Αντίστοιχο με το θέμα της έκθεσης ήταν και το περιεχόμενο της εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε από την Βιβλιοθήκη του Παν/μίου Κρήτης το απόγευμα της Τετάρτης, για τα τυπογραφεία και τους τυπογράφους του νησιού στη διάρκεια του 19ου και 20ου αι. μίλησαν ακαδημαϊκοί τυπογράφοι και εκδότες, οι οποίοι μοιράστηκαν την εμπειρία και τη γνώση τους μέσα από την επαφή τους με το συγκεκριμένο αντικείμενο, από την εποχή που η τυπογραφία εμφανίστηκε στην Κρήτη, τότε που όπως είπαν ήταν τέχνη μέχρι και σήμερα στην σύγχρονη ηλεκτρονική της μορφή.
Την εκδήλωση άνοιξε με τον χαιρετισμό του ο κ. Μανόλης Κοκοράκης διευθυντής της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο οποίος παρουσίασε την Βιβλιοθήκη του Ακαδημαϊκού Ιδρύματος, αφού πρώτα ευχαρίστησε τον πρωτεργάτη και εμπνευστή της ιδέας τον καθηγητή Χ. Λούκο που επικοινώνησε με τους τυπογράφους, που παραχώρησαν το υλικό το τυπογραφικό, για να γίνει η συλλογή αυτή που σήμερα εκτίθεται στο χώρο του Πανεπιστημίου. «Οι συνθήκες αλλάζουν και οι νέες συνθήκες διαμορφώνουν νέα δεδομένα. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς μας και της επαφής μας με το βιβλίο έχουμε επικοινωνήσει με τυπογραφεία της Κρήτης και μας έχουν δωρίσει επιλεγμένα κομμάτια τυπογραφικών στοιχείων και άλλου τυπογραφικού υλικού με σκοπό να δημιουργήσουμε μια μικρή γωνιά τυπογραφίας που θα συνοδεύει την έκδοση των σπάνιων βιβλίων που έχουμε. Η βιβλιοθήκη μας έχει πολλά σπάνια και πολύτιμα βιβλία και θα συνοδεύσει την έκθεση αυτή μια μικρή γωνιά τυπογραφική με δείγματα της δουλειάς του τυπογράφου, στην αίθουσα Πρεβελάκη, όπου φυλάσσεται και το αρχείο» ανέφερε μεταξύ άλλων.
Ο συνταξιούχος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστήμιου Κρήτης Χρήστος Λούκος, κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί ο Γουτεμβέργιος στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης» που ήταν και το θέμα της εισήγησής του. Η απάντηση για τον ίδιο ήταν εύκολη, καθώς όπως σημείωσε σήμερα δεν θα μπορούσε να λείπει η πρώτη τέχνη και η ιστορία της από την ηλεκτρονική τυπογραφία, για να καταλήξει πως ο Γουτεμβέργιος δεν πέθανε αλλά μεταμορφώθηκε: «Έχουμε παλιά έντυπα από τον 15ο αιώνα, έχουμε ένα σπουδαίο βιβλίο του 1499 και σκεφτήκαμε ότι δεν είναι δυνατόν να έχουμε τα βιβλία αυτά και να μην υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις της δημιουργίας τους, δηλαδή ο Γουτεμβέργιος. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια έστω και καθυστερημένα. Συγκεντρώσαμε κάποια τεκμήρια από τυπογράφους και υπάρχει μια έκθεση δίπλα στα παλιά βιβλία. Ο Γουτεμβέργιος δεν πέθανε αλλά μεταμορφώθηκε στη νέα τεχνολογία. Νομίζω ότι η τεχνική, η σοφία αυτή που επενδύθηκε σε 500 χρόνια τυπογραφίας έχει περάσει στους καλούς εκδότες που δουλεύουν στην ηλεκτρονική τυπογραφία. Γνωρίζουν τι προηγήθηκε και μπορούν να φτιάξουν σπουδαία πράγματα. Νομίζω ότι με αυτή την λογική, ο Γουτεμβέργιος μεταμορφώθηκε δεν πέθανε» ανέφερε.
Ο στόχος όπως είπε είναι η παρουσία της τέχνης της τυπογραφίας στο Π.Κ., που καλύπτει εκδόσεις πεντακοσίων περίπου χρόνων. «Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ίσως τώρα είναι αργά με την ηλεκτρονική τυπογραφία. Υπάρχουν όμως χιλιάδες σκέψεις από τις οποίες μου προκύπτει ότι ο Γουτεμβέργιος δεν πέθανε. Από την στιγμή της συνύπαρξης και της συνεργασίας της παράδοσης με τη νέα τεχνολογία ξεπεράστηκαν τα όποια προβλήματα και θα το δούμε αυτό με τις άπλετες δυνατότητες που παρέχουν οι επεξεργαστές κειμένων υπολογιστών καθημερινά» είπε μεταξύ άλλων ο κ. Λούκος.
Από την πλευρά της η κυρία Ελένη Κωβαίου, υπεύθυνη των κλειστών συλλογών του Πανεπιστημίου Κρήτης, αναφέρθηκε στην τυπογραφία από το 1499 μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στα κρητικά τυπογραφεία. Ειδικότερα στην τοποθέτησή της μεταξύ άλλων ανέφερε: «Σημαντικότατα ελληνικά αρχέτυπα, συνδέονται με ονόματα διάσημων Κρητών τυπογράφων που έδρασαν στα μεγάλα αναγεννησιακά κέντρα της Ιταλίας. Η επιτομή των Οκτώ του λόγου μερών του Κωνσταντίνου Λάσκαρη, που εκδόθηκε στο Μιλάνο το 1476 και θεωρείται σήμερα ως η πρώτη καθαυτό ελληνική έκδοση, τυπώθηκε σε ιταλικό τυπογραφείο, με επιμελητή τον Κρητικό Δημήτριο Δαμιλά, σχεδιαστή και των τυπογραφικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση. Κρητικής ιδιοκτησίας ήταν και τα δύο πρώτα ελληνικά τυπογραφεία που ιδρύθηκαν στη Βενετία, μητροπολιτικό κέντρο και για τους Κρήτες της εποχής» και συνέχισε φτάνοντας στον 19ο αιώνα, όπου η τέχνη της τυπογραφίας ανθούσε στην Κρήτη λέγοντας: «Στα τέλη του 19ου αιώνα ανθίζει η τυπογραφία στην Κρήτη, ως επιτακτική ανάγκη μιας εγγράμματης και συνειδητοποιημένης αστικής τάξης που διεκδικώντας την εθνική της κατοχύρωση επείγεται να εκφράσει και να διαχύσει τις ιδέες της, διά του τύπου, και στον τόπο της. Δείγματα της γραφής της Κρητικής λογιοσύνης της εποχής έχουν ήδη δοθεί στα τυπογραφικά καταστήματα των Αθηνών και του εξωτερικού. Ενώ κάποιοι έχουν υποστηρίξει με το έργο τους τα Κρητικά Τυπογραφικά Καταστήματα της πρωτεύουσας. Ενώ πάντως η λειτουργία τυπογραφείων παραμένει απαγορευμένη στην Κρήτη μέχρι το 1878, οπότε με το άρθρο 15 της Σύμβασης της Χαλέπας επιτρέπεται η ίδρυση και λειτουργία τυπογραφείων και φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, αξίζει νομίζω να αναφερθώ σ’ ένα παράδοξο «έντυπο» που «κυκλοφόρησε το 1859 για να διακινήσει τις εθνικοαπελευθερωτικές ιδέες των Κρητών. Δημιουργοί του οι αδερφοκτοί: Βασίλης Ψιλάκης διευθυντής τότε του Ελληνικού Σχολείου και συγγραφέας αργότερα της τρίτομης ιστορίας της Κρήτης, ο φαρμακοποιός Δημήτρης Μαζαλής ή Μαζαλάκης, ο γιατρός Π. Λυκούδης, ο μεγαλέμπορος Σπύρος Μαρκαντωνάκης, ο Ιάκωβος Καλαϊτζάκης, ο Τζανής Μπιτσάκης ή Τσιριμονάκης και ο Μανόλης Μοάτσος: Αυτοί με το ψαλίδι έκοβαν από εφημερίδες που εκδίδονταν στην Αθήνα ή από άλλα έντυπα και βιβλία λέξεις ή φράσεις ολόκληρες και τις κολλούσαν με τάξη πάνω σε κόλλα χαρτιού, ώστε να σχηματίζουν κείμενο. Όταν τέλειωνε αυτή η διαδικασία, η χειροποίητη εφημερίδα κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι και από χωριό σε χωριό. Βεβαίως θα αναρωτιέστε, γιατί δεν κατέφυγαν στη διακίνηση μιας χειρόγραφης εφημερίδας και ακολούθησαν αυτή την κοπιαστική διαδικασία, χαραμίζοντας τα πολύτιμα και λιγοστά έντυπά τους. Η αιτία ήταν πως οι εγγράμματοι της εποχής ήταν λίγοι και εύκολα μπορούσαν οι τουρκικές αρχές να τους ανακαλύψουν». Η ίδια αναφέρθηκε και στο 1ο τυπογραφείο στο νησί που ήταν στα Σφακιά, τονίζοντας: «Το πρώτο πάντως ελληνικό τυπογραφείο στο νησί, όπως παραδίδεται στα Απομνημονεύματα του Παρθενίου Περίδου: Η Κρητική Επανάστασις του 1866 εισήχθη «εξ Ελλάδος» στα 1866, και στήθηκε στην Αγία Ρουμέλη Σφακίων», όπου εγκαταστάθηκε η επαναστατική επιτροπή. (Περίδου Επανάστασις 1866, σ. 142). Μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας η τυπογραφία. Στα Χανιά μέχρι και το 1954 ο Μοάτσος θα καταχωρήσει στο αρχείο του 27 τυπογραφεία, ανάμεσά τους κι ένα λιθογραφείο. Σ’ αυτά αναγνωρίζεται και ένας Αθηναϊκός τυπογραφικός οίκος του γνωστού στις αρχές του 20ου αιώνα Μιχαήλ Σαλίβερου, που υποδεικνύει τη δυναμική της βιβλιοπαραγωγής στην Κρήτη».
Βαθιά συγκινημένος ο κ. Δημήτρης Μουδατσάκης, μίλησε για τα τυπογραφεία και τους τυπογράφους του Ηρακλείου. Από τότε που ξεκίνησαν, τα βήματα που ακολούθησαν, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν και πως εξελίχθησαν μέχρι σήμερα. Αυτό που παρατηρεί ο ίδιος με την πάροδο του χρόνου είναι η εγκατάλειψη της κλασικής τυπογραφίας, κάτι όμως που όπως σημειώνει έπρεπε να γίνει. Παραδέχεται ότι οι συνθήκες της δουλειάς εκείνα τα χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολες, καθώς δεν υπήρχαν ούτε μηχανήματα ούτε στοιχεία, που ήταν δυσεύρετα και πανάκριβα.
Χαρακτηριστικά, στην εισήγησή του μεταξύ άλλων, ανέφερε «Το 1945, το βιβλιοδετείο που είχε δημιουργήσει ο Σπύρος Μετοχιανάκης λίγο πριν από τις αρχές του 20ου αιώνα περιήλθε στο γαμπρό του Εμμανουήλ Μουδατσάκη, το οποίο αργότερα μετεξελίχθηκε σε τυπογραφείο και στη συνέχεια το γνωστό σε όλους βιβλιοπωλείο του Ηρακλείου. Στο τυπογραφείο αυτό έκανα την πρώτη μου γνωριμία με το αντιμόνιο. Εξήντα επτά χρόνια έχουν περάσει από τότε. Ήταν καλοκαίρι του 1945, όταν έφυγα από το χωριό μου το Σκοτεινό Πεδιάδος, ένα μικρό αλλά πανέμορφο χωριό είκοσι χιλιόμετρα ανατολικά του Ηρακλείου. Από την πρώτη μέρα μπορώ να πω άρχισε να με γοητεύει και να με συγκινεί η τέχνη του Γουτεμβέργιου. Από τις πρώτες κιόλας μέρες έμαθα την κάσα με τα στοιχεία και σε λίγο, με το συνθετήριο στο χέρι άρχισα να μαζεύω στοιχεία, στην αρχή φτιάχνοντας επισκεπτήρια κι ύστερα φόρμες ολόκληρες κείμενα, από ένα δυσανάγνωστο και πολλές φορές ανορθόγραφο χειρόγραφο του πελάτη. Στο τυπογραφείο αυτό παρέμεινα εργαζόμενος μέχρι το 1962, οπότε αποχώρησα και ξεκίνησα την οργάνωση του δικού μου τυπογραφείου και βιβλιοδετείου στο κέντρο του Ηρακλείου.
Και στα περισσότερα από αυτά παραήταν σκληρές και ανθυγιεινές οι συνθήκες και το μεροκάματο πολύ χαμηλό για αφεντικά και εργαζομένους. Παρ’ όλ’ αυτά σε πολλές περιπτώσεις οι τυπογράφοι ξεπερνούσαν και τον εαυτό τους ακόμη στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν στην έκδοση μιας εφημερίδας ή κάποιου εντύπου. Η δημοσιογραφία, οι συγγραφείς, η σπουδάζουσα νεολαία, οι δημόσιες επιχειρήσεις και ο ιδιωτικός τομέας οφείλει τα μέγιστα τους πρωτοπόρους αυτούς τεχνίτες και εργοδότες, που όρθιοι σχεδόν από το πρωί ως το βράδυ με το συνθετήριο στο χέρι μέσα στις αναθυμιάσεις του μόλυβδου και του αντιμόνιου προσπαθούν να επιτελέσουν το καθήκον τους. Ο ομιλών έζησε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του το περιβάλλον των ηρακλειώτικων τυπογραφείων, τις ξύλινες κάσες με τα τετράγωνα νταμάκια, μέσα στα οποία ήταν τοποθετημένα με τάξη και ακρίβεια τα ορειχάλκινα τυπογραφικά στοιχεία, τα πεπαλαιωμένα από τη χρήση συνθετήρια και τους σελιδοθέτες, τα διαστήματα, τα διάφορα διάστιχα, τα μέταλλα και ακόμη τα συρτάρια με τα κεφαλαία γράμματα. Το μελάνι αλλά και η έντονη και διάχυτη μυρωδιά του αντιμόνιου, ήταν από τις μικρές καθημερινές χαρακτηριστικές στιγμές της τυπογραφίας».
Ο κ. Γιώργος Τσουρδαλάκης τυπογράφος περιέγραψε τη δική του ενασχόληση με την τυπογραφία. Μίλησε για την αγάπη του για την τέχνη αυτή αλλά και τις δυσκολίες του επαγγέλματος και τις ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας. «Είναι μια σπουδαία τέχνη και ένα κακό επάγγελμα» ανέφερε χαρακτηριστικά. «Ξεκίνησα τη δεκαετία του ‘80 και μέχρι σήμερα η τυπογραφία έχει κάνει τεράστια άλματα και δεν έχει καμία σχέση η σημερινή κατάσταση με τότε. Ήταν μια πολύ καλή τέχνη, μου άρεσε. Έτσι όπως είναι τα πράγματα σήμερα είναι δύσκολα. Σαν τέχνη όμως ήταν άψογη» σημείωσε.
Τις εμπειρίες από την «Τυποκρέτα» μοιράστηκε με τους παρευρισκόμενους ο Κώστας Καζανάκης: «Η ιστορία ξεκινά το 1943. Μετά από 80 χρόνια συνεχίζουμε. Είναι μια εταιρία που έχει εβδομήντα ανθρώπους προσωπικό, κάνουμε εξαγωγές σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, τυπώνουμε βιβλία και οτιδήποτε αφορά το χαρτί. Οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγάλες. Περάσαμε και περνάμε πολλές δυσκολίες. Πιστεύω όμως ότι ο Γουτεμβέργιος δεν πέθανε. Το χαρτί θα συνεχίσει να υπάρχει».
Για το τυπογραφείο «Κείμενα» από την Μαυρομιχάλη 8 στην οικία Χρονάκη μίλησε η κυρία Γεωργία Παπαγεωργίου, η οποία μεταξύ άλλων τόνισε: «Στα 20 χρόνια λειτουργίας του από το 1970 έως το 1989 συγκέντρωσε ένα ποικίλο και σπάνιο υλικό αγοράζοντας τα στοιχειοθετήρια που υπήρχαν τότε και από τυπογραφεία που έκλειναν ή είχαν κλείσει, καθώς είχε αρχίσει η εποχή των αλλαγών με την φωτοσύνθεση. Οι εκδόσεις «Κείμενα» βάδιζαν παράλληλα με το τυπογραφείο. Το 1989 με το θάνατο του Βλάχου σταμάτησε η παραγωγική παρουσία του τυπογραφείου. Σήμερα το υλικό αυτό είναι αναντικατάστατο. Το τυπογραφείο «Κείμενα» από μόνο του σήμερα αποτελεί ένα μικρό μουσείο τέχνης. Για αυτό θα ήταν ευχής έργο αν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα άρτια εξοπλισμένο παραδοσιακό τυπογραφείο, καθώς διαθέτει όλη την υποδομή για την στοιχειοθεσία στο χέρι. Ήταν ευτυχής συγκύρια που η Βικελαία Βιβλιοθήκη ενδιαφέρθηκε και απέκτησε το τυπογραφείο, ώστε να διαφυλαχτεί σε ένα σωστό περιβάλλον. Το τυπογραφείο ήταν ένας χώρος συνάντησης και αν δεν ήταν ένα φυλογονικό στέκι θα έλεγα ότι ήταν ένας τόπος διαλόγου, αλλά και συγκρούσεων πολιτικών και άλλων».
Ο κ. Γιάννης Καλαϊτζάκης, εκδότης της Κρητικής Επιθεώρησης αναφέρθηκε στην ιστορία της εφημερίδας που συμπληρώνει φέτος 100 χρόνια ζωής. Ο ίδιος φανερά συγκινημένος που τα τελευταία 36 χρόνια μεγάλωσε, όπως είπε, μέσα στους χώρους της εφημερίδας, στην εισήγησή του μίλησε για την πρώτη έκδοση της εφημερίδας «Το 1881 ο Στυλιανός Εμμανουήλ Καλαϊτζάκης ο πατριάρχης της εφημεριδογραφίας στο Ρέθυμνο εξέδωσε το «Νέο Ραδάμανθυ», την πρώτη στην ουσία εφημερίδα του Ρεθύμνου. Το 1912, την 1η Σεπτεμβρίου τα αδέλφια Βασίλειος και Ιωάννης Καλαϊτζάκης εξέδωσαν την εφημερίδα Κρητική Επιθεώρηση, η οποία αποτελεί στην ουσία την ραχοκοκαλιά του ρεθεμνιώτικου τύπου και συνεχίζει να εκδίδεται μέχρι σήμερα με μια μικρή διακοπή το 1940, όταν ο παππούς μας βρισκόταν στο μέτωπο στην Αλβανία. Οι στήλες των κρητικών εφημερίδων, αποτελούν στην ουσία ένα τόπο, όπου έβρισκαν φιλοξενία πάντα όλα τα άρθρα, όλος ο πνευματικός πλούτος και κόπος αυτού του τόπου για αυτό και μέχρι σήμερα αποτελούν πολύτιμο αρχείο» είπε μεταξύ άλλων και ευχήθηκε αυτή η εκδήλωση να μην αποτελέσει μνημόσυνο της τυπογραφίας, αλλά αφορμή για να αναδειχτεί η ιστορία της.
Η κυρία Έλια Κουμή στην εισήγησή της για το μουσείο τυπογραφίας που βρίσκεται στα Χανιά, όπου έγινε και η προβολή σχετικού βίντεο είπε: «Είναι μεγάλη χαρά και τιμή για μας να παρουσιάσουμε το μουσείο τυπογραφίας στα Χανιά που ίδρυσε η εφημερίδα «Τα Χανιώτικα Νέα» σε ανθρώπους της γνώσης, της έρευνας αλλά και της τυπογραφίας. Η ιδέα του μουσείου της τυπογραφίας γεννήθηκε από το μεράκι του ιδρυτή του Γιάννη Γαρεδάκη και την προσωπική του επαφή με την τυπογραφία αρχικά ως δημοσιογράφος και μετέπειτα ως εκδότης. Τα περισσότερα από τα μηχανήματα που υπάρχουν στο μουσείο είναι αγορασμένα από το εξωτερικό, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σπουδαίες δωρεές από τυπογραφεία από ολόκληρη την χώρα».
Χαιρετισμό στην διάρκεια της εκδήλωσης απηύθυνε ο Κώστας Τζανάκης, αντιπρύτανης ακαδημαϊκών υποθέσεων του Π.Κ.
Οι παρευρισκόμενοι είχαν την ευκαιρία ξεναγηθούν στον εκθεσιακό χώρο, όπου υπάρχει υλικό από κάθε πόλη της Κρήτης, καθώς και φωτογραφικά στιγμιότυπα από τη διαδικασία συντήρησης των εκθεμάτων και τις προετοιμασίες τους για να εκτεθούν.
Η εξέλιξη της τέχνης της τυπογραφίας συνδέεται άμεσα με την πορεία και την εξέλιξη του καθημερινού και περιοδικού Τύπου. Για τη σημερινή μορφή των εφημερίδων, η συμβολή της τυπογραφίας υπήρξε καθοριστική.
Στην εξέλιξη της τυπογραφίας μέσα από την πορεία των «Ρεθεμνιώτικων Νέων», από τις μεταβολές που συντελέστηκαν στην εφημερίδα από τεχνικής και τεχνολογικής άποψης στο πέρασμα των χρόνων, από το 1965, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά μέχρι σήμερα, αναφέρθηκε ο εκδότης-διευθυντής των «Ρ.Ν.» Μανόλης Χαλκιαδάκης.
Την παράλληλη διαδρομή για σχεδόν 50 χρόνια, τυπογραφίας και εφημερίδας, ανέλυσε με το παρακάτω σύντομο ιστορικό:
Θα αναφερθώ στην εξέλιξη της τυπογραφίας μέσα από την πορεία έκδοσης των «Ρ.Ν.». Θα ανιχνεύσω, δηλαδή, κατά πόσον οι μεταβολές που συντελέστηκαν στο χώρο αυτόν από τεχνική και τεχνολογική άποψη, επηρέασαν, και σε ποιο βαθμό, την τοπική εφημερίδα -στο μέτρο που και αυτή συνιστά προϊόν τυπογραφείου.
Τυπογραφείο προϋπήρξε της ίδρυσης των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» -σχεδόν κατά μια δεκαετία. Το συγκεκριμένο τυπογραφείο συνιστούσε δραστηριότητα εξαρχής συνδυασμένη με εκείνην του βιβλιοπωλείου/χαρτοπωλείου, το οποίο λειτουργούσε ο πατέρας μου, αρχικά με τον αδελφό του και αργότερα μόνος του.
Ο συνδυασμός των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων άλλωστε απαντάται σε πολλές περιπτώσεις, στον ελλαδικό χώρο, ήδη από τον 19ο αιώνα. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις επεκτεινόταν και στον τομέα των εκδόσεων βιβλίων, όπως η περίπτωση της δραστηριοποίησης, στο Ηράκλειο, του Στέλιου Χαλκιαδάκη, την οποίαν δίχως άλλο θα έχουν υπόψη τους όσοι από εσάς σχετίζονται με τη γειτονική πόλη.
Τι σήμαινε όμως τυπογραφείο στο Ρέθυμνο στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 και ποιά ήταν η παραγωγή του; Εντοπίζω σε φύλλο των «Ρεθεμνιωτικων Νέων» της εποχής εκείνης τη σχετική διαφήμιση: «Εις το καλλιτεχνικόν τμήμα του τυπογραφείου μας εκτελούνται κάθε είδους τυπογραφικές εργασίες: επιστολόχαρτα – τιμολόγια δελτία αποστολής – αγγελτήρια γάμων, θανάτων, βαπτίσεων επισκεπτήρια – κάρτες – φέιγ βολάν – ευχετήρια ημερολόγια». Αυτή ήταν τότε η κλίμακα εργασιών ενός τυπογραφείου. Περιορισμένη ως προς τα είδη, προφανώς και ως προς τα τιράζ, καλύπτει εξίσου περιορισμένες κοινωνικές και επαγγελματικές ανάγκες της εποχής.
Η εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» εκδίδεται το 1965 -αμέσως μετά τα Ιουλιανά. Δυο χρόνια αργότερα ο εκδότης της αρνείται να «συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις» της χούντας των συνταγματαρχών, διακόπτει την κυκλοφορία της και φυλακίζεται.
Η εφημερίδα επανεκδίδεται με τη μεταπολίτευση, διατηρώντας το ίδιο σχήμα και τον αριθμό των 4ων σελίδων που είχε. Τυπώνεται στο ίδιο πιεστήριο Albert, όπου η τροφοδοσία χαρτιού γίνεται με το χέρι.
Να σημειώσω ωστόσο ότι σε όλη την πορεία έκδοσής της, η παραγωγή της εφημερίδας γίνεται σε πιεστήριο που εξυπηρετεί τις ανάγκες της -λόγω του μεγάλου σχήματός της- και δεν χρησιμοποιείται για άλλες εργασίες του εμπορικού τομέα.
Η στοιχειοθεσία γίνεται, φυσικά, στο χέρι, από 5-6 τεχνίτες. Ξεκινά από νωρίς το μεσημέρι και ολοκληρώνεται αργά το βράδυ. Ο «μαρμαράς» είναι ο άνθρωπος που παραλαμβάνει τα στοιχειοθετημένα κείμενα και ετοιμάζει τη σελίδα, κάνει, με άλλα λόγια, την εργασία που σήμερα ονομάζουμε κασέ/σελιδοποίηση. Να υπογραμμίσω ωστόσο ότι όσος χρόνος χρειαζόταν για τη στοιχειοθεσία της εφημερίδας, άλλος τόσος χρειαζόταν για τη διάλυσή της και την επαναταξινόμηση των στοιχείων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την επόμενη έκδοση.
Η δυσκολία της στοιχειοθετικής εργασίας γίνεται νομίζω φανερή, αν αναλογιστούμε ότι το συρτάρι μιας τυπογραφικής κάσας που περιέχει π.χ. τη γραμματοσειρά Times 10 στιγμών, αριθμεί περί τα 170 διαφορετικά στοιχεία. Ο τόσο μεγάλος αριθμός οφείλεται στη χρήση, τότε, του πολυτονικού συστήματος -κάθε στοιχείο πεζού φωνήεντος, λοιπόν, αλλά και πρωτογράμματος φωνήεντος, απαντάται σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς του με τους τόνους και τα πνεύματα. Έτσι ο στοιχειοθέτης είχε να επιλέξει μεταξύ ήτα χωρίς τόνο, ήτα με οξεία, ήτα με περισπωμένη, ήτα με ψιλή, ήτα με δασεία, ήτα με ψιλή και οξεία, κ.ο.κ., ήτα με υπογεγραμμένη και τόνο κλπ!
Λίγο μετά τα μέσα στης δεκαετίας του ‘70, η εργασία της στοιχειοθεσίας κειμένων γνωρίζει μια σημαντική μεταβολή με την εισαγωγή των λινοτυπικών μηχανών. Η σύνθεση κάθε αράδας γίνεται με μήτρες, οι οποίες συντίθενται με τη χρήση πληκτρολογίου. Η παραγωγή των τυπογραφικών στοιχείων από τις μήτρες αυτές γίνεται από κράμα μετάλλων (μόλυβδο, κασσίτερο και αντιμόνιο), που διατηρείται ρευστό στο καζάνι της μηχανής κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της. Οι μήτρες ξαναλιώνουν στο καζάνι την επόμενη μέρα, ώστε το υλικό τους να επαναχρησιμοποιηθεί.
Μια αναγκαία διευκρίνιση: με τη συγκεκριμένη τεχνολογία στοιχειοθετούνταν μόνο τα κείμενα της εφημερίδας. Για τους τίτλους, καθώς και για τις εμπορικές εργασίες εξακολούθησε για αρκετά χρόνια ακόμα η στοιχειοθεσία με το χέρι, καθώς παρέμενε πιο ευέλικτη στη δημιουργία διαφορετικών μορφών τυπογραφικών πλακών -ενώ η λινοτυπική μηχανή παρήγαγε μόνο στη βάση προκαθορισμένων μονόστηλων, δίστηλων κλπ.
Η λινοτυπία, λοιπόν, συνιστά «τεχνολογικό» βήμα στην παραγωγή της εφημερίδας, αφού, εισάγοντας τη μηχανική παραγωγή επιτρέπει τη στοιχειοθεσία περισσότερων κειμένων σε λιγότερο χρόνο, καθιστώντας έτσι εφικτή την αύξηση των σελίδων της εφημερίδας. Ένα στοιχείο ακόμη, από την εποχή αυτήν, που προσωπικά με είχε εντυπωσιάσει είναι ότι οι στοιχειοθέτες ήταν, όφειλαν να είναι, άριστοι ορθογράφοι -όφειλαν από την ανάγκη της ίδιας της δουλειάς τους. Το ορθογραφικό λάθος -«δαίμων» διακριτός από το τυπογραφικό λάθος- γινόταν, θυμάμαι χαρακτηριστικά πολλές περιπτώσεις, αιτία ομηρικών καυγάδων με τους δημοσιογράφους. Τα λεξικά συνιστούσαν άλλωστε εργαλεία στη διαρκή χρήση του στοιχειοθέτη, σε μιαν εποχή που η γνώση της ορθής γραφής είχε προφανώς αξία πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή.
Η δεκαετία του ‘80 επιτρέπει μια νέα αισιοδοξία στο Ρέθυμνο. Το Πανεπιστήμιο έχει ήδη αρχίσει να λειτουργεί και η τουριστική ανάπτυξη ανοίγει νέες επαγγελματικές προοπτικές. Η τοπική συγκυρία ωστόσο συμπίπτει με μια μεγάλη τεχνολογική τομή στον χώρο των γραφικών τεχνών και της τυπογραφίας: την εισαγωγή υπολογιστικών συστημάτων στη στοιχειοθεσία και, λίγο αργότερα, και στο σχεδιασμό των εντύπων και την καθιέρωση της εκτύπωσης offset. Αλλαγές που περνούν τόσο στην εφημερίδα όσο και στον εμπορικό τομέα του τυπογραφείου.
Η τυπογραφία παύει, σταδιακά, να είναι μια ασπρόμαυρη ιστορία: η εισαγωγή του χρώματος έρχεται να καλύψει ανάγκες νέων ειδών εντύπων, σε μια γκάμα που διευρύνεται ραγδαία -πρωτίστως λόγω της ανάπτυξης του τουριστικού τομέα.
Στο πλαίσιο αυτό, μεγάλη αλλαγή συντελείται και στην οργανωτική δομή της επιχείρησης: η προϋπάρχουσα προσωπική εταιρία μετατρέπεται σε ανώνυμη, βελτιώνοντας σημαντικά τις χρηματοδοτικές της δυνατότητες. Η ίδρυση της «Γραφοτεχνικής» και η ανάπτυξή της συνδέεται στενά με την παρακολούθηση των τεχνολογικών εξελίξεων. Στο προεκτυπωτικό στάδιο, εγκαινιάζονται, αρχικά, οι φωτοσυνθετικές μηχανές, που βάζουν οριστικά στο περιθώριο τη βραχύβια λινοτυπία. Νέα φωτοευαίσθητα υλικά, φιλμ, χαρτί και εκτυπωτικές πλάκες, κάνουν την εμφάνισή τους στο τυπογραφείο, το οποίο, μετατρέπεται σταδιακά σ’ ένα «καθαρό» εργαστήριο.
Μια πενταετία αργότερα η φωτοσύνθεση έχει ήδη ξεπεραστεί, τη στιγμή που οι πρώτοι υπολογιστές Macintosh κάνουν την εμφάνισή τους (και) στη «Γραφοτεχνική», με τη χρήση τους να γενικεύεται πολύ γρήγορα, τόσο στην παραγωγή της εφημερίδας, όσο και στο σχεδιασμό και την παραγωγή των εμπορικών εντύπων. Το ιδιαίτερα φιλικό περιβάλλον του συγκεκριμένου υπολογιστικού συστήματος προς τις γραφικές τέχνες δίνει νέα ώθηση στο λεγόμενο «δημιουργικό-σχεδιαστικό» τομέα.
Να σημειωθεί πως οι τεχνολογικές αυτές τομές διαφοροποιούν σταδιακά και τη θέση/το ρόλο του εργαζόμενου στο τυπογραφείο: ο τεχνίτης/εργάτης δίνει τη θέση του στον τεχνίτη-χειριστή μηχανήματος (είτε πρόκειται για υπολογιστή, είτε για πιεστήριο) με αποτέλεσμα νέες επαγγελματικές ειδικότητες να αναδεικνύονται -ιδιαίτερη θέση ανάμεσά τους κατέχει πλέον εκείνη του γραφίστα.
Παράλληλα, την περίοδο των τεχνολογικών αυτών αλλαγών, και η εφημερίδα αλλάζει μορφή: αλλάζει σχήμα, αυξάνει τις σελίδες της, βελτιώνει θεαματικά την αισθητική της. Η εκτύπωσή της πραγματοποιείται σε offset πιεστήριο που αγοράζεται για τον σκοπό αυτό.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 ένα ακόμη σημαντικό βήμα σημειώνεται στην ιστορία τόσο του τυπογραφείου όσο και της εφημερίδας: οι δραστηριότητές τους μεταφέρονται από την παλιά πόλη στις νέες εγκαταστάσεις της εταιρίας στο Βιολί Χαράκι -σημάδι νέων απαιτήσεων σε χώρους και μηχανήματα που υπαγορεύει η ίδια η ανάπτυξη της εταιρείας.
Εκεί εγκαθίσταται και το πρώτο κυλινδρικό πιεστήριο για την εκτύπωση της εφημερίδας, που δίνει πλέον τη δυνατότητα εισαγωγής χρώματος και σε αυτήν, και κάνει εφικτή μια νέα αύξηση των σελίδων της. Στο συνολικό χρόνο παραγωγής συντελείται επίσης μια ακόμη μείωση, που αφορά τη σύνθεση των σελίδων και το δίπλωμά τους στο ίδιο το κυλινδρικό πιεστήριο.
Ένα ακόμη βήμα, στη κατεύθυνση μείωσης του χρόνου παραγωγής γίνεται πολύ γρήγορα: οι σελίδες στοιχειοθετούνται και «κλείνουν» στα γραφεία της εφημερίδας στο Ρέθυμνο, απ’ όπου μεταφέρονται ψηφιακά στο εργοστάσιο. Εκεί αποτυπώνονται αυτόματα στις εκτυπωτικές πλάκες, Λιγότερο από 45’ μεσολαβούν πλέον από την τελική διόρθωση μέχρι την έναρξη της εκτύπωσης της εφημερίδας! Αυτό το «κυνηγητό του χρόνου» έχει μεγάλη αξία για μιαν εφημερίδα: της επιτρέπει να «κλείνει» όσο αργότερα γίνεται, προκειμένου να προλαβαίνει τις ειδήσεις της τελευταίας στιγμής.
Σήμερα η εφημερίδα μετρά σχεδόν μισόν αιώνα ζωής. Οι δημοσιογράφοι δεν δίνουν πια χειρόγραφα στο στοιχειοθέτη -γράφουν απευθείας τα κείμενά τους στον υπολογιστή. Οι συνεργάτες μας στέλνουν τα δικά τους κείμενα στην εφημερίδα με e-mail, όπως και οι πελάτες τα δικά τους αρχεία στην «Γραφοτεχνική».
Το χρώμα όπως και η εκτύπωση offset αποτελούν πλέον σταθερές για την τυπογραφία, ενώ νέοι δρόμοι -και νέες δυνατότητες- έχουν ήδη ανοίξει στο τομέα τόσο της ενημέρωσης όσο και σε αυτόν της παραγωγής των εντύπων.
Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι οι τεχνολογικές αλλαγές που συντελέστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην τυπογραφία, υιοθετήθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στον τομέα τόσο των εμπορικών εντύπων όσο και σε αυτόν της παραγωγής της εφημερίδας. Αυτό ωστόσο που διέφερε κάθε φορά ήταν ο βαθμός αφομοίωσης των τεχνολογικών μεταβολών, που ποίκιλε ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του κάθε τομέα αλλά και τις ανάγκες που η ίδια η αγορά συχνά υπαγόρευε.