε το νερό σε μια κανάτα, βγήκε ξανά στην αυλή και την άδειασε στη λεμονιά. Ούτε μια σταγόνα δεν πάει χαμένη, όταν το νερό φτάνει στο σπίτι από το πηγάδι, είτε με το σταμνί στον ώμο, είτε με το παραφορτωμένο γαϊδουράκι. Όνειρο η κουζίνα με τη βρύση και το άφθονο τρεχούμενο νερό, όπως λένε πως έχουν οι νοικοκυρές στην πόλη… Καθάρισε ένα κρεμμύδι, το έκοψε σε μικρά κομμάτια, έβαλε και ψιλοκομμένο φρέσκο κρεμμυδάκι, μια σκελίδα σκόρδο και τα έριξε στο πήλινο τσικάλι με το λάδι, που είχε ήδη κάψει. Πήρε μετά δυο χούφτες ρύζι, τις έριξε κι αυτές και ανακάτεψε με μια ξύλινη κουτάλα. Έριξε και μερικά ξερά κλίματα στη φωτιά για να δυναμώσει τη φλόγα, πρόσθεσε κι ένα ποτήρι ζεστό νερό, σκέπασε τη χύτρα και έκοψε το σπανάκι σε χοντρά κομμάτια. Το ίδιο και με δυο ολόφρεσκες ντομάτες. Τις έριξε με το σπανάκι στη χύτρα, ανακάτεψε ελαφρά και σκέπασε ξανά.
– «Πήγαινε, μωρή, όξω… πήγαινε να πιάσεις κανένα ζωντανό. Ήντα θες επαέ μέσα. Σπανάκι θα φας; Πήγαινε και ξέχασα να ρίξω αλάτι και πιπέρι στο φαϊ…» και με μια κίνηση του ποδιού της, ξαπόστειλε τη γκριζόμαυρη γάτα, που τριβόταν στην πόρτα της κουζίνας και γύρισε να συνεχίσει το μαγείρεμά της. Πήρε και τη μεγάλη πήλινη λεκανίδα, έκοψε δυο ντομάτες και μύρισε η κουζίνα ευωδιά, καθάρισε και ένα ολόφρεσκο αγγουράκι, όλα από τον κήπο του σπιτιού, ψιλόκοψε ένα κρεμμύδι και πρόσθεσε μερικές σταφιδολιές μες τη σαλάτα. Έριξε, τέλος, μπόλικο λάδι, το ανάλογο αλάτι κι έβαλε τη λεκάνη με τη σαλάτα στο τραπέζι. Ξέχασε πως είχε μαζέψει και γλιστρίδα, το πρωϊ, την έκοψε κι αυτή σε μεγάλα κομμάτια και την πρόσθεσε στη σαλάτα. Άκουσε την εξώπορτα να τρίζει και τελικά να κλείνει με το γνώριμο ήχο της. Από τις ακαθόριστες ομιλίες, κατάλαβε πως ήταν ο πατέρας και τα παιδιά που τον ακολουθούσαν…
Μπήκαν όλοι στη μεγάλη κάμαρα – χώρο υποδοχής και φαγητού. Εκεί ήταν το τραπέζι. Η λεκάνη με τη σαλάτα, στο κέντρο. Το Λενιώ, εκπαιδευμένο στην καθημερινή ρουτίνα, μπήκε στην κουζίνα, πήρε πετσέτες και μαχαιροπίρουνα και «έστρωσε» το τραπέζι. Άνοιξε και το ντουλάπι, πήρε το μεγάλο καρβέλι από σπιτίσιο φουρνιστό ψωμί και άρχισε να το κόβει σε φέτες, μοιράζοντάς το στις θέσεις για τον καθένα. Ο πατέρας μπήκε στην κουζίνα, έπλυνε τα χέρια του σε μια λεκάνη, τα σκούπισε στην πετσέτα που κρεμόταν δίπλα και πήρε τη θέση του στο κεφαλάρι του τραπεζιού. Ήρθε και η μητέρα, έφερε το τσικάλι με το σπανακόρυζο και με την ξύλινη κουτάλα έβαλε στον καθένα φαγητό. Απόθεσε και πάλι στο τσικάλι στην παραστιά και πήρε κι αυτή τη θέση της στο τραπέζι. Τότε, ο πατέρας σταυροκοπήθηκε και οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν, ο καθένας με τον τρόπο του και χωρίς άλλη διαδικασία άρχισε το φαγητό.
– «Βάλε, μωρέ, την πετσέτα σου, μη λαδωθείς και χαλάσω το σαπούνι για να σου πλύνω το ποκάμισο…», έκαμε η μητέρα, ρίχνοντας ένα βλέμμα στον άνδρα της, σαν να ζητούσε την επιδοκιμασία του. Εκείνος σήκωσε τα μάτια του από το πιάτο και προς επιβεβαίωση, είπε χαμηλόφωνα: «Ήκουσες ήντα σου ‘πε η μάνα σου;». Και με αυτή την παρέμβαση, το Μανωλιό συμμορφώθηκε και το φαγητό συνεχίστηκε, με μόνιμη υπόκρουση τον ήχο από τα πιρούνια που εναποθέτονταν στα πιάτα και το θόρυβο που έκανε το μάσημα από τα ανοιγοκλείνοντα στόματα. Κάτι όμως απροσδιόριστο υπήρχε, σαν εκκρεμότητα, μέσα στην ατμόσφαιρα του δωματίου…
– «Γιάντα, Μανωλιό μου, δεν τρως;» … ρώτησε η μητέρα, όταν διαπίστωσε πως ο γιόκας της δεν είχε αγγίξει το φαγητό στο πιάτο του. Ο μικρός δεν απάντησε, έδειξε, όμως, με ένα μορφασμό ότι δεν ήθελε να φάει. «Φάε, παιδί μου, φάε, γιατί σε λιγάκι θα πεινάς…». Ο Μανώλης έκαμε και πάλι τον ίδιο μορφασμό αποδοκιμασίας, αλλά στο τέλος δεν κρατήθηκε και προέβη στη δήλωση: «Δε μ’ αρέσει το σπανακόρυζο…». Η Λενιώ, ως μεγαλύτερη και μάλιστα απόφοιτος του δημοτικού σχολείου, τόλμησε να πάρει το λόγο: «Φάε, Μανώλη. Το σπανάκι κάνει καλό. Μας το ‘πε κι ο δάσκαλος. Το γράφει και το χαρτί που διαβάζομε. Έχει, λέει, σίντερο που κάνει καλό στο αίμα και δε κατέχω και ‘γω ήντα άλλα, που πρέπει -λέει- να τα τρώμε…», κι έριξε μια ματιά προς το μέρος του πατέρα, για να εισπράξει το αναμενόμενο βλέμμα επιδοκιμασίας. Παρόλα ταύτα, το Μανωλιό παρέμενε σιωπηρό και με ένα ύφος βλοσυρό στο κάθισμά του. Ήρθε, κάποτε, η στιγμή να μαζέψουν οι «γυναίκες» τα πιάτα. – «Για ‘δε… Βάνω το πιάτο σου στην κουζίνα. Άμα πεινάσεις, να το πάρεις να φας…», είπε η μητέρα, με ύφος προστατευτικό. Το Μανωλιό δεν είπε τίποτα, ενώ ο πατέρας είχε βγει στην αυλή για το καθιερωμένο τσιγάρο του.
Η ώρες περνούσαν και η πείνα είχε στήσει χορό στο στομάχι του Μανώλη. – «Μάνα, πεινώ…», είπε κάποια στιγμή, δυνατά. – «Άμε, παιδί μου, στην κουζίνα να πάρεις το πιάτο σου…». – «Δε θέλω ‘γω σπανακόρυζο, δε μ’ αρέσει … δε σου το ‘πα;». – «Καλά, Μανωλιό μου. Μια φορά, το πιάτο σου δε φεύγει από ‘κειά. Άμα πεινάσεις … ξα σου!». Σε καμιά ώρα επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή και η ίδια περίπου στιχομυθία… Όμως, καθώς πλησιάζει το βράδυ, η πείνα έχει γίνει αφόρητη και έχει κάμψει την αντίδραση του Μανώλη. – «Πού ‘ναι, μπρε μάνα το φαΐ; Πού ‘πες πως ήβαλες το πιάτο μου;». Και η φωνή της μητέρας από την αυλή: – «Άμε, παιδί μου στην κουζίνα, βάλε την καρέκλα να φτάξεις στο ράφι. Το ‘βαλα ψηλά, για να μη μπορεί να το φτάξει ο κάτης, που το γυροφέρνει από το πρωί!!!». Ένα τέταρτο αργότερα κι ενώ ο νέος ξαναγύρισε στα παιχνίδια του στη γειτονιά κι όλοι οι άλλοι στις δουλειές τους, στην κουζίνα ήταν μόνο η γκριζόμαυρη γάτα, πάνω στο τραπέζι, που έγλειφε το άδειο πιάτο από το σπανακόρυζο του Μανώλη!
Επιμύθιο: Ο Μανώλης μεγάλωσε, ψήλωσε, έγινε «μέγας και τρανός», κυρίως όμως έζησε και ενηλικιώθηκε, υγιής πάντα, έχοντας ως το «καλύτερό του φαγητό» το σπανακόρυζο!