Του ΑΝΤΩΝΗ ΧΟΥΡΔΑΚΗ*
Η τεράστια ανατροπή που επέφερε σε όλο τον πλανήτη ο κορονοϊός, μπορεί να γίνει η αφορμή εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικές ηγεσίες να επανεξετάσουν τον τομέα δράσης τους; Άμεσα τίθεται το ερώτημα ποιες και σε τι βάθος θα φτάσουν οι συνέπειες του covid-19 στο χώρο της εκπαίδευσης, σε τοπικό αλλά και διεθνές επίπεδο, και μάλιστα ενόψει των προκλήσεων του 21ου αιώνα, δηλαδή, της εκπαιδευτικής τεχνολογίας, αφενός, και της ανάγκης μιας κριτικής, ριζοσπαστικής παιδαγωγικής της ανασυγκρότησης, αφετέρου;
Η εκπαιδευτική τεχνολογία όσον κι αν επέστρεψε στην εκπαιδευτική πραγματικότητα εξακολουθεί να παίζει «διαμεσολαβητικό» ρόλο, χωρίς καθόλου να έχει αντιστρέψει την «μετωπική διδασκαλία» που οι ρίζες της εκτείνονται πίσω στον 17ο αιώνα, όταν ο πολύς Κομένιος παρομοίαζε τον δάσκαλο με τον ήλιο που φωτίζει τα πάντα, και την τάξη, διατεταγμένη μετωπικά, ως ενιαίο σύνολο και σχηματισμό που επιδίδεται στο ίδιο αντικείμενο. Σε έναν κόσμο, όμως, όπου αφενός η γνώση εδώ και τέσσερις περίπου δεκαετίες (από τότε που η πληροφορική εισήχθη στο σχολείο) έχει διαβρώσει τον ρόλο του/ της εκπαιδευτικού ως κέντρου της γνώσης, καθώς βρίσκεται ένα κλικ μακριά από τον κέρσορα των μαθητών/ μαθητριών, και αφετέρου οι σημερινοί υγειονομικοί λόγοι που τον κατέστησαν αίφνης εκτός συμβατικής τάξης, εμείς, όλοι (ηγεσία, μαθητές, γονείς, συνδικαλιστές, ΜΜΕ, κ.λπ.) εξακολουθούμε να προσδιορίζουμε τον/ την εκπαιδευτικό με εντελώς παλαιοντικούς όρους. Στο θεσπισμένο εκπαιδευτικό μας σύστημα, με «υποκείμενο νόσημα» την παλαιότητά του και την μη μεταρρύθμισή του, η «αποσωλήνωση» δεν είναι καθόλου εύκολη.
Εδώ και καιρό, εκπαιδευτικοί, διεθνώς, μιλούν για την ανάγκη να ξανασκεφτούν το ρόλο τους και το πώς εκπαιδεύουν τις μελλοντικές γενιές. Η πανδημία μπορεί να είναι ο κλυδωνισμός που ο χώρος της εκπαίδευσης χρειαζόταν για να αναγκαστούμε να συζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο εκπαιδεύουμε δεκαετίες τώρα και κυρίως να αμφισβητήσουμε το τι διδάσκουμε, για ποιο πράγμα προετοιμάζουμε τους μαθητές και τις μαθήτριες και με ποιο τρόπο το κάνουμε. Έτσι, καθώς η εκπαιδευτική κοινότητα έρχεται αναπάντεχα αντιμέτωπη από τη μια με τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, και από την άλλη όντας εντός του τυποποιημένου σχολείου, αισθάνεται τελικά διπολική. Οφείλει όμως να σκεφτεί το πώς θα είναι η μάθηση π.χ. για τη γενιά Z (μια γενιά που έχει μεγαλώσει, θέλουμε δεν θέλουμε, σε έναν πραγματικά διασυνδεδεμένο κόσμο που καθορίζεται από την τεχνολογία) ή τη γενιά A (τα παιδιά της χιλιετίας, όπου η τεχνολογία είναι απλώς μια επέκταση της δικής της συνείδησης και ταυτότητας, και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι τρόπος ζωής της), αλλά και πέρα από αυτές.
Συλλογίζομαι, λοιπόν, ότι δεν μπορεί οι συνέπειες αυτής της «θεομηνίας» να είναι απλά μια πράξη αφαίρεσης μερικών τραπεζο-καθισμάτων από τις συμβατικές (και εν πολλοίς ψευδο-μαθητοκεντρικές) αίθουσες διδασκαλίας και μια παθητική (κατ’ επίφαση διαδραστική) διαδικασία τηλεκπαίδευσης. Είναι πολύ λίγο για τους υγιεινολογικούς μας θριάμβους και άδικο για τους/ τις συνανθρώπους μας που έφυγαν αιφνίδια. Λογαριάζω πως της παιδείας μας οι οφειλές είναι τεράστιες σε όλο αυτό τον κύκλο θανάτου και τα φαύλα εκπαιδευτικά καθεστώτα. Αν αναλογιστούμε ότι στον 14ο αιώνα, εκτός από τις φοβερές συνέπειες από την τότε πανδημία του «Μαύρου Θανάτου», καταγράφηκαν και θετικές, όπως η ανάδυση νέων ειδικεύσεων στην παραγωγή, η ανάπτυξη προηγμένων για την εποχή επιχειρηματικών και οικονομικών μεθόδων, η αύξηση της οικονομικής βαρύτητας των πόλεων, η υιοθέτηση ευελιξίας και προσαρμοστικότητας στις νέες συνθήκες, η αλληλεπίδραση ανθρώπων – φύσης (παρά τη σκληρότητα της δεύτερης), κ.λπ., δεν γίνεται, σήμερα, στον 21ο αιώνα (η διάταξη των θρανίων ακόμα και στις οδηγίες για τον κορονοϊό είναι ίδια και απαράλλαχτη με εκείνη του 18ου) να αρκεστούμε σε αριθμητικές «παρεκβάσεις» και τυποποιημένες αποστάσεις.
Και είναι εύλογο να διερωτόμαστε, εάν τα παιδιά μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη τήρησης των μέτρων; Μα πώς να γίνουν υπεύθυνα, όταν διαχρονικά όλο το σύστημα τα εκλαμβάνει ως ανεύθυνα όντα και την κοινωνική και πολιτική αγωγή τους την έχει καταλήξει σε ένα από τα μαθήματα και μάλιστα δευτερεύουσας σημασίας. Επιπλέον, η οδηγία «μείνετε ασφαλείς» δεν μπορεί να προκόψει, αφού τα μαθήματα ζωής είναι σχεδόν ανύπαρκτα από το πρόγραμμα του καθ’ όλα «εκσυγχρονισμένου» σχολείου μας.
Σε αυτές τις στιγμές επανεκκίνησης της κοινωνικής και σχολικής ζωής, παιδιά, γονείς και Πολιτεία αγωνιούν για το πώς θα εξεταστούν σε μια στείρα, ξεπερασμένη και νεκρή ύλη (εκείνη των πανελληνίων), με μια κανονικότητα που γέννησε όλη αυτή την καταστροφή, χωρίς να διεκδικούν έστω και αυτή την ύστατη στιγμή την έξοδό τους από αυτό το μουμιοποιημένο, αντιπαιδαγωγικό και κυρίως κορονοϊογενές σύστημα εξετάσεων που έχει καταντήσει τα παιδιά το μεγάλο του θύμα. Η κοινωνική απόσταση των μαθητών/τριών δεν θα σώσει την εκπαίδευσή τους.
Είμαστε στον 21οκαι η πανδημία μας έδειξε ότι το σχολείο πλέον οφείλει να μετασχηματιστεί σε ένα μη-σχολείο, το πρόγραμμά του να αλλάξει, η μετωπική διδασκαλία, είτε συμβατική είτε διαδικτυακή, να αναθεωρηθεί, τα όρια των τάξεων, συμβατικά ή ψηφιακά, να διευρυνθούν υπέρ μιας δια-ηλικιακής ενεργοποίησης των μαθησιακών ενδιαφερόντων, οι ρόλοι να εναλλάσσονται και βεβαίως να συμμετέχουν όλοι και όλες οι ένοικοι του εκπαιδευτικού οικοδομήματος στην λήψη αποφάσεων. Κυρίως, όμως, να προχωρήσουμε σε μια υβριδική παιδαγωγική, η οποία θα αφορά την κριτική παιδαγωγική επιτέλεση σε ψηφιακά περιβάλλοντα μάθησης (διαφοροποιημένα κοινωνικοπολιτικά και πολιτισμικά). Η θεοποίηση ή η δαιμονοποίηση των νέων μέσων θα πρέπει να εκλείψει. Η παιδαγωγική των νέων τεχνολογιών «αναφέρεται λιγότερο στην τεχνολογία και περισσότερο στις κοινότητες που δημιουργεί», όπως λέει ο Stommel. Είναι θέμα διεκδίκησης εκπαιδευτικού και μαθητή/ μαθήτριας να την ορίσουν ως εφαρμογή, διαχείριση και γόνιμη αξιοποίηση έξω από τη δεδομένη τυπολογία της. Μπορεί να γίνει μη γραμμική (nonlinear), όπως υποστηρίζει η Cathy Davidson. Το ψηφιακό είναι αναπόφευκτα και ακαταμάχητα κοινό. Απαιτεί περισσότερο να ‘αποσυναρμολογούμε’ παρά να ‘συναρμολογούμε’, όπως συνήθως γίνεται στο ισχύον παράδειγμα, με ή χωρίς τους υπολογιστές. Ας γίνει μια συμμετοχική διαδικασία υπεύθυνου παιχνιδιού, ανακάλυψης και πνευματικής ωρίμανσης, ώστε να μην αυξήσουμε την «ακαδημαϊκή παχυσαρκία» μας, όπως θα έλεγε και ο Epstein. Δεν γίνεται δημιουργικός και κριτικός ο νους απλά με τη χρήση των τεχνολογιών (αυτό συνιστά κακώς εννοούμενο ιθαγενισμό). Ένα χρηστικό εργαλείο είναι. Αν η μαθησιακή διαδικασία είναι μηχανική και η αξιολόγηση ζητά αποστήθιση, χωρίς δημιουργικότητα και φαντασία, το online μοντέλο θα το αναπαραγάγει πιστά. Χρειάζεται ελευθερία και τόλμη για να γίνεις παιδαγωγός και παιδαγωγούμενος.
Η εκμάθηση δεξιοτήτων ζωής εντός των γνωστικών αντικειμένων στο σχολείο στην μετα-covid-19 εποχή είναι ζωτικής σημασίας. Ας αφήσουμε πλέον κατά μέρος τις κομματικές καραμέλες περί διαμάχης μεταξύ συμβατικών και online τάξεων. Χρειάζεται να εφεύρουμε εκ νέου το ρόλο εκπαιδευτικών και μαθητών (ψηφιακό και μη), να αποσυναρμολογήσουμε την τυποποιημένη (συμβατική και μη) τάξη, χωρίς να την αφήσουμε στο έλεος του μέσου που το εκμεταλλεύονται πολιτικοί, κομματικοί και τεχνολόγοι, πουλώντας το ως καινοτομία. Εργαλεία ας γίνουν η κριτική, η δημιουργικότητα, η επικοινωνιακότητα και το συνεργατικό πνεύμα, παράλληλα με την ενσυναίσθηση και τη συναισθηματική νοημοσύνη. Σύμφωνα με την Kamenetz το σχολείο και το πανεπιστήμιο παραπέμπει στην έννοια ‘κοινότητα’: «…Το μέλλον έγκειται … στη μάθηση που συνδυάζει βιωματικές και ψηφιακές μεθόδους… σε εκπαιδευτικά πρότυπα ελεύθερης και ανοικτής πηγής. Όλο και περισσότερο, θα αποφασίζουμε τι, πότε, πού και με ποιον θέλουμε να μαθαίνουμε και θα μαθαίνουμε κάνοντας». Τόσο το σχολείο, όσο και το πανεπιστήμιο βρίσκονται στο και πέντε της αυτο-(μετα)ρρύθμισής τους.
* Ο Αντώνης Χουρδάκης είναι καθηγητής, διευθυντής Μουσείου της Εκπαίδευσης και επιστημονικός διευθυντής Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης Πανεπιστημίου Κρήτης