Μαθητής ακόμη του Δημοτικού Σκολειού, αμέσως μετά τη Γερμανοκατοχή, επηρεάστηκα από τ’ ακούσματα τση κρητικής μουσικής μας παράδοσης. Ο ήχος τση λύρας, του λαγούτου, του μαντολίνου, τση μαντόλας, των γερακοκούδουνων, τσ’ ασκομπαντούρας και του σφυροχάμπιολου, οι γλυκόλαλες αντρίστικες φωνές σε σκοπούς και σε ριζίτικα των τραγουδιστάδων, οι όμορφες μερακλίδικες παρέες, μα και οι ξεχωριστοί αυτοδίδαχτοι χορευτάδες, υπήρξανε πρότυπα ερεθίσματα, που ξεσηκώνανε πάντα τσ’ ευαίσθητες χορδές τση ψυχής μου. Και δεν είναι τυχαίο αυτό, αφού γεννήθηκα σε ένα μικρό χωργιό, μα μερακλίδικο, στον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου, με ρίζες Μελαμπιανές, από το σόι των Φωτάκηδων. Είναι γεγονός πως, ο Αϊ Γιάννης ξεχώριζε πάντα, για τα όμορφα γλέντια του και την ιδιαίτερη φιλοξενία του. Η γεωγραφική του θέση, στη βορεινάδα μιας κορφής – τσ’ Αϊγιαννιώτικης κορφής, στο κέντρο τσ’ Αμπαδιάς, πέρασμα μερακλήδων, με μπόλικο αέρα, που μαζί με τ’ άλλα χωργιά τσ’ Αμπαδιάς και όχι μόνο, ξανοίγουνε και στολίζουνε από τα Δυτικά το γέρο – Ψηλορείτη, είναι στοιχεία που δικαιολογούνε το ξεχωριστό μερακλίκι του.
Κοπέλια του Δημοτικού και στη συνέχεια νεαρούδια του Γυμνασίου, εβγαίναμε στσ’ αυλές και στα δώματα, μόλις εγροικούσαμε την παρέα να περνά από τα σοκάκια και να τραγουδεί, τα όμορφα δημιουργήματα τση κρητικής λαϊκής μουσικής μας παράδοσης. Άκουγα όμορφες μαντινάδες σε διάφορους σκοπούς, μα και τα ξακουστά ριζίτικα, που μ’ αρέσανε ιδιαίτερα και συνειδητοποίησα πως έπρεπε να τα μάθω. Την Ξεστεριά του Ψηλορείτη (παραλλαγή) – την πιο ξεκάθαρη έκφραση της κρητικής αντίστασης, είχα την τύχη ν’ ακούσω πολλές φορές, από τσ’ αντάρτες του Ψηλορείτη κατά τη Γερμανοκατοχή, μα και τση τάβλας και τση στράτας ριζίτικα τραγούδια, από τα χείλη Αϊγιαννιωτών ριζιτών τραγουδιστάδων, όπως, του Μανουσόκωστα, του μπάρμπα Δημήτρη, του Διογένη, του Παπαδογιάννη, του πατέρα μου του Χαρκιά και πολλών άλλων αξιοσέβαστων και να τα μάθω, όπως και ‘κείνοι τα ‘χανε μαθημένα από τσι γεροντότερους. Αυτά τα ακούσματα αντιλαλούνε στ’ αφχιά μου και τα ‘χω συνεχώς οδηγό μου. Ας είναι αναπαυμένη η ψυχή ντωνε.
Νιώθω επίσης υπερήφανος, όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι, που αναθράφηκα, μεγάλωσα και γλέντησα, σε μια εποχή λαμπρής μουσικής δημιουργίας, με τις πιο δυνατές μορφές της γνήσιας κρητικής μουσικής. «Άκουσες την καινούργια πλάκα του Μουντάκη; Ε, το μπαντέρμο όμορφος ο καινούργιος σκοπός του Σκορδαλού». Πολλά τέθοια σχόλια και κριτικές κάναμε συχνά, κυρίως με φίλους συντραγουδιστές, για κάθε καινούργιο σκοπό που έβγαινενε. Και τρέχαμε στα καφενεία απού ‘χανε γραμμόφωνα, για ν’ ακούσομε τον καινούργιο σκοπό, καμπόσες φορές, αφού τονε παίζανε συνέχεια, για να τονε μάθομε καλά και στη συνέχεια βρήχναμε τον Ανάστο με τη λύρα, να τονε παίζει και να γίνει ο σουξές μας. Ποιότητα και διαφορετικότητα κάθε φορά, σύνθεσης και μελωδίας, αλλά και δεξιοτεχνίας χαραχτήριζε όλους τους σκοπούς του Σκορδαλού και του Μουντάκη. Συναγωνισμός από τσι μερακλήδες, ποιός θα πρωτομάθει και θα πρωτοτραγουδήξει τον καινούργιο σκοπό, στσι καντάδες, μα και στσι παρέες. Το τραγούδι ήτονε συνέχεια στα χείλια μας. «Τραγουδεί πάλι το κοπέλι», έλεγενε ο Μαρκεζίνης, πρωτομυλωνάς στη φάμπρικα το έτος 1959, ακούγοντάς με να τραγουδώ, μυλωνάς κι εγώ δεκαοχτάρης σε ηλικία, την ώρα που άμπωθα τη μανιβέλα, για να κατεβεί το πλακωτάρι και να σφίξει τα μποξάδια. «Μόνο εκείνος π’ αγαπά, Φαντάστηκα τον ουρανό, Βαθειά π’ ο ήλιος δεν περνά, Γλυκοχαράζει αυγερινός, Δε θέλω μέσα στην καρδιά, Ο πραματευτής κ.ά.». Μόλις εβγάνανε ένα καινούργιο σκοπό ή τραγούδι, οι δασκάλοι τση κρητικής μουσικής Σκορδαλός και Μουντάκης, τονε μαθαίναμε γιαμιάς, γιατί είχαμε πάθος, μεράκι για τη μουσική. Σημαντικό ρόλο βέβαια στην κρητική μουσική παιδεία επαίζανε και οι λυράρηδες του κάθε χωργιού. Έπρεπε σύντομα, να μάθουνε και αυτοί να παίζουνε, κάθε καινούργιο σκοπό. Και θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή, που έζησα από κοντά και γλέντησα αρκετά χρόνια με τη λύρα του χωργιανού μου του Ανάστο, αλλά και με κοντοχωργιανούς λυρατζήδες όπως, το Χατζομιχάλη, το Περικλαντώνη, το Καπελώνη, το «Στραβό», το Καπαρό, το Στίνο κ.ά., μα και με αυτοδίδαχτους χορευταράδες τσ’ εποχής, όχι μόνο τσ’ Αμπαδιάς, αλλά του Ρεθέμνους γενικότερα. Αναφέρω μόνο λυρατζήδες, γιατί αυτών κυρίως έμπαινε η σφραγίδα του κάθε σκοπού, τραγουδιού ή γλεντιού, χωρίς να παραγνωρίζω τη σημαντική προσφορά και συμμετοχή, πολλών φίλων, αξιολογότατων μαντολινάδων και λαγουθιέρηδων, ερασιτεχνών και επαγγελματιών, στην κρητική μουσική δημιουργία.
Ο λυρατζής κι οι μερακλήδες του χωριού, που πάντα ξεχωρίζανε, είχανε και την ευθύνη κάθε φορά στο να συγκροτήσουνε και να διατηρήσουνε την παρέα, από σπίτι σε σπίτι, αλλά και να στελιώσουνε το χορό το βράδυ, στο καφενείο του χωριού. Και πρέπει να ξαναπώ πως, ο Αϊ Γιάννης χρωστεί πολλά στο λυρατζή μας τον Ανάστο, Θεός συχωρέσει τον, που για αρκετά χρόνια γλέντησε, πάντα με κέφι και καλή καρδιά, με όλη τη δύναμη τση ψυχής του, μικρούς και μεγάλους. Από το σπίτι ντου εξεκινούσαμε συνήθως την παρέα, αφού αδειάζαμε πρώτα τουλάχιστον ένα πεντακοσάρι κρασί, με το βρησκούμενο πάντα μεζέ. Πηγαίναμε, από σπίτι σε σπίτι, μασε τρατέρνανε οι νοικοκυραίοι, με ό,τι καλολοείδι είχανε, τσι περισσότερες φορές με ελιές και παξιμάδι, σε ένα πιάτο και με ένα ποτήρι. Πολλές φορές, επειδή δεν επρολαβαίναμε να μπούμε σε ούλα τα σπίθια που μασε καλιούσανε, εσυνεχίζαμε την παρέα και την επόμενη μέρα, με αποτέλεσμα τα γλέντια να βαστούνε δυο και τρεις μέρες. Στο πέρασμα τση παρέας, εβγαίνανε οι νοικοκυραίοι στην πόρτα, να καλέσουνε την παρέα να μπει στο σπίτι για τρατάρισμα, εθεωρείτο δε προσβολή, είτε να μην προσκληθεί η παρέα, είτε η παρέα να μην ανταποκριθεί στην πρόσκληση, σπάνιο βέβαια. Το πέρασμα και τραγούδισμα τση παρέας ήτανε μια αρμονία, άτυπη χορωδία, με μαέστρο τον λυράρη. Τραγουδούσαμε συνέχεια, κυρίως σιγανούς σκοπούς (πεντοζάλια), αλλά και σερτούς, ριζίτικα και άλλα τραγούδια. Οι τραγουδιστάδες ήσανε πάντα κοντά στα όργανα και λέγανε μαντινάδες, στο σκοπό που έπαιζε ο λυρατζής κι οι γι αποδέλοιποι αποσέρνανε το τραγούδι και έτσι μαθαίνανε να τραγουδούνε. Ατέλειωτες όμορφες μαντινάδες, με νόημα και περιεχόμενο, που καθένας ήθελε και περίμενε τη σειρά του να πει τη δική του μαντινάδα. Μαντινάδες αψεγάδιαστες, ριζίτικα τραγούδια ανάλογα με την περίσταση και άλλα τραγούδια, που δεν είχανε τελειωμό. Τραγούδι στο σπίτι, στο δρόμο, στην εξοχή, στη δουλειά, απ’ το πρωί ως το βράδυ, για όλες τις εκδηλώσεις και για όλες τις ηλικίες. Όποιος δεν έζησε αυτή την ομορφιά, δεν μπορεί να φανταστεί το μέγεθος αυτού του μεγαλείου.
Η μουσική, το τραγούδι, η παρέα συνδέεται άμεσα με το χορό. Ξυπόλητα κοπέλια ακόμη, αμούστακα κι αργότερα αντράκια, με αρβύλες και μπροκαδούρες, δεν μας εμποδίζανε όμως να μαθαίνομε ο γεις στον άλλο το σερτό, το μαλεβυζώτη, το σιγανό, τον πηδηχτό, τη σούστα και τσ’ αποδέλοιπους χορούς τριζάλη, κατσαμπαδιανό, απανωμερίτη, μικρό-μικράκι κλπ. Αυτοδίδαχτοι χορευτές, μαθαίναμε τα ζάλα και τα πάσα των μεγαλύτερων. Χορεύγαμε μεταξύ μας μέχρι την εφηβική ηλικία, ώστε να μάθομε σωστά, στρωτά, με το ρυθμό τση λύρας τσι χορούς και μόνο τότε πιάναμε στο χορό. Κάθε χωργιό είχενε το διακεκριμένο πρωτοχορευτή του και εθεωρείτο τίτλος τιμής, το να σε αποκαλούνε χορευτή και μάλιστα, να φτάνει η φήμη σου και να σε αναγνωρίζουνε και στα γυροχώργιουλα. Με το στέλιωμα του χορού, ο λυρατζής κι ο λαγουθιέρης (πασαδόρος), με δυο καρέκλες επαίρνανε τη θέση τους στη μέση του καφενείου. Εξεκινούσανε κι επαίζανε πάντα, πρώτα-πρώτα, πολύωρα σιγανά πεντοζάλια. Οι χορευτάδες κι οι τραγουδιστάδες, πιασμένοι αγκαζέ, εσχηματίζανε κύκλο κι ετραγουδούσανε διάφορες μαντινάδες και πολλές φορές αντικρυστές, για να ξεθυμάνουνε το μερακλίκι τους, αλλά και να δείξουνε τσι τραγουδιστικές τους ικανότητες. Υπήρχε πάντα απόλυτος σεβασμός από όλους στη σειρά του χορού, σύμφωνα με τσι παραγγελιές, αλλά και κιανείς δεν κολλούσε στην παρέα που χόρευγε, χωρίς να τονε καλέσουνε. Συνήθως χόρευγε ο καθένας, σερτό σε τριάδες, τσ’ αδερφάδες του, τσι ξαδέρφες του και οπωσδήποτε λίγα πρόσωπα τση δικής του και μόνο επιλογής, τα οποία με το τέλος του χορού ετράτερνε στο τεζάκι του καφενείου, με το γνωστό «ντάμα μπουφέ», που έλεγε ο λυρατζής.
Δασκάλια στη Χώρα, ανυπομονούσαμε να ‘ρθουνε οι σκόλες, μα και να τελειώσει η χρονιά, να πάμε στο χωργιό, να μονομερίσομε με τσ’ εδικούς μας, να κάμομε τσι παρέες μας και να γλεντοκοπήσομε. «Ας το κοπέλι να γλεντήσει, μα τούτανά πομένουνε», έλεγε ο μερακλής πατέρας μου τση μάνας μου, ο Θεός να τωνε συχωρέσει και των ιδυωνώ, που κιαμιά φορά εμουρμούριζενε η γριά. Και είχενε δίκιο βέβαια η γριά, γιατί επολυγίνουντονε τότεσάς γλεντοκόπια, από τα οποία συνήθως δεν ελλείπαμενε, μα είχενε δίκιο κι ο γέρος. Περιμέναμε, πως και πως, τα πανηγύργια στο χωργιό μα και στα γυροχώργιουλα τσ’ Αμπαδιάς, να πάμε και να γλεντήσομε, με τσι φίλους και γνωστούς μας και βέβαια, να τσι καλέσομε στα πανηγύργια μας, για να ανταποδώσομε τη φιλοξενία. Γλεντοπερπατήματα πολλά, σε ούλα σχεδόν τα γυροχώργιουλα, φυσικά με τα πόδια, Νίθαυρη, Αποδούλου, Αγιά Παρασκή, Κουρούτες, Βυζάρι, Άνω Μέρος κ.ά. και πολλές φορές εξωμέναμε, γιατί τα πανηγύργια εβαστούσανε δυο και τρεις μέρες.
Μα και σε μακρύτερα χωργιά επηγαίναμε ποδαρόδρομο κι εγλεντοκοπούσαμε, όπως Αγιά Γαλήνη και Μέλαμπες, με τα οποία είχαμε πάντα στενούς δεσμούς συγγένειας και φιλίας, χωρίς να υπολογίζομε τσ’ αποστάσεις. Πρέπει να ‘τανε καλοκαίρι του 1958, που επερπάτηξα δυόμιση ώρες, δεκαεφτάχρονος, για να πάω στην Αγιά Γαλήνη, που έπαιζε ο Σκορδαλός, σε γλέντι κολυμβητικών αγώνων, εχόρεψα μόνο ένα χορό και αυτό ήτανε όλο κι όλο. Η πεζοπορική διαδρομή τσ’ Αγιάς Γαλήνης, μου ‘τανε πολύ γνώριμη, γιατί την είχα περπατήξει κάμποσες φορές, με μουλαρογάϊδουρα φορτωμένα πυρήνα ή χαρούπια και συγχρόνως να τα πεταλώσω στσ’ αλμπάτηδες. Και δεν ήσανε λίγα τα γλέντια και οι όμορφες παρέες απού ‘καμα στην Αγιά Γαλήνη, στο χωργιό Αγιά Γαλήνη, μα και τα νεροπότηρα τσικουδιά στο καφενείο του Δήμο Λινοξυλάκη. Ε, τα έρμα στομάχια και πως αντέξανε κι αντέχουνε ακόμη. Με το Γεράσιμο Τσουτσουδάκη, είμαστε σαν τ’ αδέρφια, γιατί ‘χαμε κοινές νεολαιίστικες ανησυχίες, νταλγκάδες που λέμε, ομοιότητες στη φάτσα και στο τραγούδι, γι’ αυτό κάναμε συχνά παρέα. Αξέχαστες παρέες έκαμα και με πολλούς άλλους Αϊγαληνιώτες ή Αγιογαληνιώτες διαλεχτούς μερακλήδες, μεγαλύτερους και μικρότερους σε ηλικία όπως: Γιώργης Φωτάκης, Μύρος Βεργαδής, Μιχάλης Βεργαδής, Γιάννης Βεργαδής, Γιάννης Βασιλάκης, Ευτύχης Χριστοφάκης, Χρίστος Χριστοφάκης, Χρίστος Μηναδάκης, Μπαγιαρτάκηδες, Μπαντινάκηδες, Τυροκομάκηδες, Ιερωνυμάκηδες και τον λυράρη Μανώλη Σπυριδάκη. Αναστορούμαι παραμονή Φώτων του 1961, απού ‘ρθανε αρκετοί από τσι παραπάνω φίλους Αϊγαληνιώτες, χωρίς να το κατέχω, στον Αϊ Γιάννη, γύρω στσι 3:00 τα ξημερώματα, άλλοι περπατηχτοί και άλλοι καβαλάρηδες, να μου κάμουνε καντάδα, με τη συνοδεία και τους ήχους τση μελωδικής μαντόλας και των γλυκόλαλων τραγουδιστάδων. Το όμορφο τραγούδι τση νύχτας εξεσήκωσε το χωργιό, η παρέα επλήθιανε με Αϊγιαννιώτες και φυσικά με τον λυρατζή μας τον Ανάστο, εξημέρωσε και εσυνεχίστηκε, από σπίτι σε σπίτι, ούλη την ημέρα ως το βράδυ. Ανεπανάληπτες στιγμές, ανεπανάληπτη παρέα.
Δυστυχώς η μετανάστευση, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, που επιδιώξαμε για μια καλύτερη τύχη ανέτρεψε και εξαφάνισε πολλά από τα παραπάνω. Τα χωργιά μας ερημάξανε, τα Σκολειά εκλείσανε κι εγινήκανε καταφύγια, για να κοιτάσουνε σπουργίτες, νυχτερίδες και σκλώπες, έκεια που κάποτε εφωλιάζανε τα παιδικά μας όνειρα. Πολλά από τα ήθη και έθιμά μας ή έχουνε ξεχαστεί εντελώς ή έχουνε παραποιηθεί, κατά τρόπο επιεικώς απαράδεκτο. Σε λίγα χωργιά αναβιώνουνε ήθη και έθιμα όπως τότες και αντικατασταθήκανε, με ό,τι φτηνό, ψεύτικο, ξενόφερτο και χυδαίο μας σερβίρουνε οι συμφεροντολόοι. Την όμορφη παράδοσή μας, που τηνε κουβαλήσαμε μαζί μας στην ξενιθιά, κάποιοι την εμπορευματοποιήσανε και την αλλοιώσανε, σε μεγάλο βαθμό. Και φταίμε ούλοι μας, γι’ αυτή την κατάσταση. Έχομε όμως ηθική υποχρέωση, να αντιστεκόμαστε ούλοι, με κάθε τρόπο, με λόγο και με πράξεις και να μην παραμένομε απλοί θεατές. Να μην αφήσομε να γίνει πράξη, η περιβόητη ρήση του πρώην Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χένρι Κίσινγκερ: «Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί. Εννοώ, δηλαδή, να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί…».
Οι νέοι μας, δυστυχώς σήμερο, δεν τραγουδούνε στσι παρέες και στα γλέντια. Δε μαθαίνουνε σκοπούς, για να τραγουδούνε κοντά στα όργανα. Μα και τα μεγάφωνα, στα πανηγύργια και στσι χορούς στα μαγαζιά, δεν επιτρέπουνε επικοινωνία. Επιβάλλουνε τη σιωπή με την έντασή τους. Πολλές φορές, ίσαμε τσ’ είκοσι πόντους υπάρχει επικοινωνία με το διπλανό σου και μόνο αν κολλήσεις τ ‘αχείλια σου στ’ αφτί του. Στο χορό γίνεται τση κακομοίρας. Παραγγέλνομε χορό στσ’ οργανοπαίχτες των κρητικών μαγαζιών, πλερώνομε και καλιούμε την παρέα μας να χορέψομε. Δυστυχώς όμως, δεν προλαβαίνομε ν’ ανεβούμε στην πίστα, γιατί μόλις ξεκινήσει να παίζει ο λυρατζής την παραγγελιά μας, γεμίζει η πίστα από τζαμπατζήδες, άγνωστους, άσχετους με χορό, αλλά και μικρά παιδιά σαν να βρίχνουνται σε παιδική χαρά. Ανέ προλάβεις ν’ ανέβεις στην πίστα, δεν θα μείνεις για πολύ, γιατί θα τσαλαπατηθείς και θ’ αναγκαστείς να γυρίσεις το συντομότερο στη θέση σου. Η αδιαντροπιά των τζαμπατζήδων πολλές φορές ξεπερνά κάθε όριο και πολλές φορές η πίστα μετατρέπεται σε ντίσκο ή κατά τη νεολαιίστικη ορολογία «ορθάδικο». Οι όμορφοι παραδοσιακοί κρητικοί χοροί μας έχουνε μπαλετοποιηθεί και παραποιηθεί. Κάποιοι μάλιστα, από τσι λεγόμενους δασκάλους κρητικών χορών, μαθαίνουνε στσι μαθητές τους, να σταματούνε το χορό και να χειροκροτούνε, τον πρώτο ή την πρώτη που χορεύγει, όπως χειροκροτούνε δηλαδή τη μαϊμού όντε τηνε σέρνει ο γύφτος. Έτσα λοιπόν καταντήσανε τσ’ όμορφους χορούς μας, μαϊμουδίστικους. Από το ένα άκρο, εφτάξαμε στ’ άλλο. Από τσι τριάδες, επήγαμε στσι κύκλους. Κάπου υπάρχει και το μέτρο, μα το ξεπεράσαμε. Δυστυχώς εχάθηκε ο σεβασμός, η πρεπειά και η αρχοδιά του χορού. Μα και η επιλογή των «καλλιτεχνών» από τους καταστηματάρχες, είναι μια άλλη θλιβερή ιστορία. Βαφτίζουνε όποιον θένε «καλλιτέχνη», τονε βάνουνε για λίγο στη διαφήμιση του ραδιοφώνου και τονε ανεβάζουνε στο πάλκο, μόνο και μόνο, για να κονομήσουνε. Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα και τηνε θωρούμε ούλοι, μα λίγοι μιλούνε κι όσοι μιλούνε κινδυνεύουνε να τσι πούνε γραφικούς, οπισθοδρομικούς, κλπ. Εκεί καταντήσαμε.
Ένα μεγάλο μέρος τση ποιότητας τση σημερινής μουσικής μας, είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Ποιοί είναι οι καινούργιοι σκοποί τση μουσικής μας; Η πληθώρα των CD, των ζωντανών ηχογραφήσεων κλπ., είναι δυστυχώς κακόγουστες αντιγραφικές δημιουργίες. Θεωρώ απαράδεκτο, που επιτρέπεται η ηχογράφηση τραγουδιών αυθεντικών δημιουργών και προβάλλεται, ως νέα εκτέλεση, νέα δουλειά, νέου καλλιτέχνη. Νέες συνθέσεις, νέες δημιουργίες είναι ευπρόσδεκτες, όχι όμως παλιές και μάλιστα κακές αντιγραφές. Παλαμάκια, άναρθρες κραυγές, μπιστολιές, άνοστες μαντινάδες, προβάλλονται δυστυχώς καθημερινά από εκπομπές ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Στίχοι ανομοιοκατάληκτοι, ακαταλαβίστικοι, χωρίς νόημα και περιεχόμενο, χωρίς κρητικό ιδιωματικό λόγο, που μιλούνε για κλεψές, μπιστόλια, ΕΚΑΜ, ρουφιάνους, ουίσκια και άλλα σκύβαλα, γράφονται και κυκλοφορούνε με το κιλό. Μελωδίες άχρωμες και άοσμες, μονοκόμματες, με σκέτο κοπανιάρισμα του λαγούτου ή άλλων ξενόφερτων οργάνων, που οι «καλλιτέχνες» επροσθέσανε στην κρητική μας μουσική, χωρίς ουσία. Τραγούδι κλαψιάρικο, καψουρίστικο, με εξάρσεις παράξενες και συνοδευτικά παρατεταμένα παλαμάκια, σε μεταφέρει σε ήχους και στσι χώρους των σκυλάδικων. Με μια λέξη, ούλα τούτανά θα τα χαρακτήριζα «σκουπίδια». Για άλλη μια φορά θα πω πως, θα τρίξουνε τα κόκκαλα του Σκορδαλού, του Μουντάκη, μα και του Καυκαλά και πολλών άλλων καταξιωμένων δημιουργών, έκεια που κείτουνται. Οι ευθύνες είναι ατομικές μα και συλλογικές, στσι διοικήσεις των πολιτιστικών Συλλόγων, στσι δασκάλους χορού και μουσικών οργάνων, στσι οργανοπαίχτες και στσι καταστηματάρχες των κρητικών μαγαζιών.
Δεν είμαι μηδενιστής και πιστεύω πως, αρκετοί νέοι, σοβαροί και ταλαντούχοι οργανοπαίχτες υπάρχουνε, μα και άξιοι στιχουργοί γράφουνε σωστές μαντινάδες, αλλά αυτοί δυστυχώς δεν «πουλούνε», όπως λέμε. Δεν θέλω να αποθαρρύνω τσι νέους οργανοπαίχτες. Θέλω να τωνε πω όμως, να μη βιάζουνται να γίνουνε «καλλιτέχνες» και παίρνει ο νους τωνε αέρα. Πρέπει να δίδουνε πρώτα αρκετά καλά δείγματα γραφής και μέσα απ’ αυτά να αναδεικνύουνται. Να αναζητούνε, τη γνησιότητα τση κρητικής μουσικής παράδοσης μέσα από τσι ρίζες και τσι καταβολές της.
Η μουσική, το τραγούδι, η παρέα, ο χορός, αποτελούνε βιώματα για ούλους μας, με ελάχιστες διαφορές. Αυτά κυρίως συνθέτουν την κρητική μας διασκέδαση. Είναι μέρος τση παράδοσής μας. Είναι ιερή παρακαταθήκη για ούλους μας, που τα ζήσαμε και τα χαρήκαμε, αλλά και ιερό χρέος να τα σεβόμαστε και να μην τα παραποιούμε.
Αναμνήσεις του χθες και διαπιστώσεις του σήμερα, που ίσως να συγκινήσουνε κάποιους, γιατί θ’ αναστορηθούνε τα παλιά, μα και να στεναχωρήσουνε άλλους, για προσωπικούς τους λόγους.
Πολλά τα έτη σας.