Την προηγούμενη εβδομάδα, δύο ιστορικής σημασίας συμφωνίες ήρθαν για να μεταβάλουν σημαντικά τα μέχρι τώρα πολιτικά δεδομένα στη χώρα μας. Πρώτον, η συμφωνία των Πρεσπών δρομολογεί την επίλυση μιας ανοιχτής αντιπαράθεσης 25 χρόνων, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένα αποφασιστικό χτύπημα στον εθνολαϊκισμό που τόσο πολύ άνθισε στις δύο χώρες γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα. Δεύτερον, η απόφαση του Eurogroup απομειώνει σημαντικά τις υποχρεώσεις της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση του χρέους, ανοίγοντας ουσιαστικά τον δρόμο για επιστροφή στις αγορές και κλείνοντας τον μακρύ κύκλο της επιτροπείας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά αυτόματη αλλαγή κατάστασης. Σημαίνει όμως πέρασμα σε μια νέα εποχή, στην οποία δεν θα υπάρχουν πια αξιολογήσεις και προαπαιτούμενα έναντι χρηματοδότησης.
Το πολιτικό αφήγημα της Ν.Δ. καταρρέει
Η δεύτερη αυτή εξέλιξη ακυρώνει πλήρως το πολιτικό αφήγημα που υπηρέτησε η Ν.Δ. από το 2015 μέχρι σήμερα: η διαπραγμάτευση που κόστισε 100 δισ. στη χώρα, η κωλοτούμπα του Τσίπρα που είπε ψέματα στον κόσμο, η χώρα που θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερο σημείο αν η κυβέρνηση της Ν.Δ. δεν είχε ανατραπεί το 2014. Όλα αυτά είναι στον αέρα.
Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ (αν και πολύ συχνά το ξεχνάει) κέρδισε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 με τη δέσμευση να ολοκληρώσει μια δύσκολη συμφωνία, να πάρει μια ευνοϊκή ρύθμιση για το χρέος και να επαναφέρει τη χώρα στις αγορές. Αυτό ακριβώς κάνει και συνεπώς δεν έχει πει ψέματα σε κανέναν.
Δεύτερον, η χώρα βρίσκεται στο καλύτερο δυνατό σημείο από τότε που έμπλεξε με τα μνημόνια και στο σημείο αυτό την έφερε μια κυβέρνηση της Αριστεράς και όχι οι κυβερνήσεις του παλιού πολιτικού συστήματος (οι οποίες, σημειωτέον, υπέγραψαν μέτρα που κατέστρεψαν το 25% του ΑΕΠ της χώρας και πέρασαν τροπολογία που χαρίζει τα δάνεια στα κόμματά τους).
Τρίτον, στο σημείο αυτό δεν θα είχαμε βρεθεί ποτέ αν η διαπραγμάτευση του πρώτου επταμήνου του 2015 είχε όντως ζημιώσει τη χώρα με 100 δισ..
Τούτων δοθέντων, η Νέα Δημοκρατία, που μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να συσπειρώσει ένα πλειοψηφικό κομμάτι της κοινωνίας (πέραν της κομματικής της βάσης) απέναντι στο «τρίτο αχρείαστο μνημόνιο», βλέπει τη θέση της να επιδεινώνεται. Οι προσδοκίες της για τον «κόφτη» και την «πιστοληπτική γραμμή» διαψεύστηκαν, ενώ έχουν αρχίσει να τη ζώνουν και τα φίδια σχετικά με το κατά πόσο θα εφαρμοστούν τα μέτρα του 2019 και του 2020. Η πρόσφατη δήλωση – έκκληση του Κ. Μητσοτάκη προς τις αγορές να μη δείξουν εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση τον εξέθεσε ακόμα περισσότερο. Στη Ν.Δ. καταλαβαίνουν πλέον ότι η κυβέρνηση μπορεί να αποκτήσει μια αξιοσημείωτη πρωτοβουλία κινήσεων που μέχρι σήμερα δεν είχε, αλλά και να αναζητήσει εκ νέου επαφή με τη μεγάλη μάζα των αναποφάσιστων που μέχρι σήμερα αρνούνται να εμπιστευτούν την αντιπολίτευση. Παράλληλα, η στάση την οποία είναι υποχρεωμένη, για εσωτερικούς λόγους, να κρατήσει η Πειραιώς τη φέρνει σε αντιπαράθεση με την Ευρώπη, η οποία πανηγυρίζει σε όλους τους τόνους για τη λήξη του ελληνικού προγράμματος.
Ο πατριωτισμός τελευταίο καταφύγιο των αχρείων
Η Ν.Δ. αντιλαμβάνεται λοιπόν ότι η στιγμή να ανεβάσει τους τόνους και να παίξει το τελευταίο χαρτί αποσταθεροποίησης είναι τώρα, γιατί από εδώ και εμπρός ο δρόμος για την κυβέρνηση θα γίνεται ολοένα και πιο βατός. Και επειδή ποτέ μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να δημιουργήσει αντικυβερνητικό κλίμα στην οικονομία -γιατί ο κόσμος θυμάται τι έχει γίνει και πριν το 2015- μεταφέρει την προσπάθεια αποσταθεροποίησης στο πεδίο του «Μακεδονικού». Προσπάθεια πρωτοφανώς υποκριτική, καθώς ο Κ. Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί στους Ευρωπαίους ότι δεν θα αμφισβητήσει τη συμφωνία – σχεδόν το έχει παραδεχτεί δημόσια. Και επίσης προσπάθεια εξαιρετικά επικίνδυνη, διότι βάζει στο παιχνίδι την Ακροδεξιά.
Αυτό είναι που ζούμε τις τελευταίες μέρες. Αποστασίες βουλευτών, εκστρατεία πιέσεων και εκφοβισμού, διαδηλώσεις με κρεμάλες, βίαιες αντισυγκεντρώσεις, επιχειρηματίες που κηρύσσουν ανένδοτους από τα σκυλάδικα, συστηματική εκστρατεία παραπληροφόρησης από τα κανάλια, κείμενα πατριδοκαπηλίας και εμφύλιου μίσους από τις ναυαρχίδες της σιχαμένης δημοσιογραφίας.
Το επίδικο αυτής της μάχης δεν είναι η συμφωνία για το «Μακεδονικό», που άλλωστε έχει ξεσηκώσει τους εθνικιστές και την Ακροδεξιά στην ΠΓΔΜ, δεν είναι η αναγνώριση μακεδονικής γλώσσας, που την έχουμε συμφωνήσει από το 1978, δεν είναι η αναγνώριση μακεδονικής ταυτότητας, που κανένα επίσημο έγγραφο δεν αφορά. Είναι η ύστατη ελπίδα του πολιτικού κατεστημένου να κλείσει την αριστερή παρένθεση, να επιστρέψει στην εξουσία, να ανασυγκροτήσει το σύστημα διαπλοκής και να ξελασπώσει από τα σκάνδαλα τον εαυτό του και τους επιχειρηματίες με τους οποίους είναι μπλεγμένο.
Δεν θα καταφέρουν τίποτα, γιατί η δημοκρατία σε αυτό τον τόπο είναι πιο ισχυρή από όσο θα ήλπιζαν. Η μόνη ζημιά που θα προκαλέσουν είναι στον εαυτό τους. Γιατί κάθε φορά που η Δεξιά βγάζει την Ακροδεξιά από τα ντουλάπια της για να τη χρησιμοποιήσει εναντίον της Αριστεράς, το πληρώνει με διασπάσεις και απώλεια ψήφων. Ας θυμηθούν τι έγινε το 2012, δεν είναι τόσο μακριά.
* Ο Άγγελος Τσέκερης είναι δημοσιογράφος