Στις 31 Ιανουαρίου 1991, πέθανε μια μορφή της κρητικής μουσικής, ένας δάσκαλος που φώτιζε με το ίδιο το παράδειγμά του, τη στάση του, το ήθος και τις αξίες της ζωής.
Είχα την τύχη να τον γνωρίσω όταν ξεκίνησε την οργανωμένη εκμάθηση λύρας στο Ωδείο Ρεθύμνου και παράλληλα δίδασκε σε όλη την Κρήτη, στην Αθήνα, ακόμη και στην Αυστραλία.
Αυτό που κατά τη γνώμη μου χαρακτήριζε τον Κ. Μουντάκη, ήταν η πραότητα, η ευαισθησία και γλυκύτητα που αντιμετώπιζε τις αντιξοότητες της πραγματικότητας και τα μετουσίωνε στο παίξιμό του.
Δεμένος ήχος, γλυκόλαλος, που χάιδευε τα αυτιά και υμνούσε την ομορφιά της ζωής μέσα από τις χαρές και τις πίκρες της και ξεκλείδωνε την πόρτα της ψυχής του ακροατή.
Έζησα, ως μαθητής του, την αποθέωσή του ως καλλιτέχνης σε συναυλίες όταν έπαιζε τα κανακεμένα λυρομπαντουρίσματα και ξεσήκωνε το κοινό που ξεσπούσε σε αυθόρμητα χειροκροτήματα.
Είχε αναπτύξει ένα μοναδικό τρόπο έκφρασης που πάντρευε την παραδοσιακή τεχνική του τόπου καταγωγής του από τον δάσκαλό του τον Καφάτο και το γρήγορο βιολίστικο παίξιμο από την δυτική Κρήτη.
Το πιο σημαντικό που διέκρινα σε αυτόν τον εξαίρετο μουσικό ήταν ο γεμάτος ήχος, με όγκο και ποιότητα που αποτελεί το μυστικό για τη διαμόρφωση καλλιτεχνικής παιδείας.
Όπως κάθε μυστικό, δεν διδάσκεται αλλά γεννιέται και θρέφεται μέσα από την αλληλεπίδραση, την εμπειρία και την μύηση δίπλα σε χαρισματικούς καλλιτέχνες που μεταδίδουν με αμεσότητα την γνώση.
Θυμάμαι εκείνα τα χοντρά δάκτυλα με τα τεράστια γυριστά νύχια σαν αετού, καθώς χόρευαν πάνω στις χορδές και μάγευαν σαν να ξετύλιγαν ολοζώντανα αληθινές ιστορίες.
Ίσως το σημαντικότερο δίδαγμα που κέρδισα από αυτόν τον άνθρωπο, ήταν η ανάγνωση της αλήθειας μέσα από το άκουσμα, τον εντοπισμό της δομής μιας μελωδίας και την αυθεντική εκτέλεσή της.
«…Χαλάλι σου η αγάπη μου πάρε και την καρδιά μου
για να την έχεις να αγαπάς όταν θα βρεις καλιά μου…» τραγουδά τη μαντινάδα σε ένα από τα πολλά συρτά του και αποτελεί δείγμα της ανιδιοτέλειας και του χαρακτήρα του.
Ένας από τους αγαπημένους μου σκοπούς (που δυστυχώς δεν ακούγονται σήμερα) είναι εκείνη η αργόσυρτη μελωδία:
«Για σένα κλαίω και πονώ και βαριαναστενάζω
μα τέθοιο πόνο με χαρές χιλιάδες δεν αλλάζω».
Εκτός τις δόξες του, ήμουν παρών και σε δύσκολες καταστάσεις, όταν τον προσέβαλαν επειδή κάναμε ως μαθητές φασαρία στο Ωδείο «…σας παρακαλώ… σας παρακαλώ…», ήταν η μόνη αντίδρασή του στην πρόκληση…
Μια άλλη φορά σε ένα γλέντι με πυροβολισμούς, ήταν προσκεκλημένος ο εισαγγελέας που απαίτησε την παύση, σε μια έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα ο Μουντάκης λειτούργησε ως μια ήρεμη δύναμη κατευνασμού και «σασμού»…
Σε παλιότερη εκδήλωση, αφιερωμένη στο θάνατο του χωριανού μαθητή του, Δάνδολου, καθώς τραγούδαγε το «…Χάρε …α θέλεις άφησμε… τη λύρα μου να πάρω…», πάνω στη σκηνή, έβαλε τα κλάματα σαν μικρό παιδί…
Σαν να τον βλέπω μπροστά μου, να συμβουλεύει στοργικά «…άκου… άκου…». Του χρωστάω ευγνωμοσύνη για όσα απλόχερα χάρισε και άφησε παρακαταθήκη με την ανεξίτηλη σφραγίδα του, στην κρητική παράδοση.
Η ακτινοβόληση της ψυχής του θα συνοδεύει πάντα τις επόμενες γενιές, υπενθυμίζοντας την υποχρέωσή μας για τήρηση των γνήσιων διαχρονικών αρχών, της αξιοπρέπειας, του σεβασμού και της καλοσύνης.