Συμπληρώνονται αύριο 190 χρόνια από την αποφράδα εκείνη μέρα της εικοστής Ιανουαρίου 1829, η οποία έμελλε να σφραγίσει με τον ηρωικότερο τρόπο την ιστορία της Λαμπινής, (του ιστορικού αυτού χωριού του δήμου Λάμπης που βρίσκεται 20 χιλιόμετρα νοτίως της πόλης του Ρεθύμνου σε υψόμετρο 400 μέτρων και από το οποίο έχω την τιμή να κατάγομαι), να σφραγίσει όμως ανεξίτηλα και την ιστορία των επαναστάσεων και αγώνων της ηρωικής Κρήτης.
Κάθε χρόνο την ημέρα αυτή δηλαδή στις 20 του Γενάρη, ημέρα της εορτής του Αγίου Ευθυμίου τελείται επιμνημόσυνη δέηση στον ιερό της Παναγίας στη Λαμπινή στη μνήμη αυτών που μαρτύρησαν στα χέρια των αιμοσταγών αλλόθρησκων κατακτητών για να ζούμε ελεύθεροι σήμερα εμείς. Χρέος μας είναι να αναφερόμαστε κάθε τέτοια μέρα στα τραγικά αυτά γεγονότα, ώστε να μην τα ξεχνούμε, να είμαστε δε πάντα σε εγρήγορση για ότι τυχόν προκύψει υπερασπιζόμενοι τα ιερά και όσια όπως έπραξαν οι πρόγονοί μας.
Το έτος 1829 η επανάσταση του 1821 που είχε κηρύξει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και οι πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας, βρισκόταν στον όγδοο χρόνο, με αποτέλεσμα η χώρα να έχει εξουθενωθεί από κάθε άποψη. Οι μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία θέλουν να υπογράψουν πρωτόκολλο συμφωνίας με την υψηλή πύλη για ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους. Ο Μέτερνιχ, γνωστός ανθέλληνας σαμποτάρει τις προσπάθειες και προσπαθεί να αποτρέψει κάθε επιτυχές αποτέλεσμα, ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος όμως το 1828 παίζει καθοριστικό ρόλο, ώστε να καμφθεί η Τουρκική διπλωματία και να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της συμφωνίας. Η Κρήτη δεν αποτελεί εξαίρεση στον ελλαδικό χώρο και αγωνίζεται για την πολυπόθητη ελευθερία της. Το φαινόμενο των επαναστάσεων είναι συχνό κατά την μακρόχρονη παρουσία των κατακτητών στο νησί, πολλές εκ των οποίων καταπνίγονται στο αίμα χωρίς όμως να καταφέρουν να λυγίσουν το φρόνημα των σκληροτράχηλων κατοίκων της, οι οποίοι με την περηφάνια και αποφασιστικότητα που τους διακρίνει δεν σκύβουν το κεφάλι και ελπίζουν ότι σύντομα οι αγώνες τους θα δικαιωθούν. Πολύ σωστά ο ιστορικός Διονύσης Κόκκινος χαρακτηρίζει τον αγώνα των Κρητικών ως μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του ελληνικού αγώνα, διότι ενώ είχαν πληρώσει ακριβά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 έχοντας γνωρίσει τον χειρότερο γενιτσαρισμό, τα επόμενα χρόνια δεν διστάζουν να μπούνε στον αγώνα που ξεκινά το 1821 και να δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα στους Τούρκους κατακτητές.
Μέσα σε αυτόν τον αγώνα εντάσσεται και το ιστορικό ολοκαύτωμα της Λαμπινής στο Ρέθυμνο, όπου κατοικούσε ο Αλμπάνης, ένας φοβερός δυνάστης απόγονος Ενετών φεουδαρχών που είχαν αλλαξοπιστήσει μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους. Ο Αλμπάνης ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας έχοντας περιουσία όχι μόνο στην περιοχή της Λαμπινής αλλά και στο Πέραμα, την Αγ. Τριάδα και την περιοχή λίγο νοτιότερα της πόλης του Ρεθύμνου που ακόμα και σήμερα ονομάζεται του Αλμπάνη το μετόχι. Κατά την επανάσταση του 1821 οι κατακτητές στην Κρήτη διαισθανόμενοι ότι το κλίμα άρχισε να βαραίνει παίρνανε προφυλάξεις, έτσι και ο Αλμπάνης έφυγε από την Λαμπινή που ζούσε και κατέβηκε στην πόλη του Ρεθύμνου ώστε να είναι πιο ασφαλής. Κατά διαστήματα πήγαινε στο χωριό για να εισπράττει αβάσταχτους φόρους και να επιβλέπει τους υποτακτικούς του στα κτήματά του, συμπεριφερόμενος πολύ σκληρά προς τους κατοίκους του χωριού. Σε κάποια επίσκεψή του έπεσε σε ενέδρα του Φουρογιάννη, ενός ψυχωμένου Λαμπιθιανού που θέλοντας να απαλλάξει τον τόπο από τον δυνάστη, τον πυροβόλησε χωρίς δυστυχώς να τον σκοτώσει, λέγεται όμως ότι η σφαίρα πέρασε τόσο κοντά ώστε του τρύπησε το φέσι .Αυτή η αποτυχημένη προσπάθεια ήταν αφορμή να επακολουθήσουν τα τραγικά γεγονότα, διότι ο Αλμπάνης έβαλε σκοπό να σκοτώσει τον Φουρογιάννη και να ξεκληρίσει το χωριό. Κυριακή ημέρα διάλεξε να χτυπήσει και ξεκίνησε την προηγούμενη με το ασκέρι του από το Ρέθυμνο φτάνοντας το βράδυ στο μετόχι «Καλογεράδω», όπου διανυκτέρευσαν, για να ξεκινήσουν βαθιά χαράματα για το χωριό. Οι χριστιανοί φοβούμενοι την εκδίκηση του δυνάστη είχαν βιγλάτορα δηλαδή σκοπό, στην περιοχή «Λοφιά», που είχε την ευθύνη φύλαξης και έγκαιρης ενημέρωσης των χωριανών σε περίπτωση εμφάνισης των Τούρκων. Μάλιστα από σύμπτωση εκείνη την μοιραία νύχτα έτυχε να είναι η σειρά του Φουρογιάννη να φυλά στη σκοπιά και τότε συμβαίνει το εξής περιστατικό. Ο Φουρογιάννης σκοτώνει ένα λαγό και σκέφτεται ότι τέτοια παγωμένη νύχτα στην καρδιά του χειμώνα δεν θα τολμούσαν να έρθουν στο χωριό οι Τούρκοι, κατεβαίνει λοιπόν στο χωριό να δώσει τον λαγό στη γυναίκα του να τον μαγειρέψει για να φάει η οικογένειά του, που υπέφερε όπως και πολλές άλλες. Οι Τούρκοι με τον Αλμπάνη περνούν από τα Λοφιά χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και φτάνουν έξω από το χωριό, όπου τους βλέπει πρώτη η γυναίκα του Φουρογιάννη και τον ειδοποιεί, ώστε να μπορέσει να ξεφύγει μαζί με λίγους χωριανούς, που τον ακολούθησαν. Μέσα στην εκκλησία που κυκλώνεται από τους αλλόθρησκους εκκλησιάζονται οι χριστιανοί μεταξύ των οποίων και οπλοφόροι με τον οπλαρχηγό Καραγιάννη, οι οποίοι αιφνιδιάζονται όταν ακούνε τους Τούρκους να τους ζητούν να παραδοθούν και να παραδώσουν τα όπλα. Γίνεται ανταλλαγή πυροβολισμών και σκοτώνονται 2-3 από τους άντρες του Αλμπάνη, γεγονός που κάνει τους υπόλοιπους άγρια θηρία, οι οποίοι πετούν αναμμένα λαδόπανα από τον τρούλο στο εσωτερικό της εκκλησίας δημιουργώντας μια αποπνικτική ατμόσφαιρα περιορίζοντας το οξυγόνο. Τα παιδιά και οι γυναίκες κλαίνε και παρακαλούν την Παναγία να τους σώσει, οι άντρες βλέπουν ότι το τέλος πλησιάζει και είναι έτοιμοι για όλα, ο Αλμπάνης συνεχίζει να ζητά από αυτούς να πετάξουν τα όπλα τους και να παραδοθούν υποσχόμενος ότι δεν θα πάθουν τίποτα, διότι αυτός ήθελε μόνο το κεφάλι του Φουρογιάννη. Μπροστά λοιπόν στο ενδεχόμενο να πεθάνουν όλοι από τις αναθυμιάσεις το συζητούν και υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, ορισμένοι συμφωνούν να παραδώσουν τον οπλισμό, ενώ άλλοι διαφωνούν. Ο Περδικογιάννης, ο οποίος είχε καλές σχέσεις με τον Αλμπάνη, τους πείθει να δώσουν τα όπλα, διότι έχει την διαβεβαίωση του αλλόθρησκου ότι δεν θα πάθουν τίποτα. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, οι Τούρκοι εισβάλουν στον ιερό ναό πατώντας τον λόγο τους και κατασφάζουν τους 15 άνδρες πάνω στην Αγία Τράπεζα, εκτός από τον παπα-Παναγιώτη από την Αγιά Πελαγιά που μαζί με τα γυναικόπαιδά τους συλλαμβάνουν για να τους πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Λέγεται ότι ο Αλμπάνης προσπάθησε να σώσει τον Περδικογιάννη και να αποτρέψει την σφαγή χωρίς επιτυχία λόγω της σκληρότητας των εισβολέων. Η λειτουργία μένει ατέλειωτη και είναι η δεύτερη μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και κατάληψη της Αγιά Σοφιάς το 1453. Οι καπνισμένοι τοίχοι και το ματωμένο πάτωμα μένουν να μας θυμίζουν έως σήμερα αυτό το ολοκαύτωμα που συγκίνησε όλη την Κρήτη και που ήταν αυτό που προηγήθηκε της ανατίναξης της μονής Αρκαδίου, που συγκλόνισε όλο τον ελεύθερο κόσμο.
«Να ‘χαν οι πέτρες τσ’ εκκλησάς στόμα ‘θελα μιλούσαν
το έγκλημα που έγινε ‘θελα εξιστορούσαν».
Οι μαρτυρίες έως σήμερα μιλούν για μια γυναίκα ονόματι Μηλιά Μουζουράκη που σώθηκε με το μικρό κοριτσάκι της χάρη στην ευσπλαχνία μιας αράπισσας, προφανώς υπηρέτριας κάποιου Τούρκου κατοίκου της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου. Αυτή έδωσε και πολλές από τις παραπάνω λεπτομέρειες του χρονικού της θυσίας και το τι έγινε τις τελευταίες δραματικές στιγμές. Τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα 30 περίπου πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, ενώ ο ήρωας παπα-Παναγιώτης μαρτύρησε κάτω από τα βασανιστήρια και χτυπήματα των Τούρκων και πέθανε μετά από μια μέρα στο Ρέθυμνο. Αυτή η εκδοχή στηρίζεται σε μαρτυρία του Άγγλου περιηγητή Pasley που συνάντησε την Μουζουράκη στην Πηγή, όπου ζούσε με το κοριτσάκι της το 1834 φιλοξενούμενη του Σπύρου Παπαδάκη κατοίκου του χωριού.
Αυτή την μαρτυρία όμως έρχεται να ανατρέψει η συνέντευξη του κ. Νίκου Καραγιαννάκη από την Παντάνασσα Αμαρίου, που έδωσε στην κ. Εύα Λαδιά στις 20-01-06, όπου αναφέρει ότι είναι απόγονος του Λαμπιθιανού οπλαρχηγού Καραγιάννη που μαρτύρησε μέσα σε αυτήν την εκκλησία, διότι η Μηλιά Μουζουράκη ήταν η γυναίκα του και διεσώθη όχι μόνο με το 30 μηνών κοριτσάκι της αλλά και τον 5 ετών γιο της. Ο αείμνηστος Νίκος Καραγιαννάκης στην αφήγησή του συμπληρώνει…
«Όταν η Μηλιά σύζυγος του Καραγιάννη σώθηκε με τα παιδιά της από την αράπισσα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου, φυγαδεύτηκε νύχτα εκτός πόλης από την παραλία και φτάνοντας στην περιοχή «Κόρακα Καμάρα» συνάντησε τον οπλαρχηγό Πορτάλιο από την Παντάνασσα Αμαρίου, ο οποίος την μετέφερε μαζί με τα παιδιά της στο χωριό του και τους φιλοξένησε. Μετά από κάποιο διάστημα την παντρεύτηκε αποκτώντας μαζί της ένα γιο τον Μανώλη Πορτάλιο, μετέπειτα αρχηγό της επανάστασης του 1866. Ο Στέλιος Καραγιαννάκης, γιος της Μηλιάς επέστρεψε στην Λαμπινή, όπου παντρεύτηκε και απόκτησε ένα γιο τον Μανώλη, ο οποίος ήταν ο παππούς μου. Στη συνέχεια τα παιδιά που έκανε πέθαιναν και θεώρησε καλό να επιστρέψει στην Παντάνασσα, όπου έκανε πολυμελή οικογένεια στην οποία ανήκω». Αυτά για να ακουστεί και η άλλη άποψη σχετικά με τους απόγονους της μοναδικής διασωθείσας από το ολοκαύτωμα της Λαμπινής.
Αν θελήσει λοιπόν κανείς να διακρίνει τα διδάγματα αυτής της μεγάλης θυσίας θα μπορούσε να επισημάνει δυο σημεία. Το πρώτο είναι η απομάκρυνση από την θέση του βιγλάτορα του Φουρογιάννη, ο οποίος πίστεψε ότι δεν είναι απαραίτητο να φυλάει την περιοχή θεωρώντας πως ο κίνδυνος εμφάνισης των Τούρκων είναι ανύπαρκτος. Το δεύτερο είναι η προσπάθεια του Περδικογιάννη να πείσει τους έγκλειστους άνδρες να παραδώσουν τον οπλισμό τους στηριζόμενος στην φιλική σχέση που είχε με τον Αλμπάνη, γεγονός που απέβη ολέθριο, όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, παρά του ότι ο Αλμπάνης προσπάθησε να αποτρέψει τη σφαγή.
Συμπέρασμα λοιπόν των παραπάνω επισημάνσεων είναι ότι δεν πρέπει να είμαστε εφησυχασμένοι σήμερα, αλλά να είμαστε πανέτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο και να μην είμαστε τόσο εύπιστοι στις υποσχέσεις που δίνουν κάποιοι που υπονομεύουν τον Ελληνισμό. Και αυτό το λέω, διότι βλέπω με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα με το Μακεδονικό, βουλευτές είναι έτοιμοι να ψηφίσουν τις επόμενες ημέρες ακολουθώντας τις αποφάσεις των ηγετών τους, πιστεύοντας πως θα είναι για το καλό της χώρας.
Η ιστορία δίνει διδάγματα και πρέπει να την γνωρίζουμε όλοι, ώστε να μην πέφτουμε στα ίδια σφάλματα, που κάναμε στο παρελθόν.
Τέλος θέλω να επισημάνω στη νέα γενιά που μεγαλώνει με διαφορετικά βιώματα ότι πρέπει να είναι κοντά στην θρησκεία, στην οικογένεια και την πατρίδα, ενώ δεν πρέπει να ξεχνά την ιστορία και να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει με θάρρος και αυταπάρνηση, τυχόν επεκτατικές βλέψεις άλλων χωρών εις βάρος μας.
Κλείνω με μερικές μαντινάδες που έγραψα για το χρονικό της θυσίας.
Ένας αιώνας πέρασε και ενενήντα χρόνια
μα στέκουνε οι θύμησες, δε λιώνουν σαν τα χιόνια.
Μια τέτοια μέρα σαν αυτή γιορτή του Αη Ευθύμη
έρχονται σαν και ξανάρχονται οι θύμησες στη μνήμη.
Τούρκοι μοβόροι του χωριού κάψαν την εκκλησία
οι άντρες για την πίστη τους γενήκανε θυσία.
Πήραν τα γυναικόπαιδα σαν σκλάβους να πουλήσουν
τη λειτουργιά ατέλειωτη στην Παναγιά, ν’ αφήσουν.
Για ιερά και όσια, για ανεξαρτησία
αν χρειαστεί θα κάνουμε κι εμείς τέτοια θυσία.
Στη μνήμη των ηρώων μας ανάβει το κερί μας
και θα ‘ναι πάντα ζωντανοί μέσα στη θύμησή μας.
* Γιώργης Ιωσήφ Σηφάκης (Σημισακογιώργης)