Είναι γνωστό ότι, την απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Φον Κράιπε, που έγινε στις 26 Απριλίου 1944, σχεδιάσανε δύο Άγγλοι Αξιωματικοί της Αντικατασκοπίας οι: Πάτρικ Λη Φέρμορ ο επονομαζόμενος (Φιλεντέμ) και Ουίλιαμς Στάνλεϋ Μος. Στην απαγωγή συμμετείχανε, πρωταγωνιστικά και 11 Έλληνες – Κρήτες οι: Στρατής Σαβιολάκης, Μιχάλης Ακουμιανάκης, Παύλος Ζωγραφιστός, Ηλίας Αθανασάκης, Δημήτρης Τζατζαδάκης, Γρηγόρης Χναράκης, Εμμανουήλ Πατεράκης, Αντώνης Παπαλεωνίδας, Νίκος Κόμης, Γεώργιος Τυράκης και ο Υπενωματάρχης Αντώνιος Ζωιδάκης. Είναι επίσης γνωστό ότι, στη διαδρομή και φυγάδευση του Κράιπε βοηθήσανε, με κάθε τρόπο και μέσο, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο, πάρα πολλοί Κρήτες, οι οποίοι είναι δύσκολο να αναφερθούνε.
Σε αντίποινα αυτής της απαγωγής, όπως υποστηρίζεται, καταστραφήκανε ολοκληρωτικά από τους Γερμανούς, τα 8 χωριά του Κέντρους, με 164 ανθρώπινα θύματα. Κατά μια άλλη άποψη, το γεγονός της καταστροφής των χωριών του Κέντρους, δεν σχετίζεται με την απαγωγή του Κράιπε, αλλά έγινε για να καμφθεί το ηθικό των αντιστασιακών ομάδων, προκειμένου να γίνει ομαλά και χωρίς απώλειες, η επικείμενη αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων από την Κρήτη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, έχω την άποψη ότι, η απαγωγή δικαίως έχει καταγραφεί ως μια από τις πλέον τολμηρές επιχειρήσεις του αντιστασιακού αγώνα κατά των Γερμανών. Για τον λόγο αυτό εκτιμώ πως, πρέπει να γίνεται κάθε φορά ειδική αναφορά, στους 11 πρωταγωνιστές και να αποδοθεί κάποτε ξεχωριστή τιμή στον καθένα, τουλάχιστον από τη γενέτειρά τους.
Με αφορμή αυτό το ιστορικό γεγονός ο αείμνηστος πνευματικός, στοχαστής και δάσκαλος Μανούσος Μπικάκης, από τη Νίθαυρη Αμαρίου, εμπνεύστηκε και έγραψε το παρακάτω τραγούδι – ρίμα. Είναι μια ιστορική ρίμα, η οποία αναφέρεται στη θρυλική απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Φον Κράιπε και στο πέρασμά του από τη Νίθαυρη. Την τραγουδούσανε σε μια ιδιαίτερη μελωδία, κυρίως γυναίκες του χωριού, σε κοινωνικές εκδηλώσεις, η οποία σύντομα μαθεύτηκε και σε κοντινά χωριά της Αμπαδιάς.
Οι αναφερόμενοι στον 5ο και 6ο στίχο του τραγουδιού ήτανε Αμαριώτες και συγκεκριμένα: ο Αντώνιος Ζωιδάκης (Ζωιδαντώνης) από τον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου και ο Γεώργιος Τυράκης (Τυρογιώργης) από τον Φουρφουρά Αμαρίου.
Οι στίχοι του τραγουδιού προέρχονται, από σημειώσεις του Ζαχαρία Μιχ. Δανδουλάκη, με ελάχιστες αναγκαίες ορθογραφικές – στιχουργικές παρεμβάσεις, τους οποίους αφιερώνω στη μνήμη του, στη μνήμη του δασκάλου -στιχουργού Μανούσο Μπικάκη, αλλά και στη μνήμη των αναφερομένων στο τραγούδι προσώπων και όλων των θυμάτων της Γερμανικής θηριωδίας. Ο αείμνηστος δάσκαλος Μανούσος Μπικάκης δίδαξε και στον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου, για δέκα χρόνια, από το έτος 1933-1943.
Για την ιδιαίτερη μελωδία του τραγουδιού ευχαριστώ θερμά, τον αγαπητό παπά Μανώλη Γρηγ. Δανδουλάκη, που την επανέφερε στη μνήμη μου, τον συνονόματο εγγονό του στιχουργού δασκάλου Μανούσο Μπικάκη για την προσφορά της φωτογραφίας, καθώς και τον καλό φίλο Κωστή Γεωργ. (Πλαστήρα) Δανδουλάκη, για την εν γένει θετική συμβολή του.
«Στσ’ εικοσιέξε (26) τ’ Απριλιού μια δροσερή βραδούλα,
τον Κράιπε εκλέψανε σαν να ‘τανε νυφούλα.
Μέσα στ’ αμάξι του ‘τανε μ’ ένα του ιπποκόμο,
Άγγλοι κι αντάρτες τον βουτούν στων Αρχανώ(ν) το δρόμο.
Ο ένας είν’ ο Φιλεντέμ με τον Ζωιδαντώνη
κι ο Τυρογιώργης πήδησε κοντά τους και σιμώνει.
Κι ένα αμάξι έρχεται κι αμέσως ξεσβουριάρουν,
τα ταχυβόλα πρότειναν πάνω τους να μοντάρουν.
Γερμανικά φωνιάζανε τ’ αμάξι σταματάνε
και μ’ ένα δυο πηδήματα τον Κράιπε αρπάνε.
Τον Κράιπε φιμώσανε και το σοφέρ χτυπούνε,
μέσα στ’ αμάξι μπαίνουνε και Άγγλοι τ’ οδηγούνε.
Ολοταχώς σαν αστραπή και σαν πουλιά πετούνε,
μέσα ‘πό το Ηράκλειο οι ήρωες περνούνε.
Σκοποί και τα περίπολα στέκουν και χαιρετούνε,
οι Άγγλοι μέσα απ’ την καρδιά χαίρουνται και γελούνε.
Φτάνοντας στο Γενί Καβέ στα όρη ανεβαίνουν
και στα λημέρια ανταρτών εκεί τους επηγαίνουν.
Πετρακογιώργης ‘ποδοχή διατάζει να του κάνουν,
αντάρτες όλοι ολοταχώς τα δυνατά τους βάνουν.
Ο Κράιπερ εθαύμασε την τόση πειθαρχία,
οι αντάρτες των εδήλωσε έχουν μεγάλη αξία.
Από ‘κειδά εφύγανε πήγαν σ’ ένα μιτάτο
τση Νίθαυρης, στο Καλικά, εις την Κορφή από κάτω.
Πάλι ο Καρουζόκωστας καλά τα καταφέρνει,
φλουμάρια και γαλακτερά πολλά τωνέ προσφέρνει.
Ετρώγανε και πίνανε και γάλα και μυζήθρα
και ό,τι άλλο η όρεξη των ανταρτών εζήτα».