Υπερφορολόγηση της οικονομίας, ακριβή τραπεζική χρηματοδότηση και υψηλή διαρθρωτική ανεργία είναι τα τρία μεγαλύτερα προβλήματα που μας κληροδότησαν τα μνημόνια, επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Παράλληλα, όπως υποστηρίζει οι τρεις κυριότερες προκλήσεις που δεν έχουν επιλυθεί κατά τη διάρκεια των μνημονίων και αντιμετωπίζει η χώρα μας καθώς οδεύει προς την έξοδο από το 3ο πρόγραμμα, είναι η αναβάθμιση του συστήματος εκπαίδευσης/κατάρτισης, την ώρα μάλιστα που παρατηρείται έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της γήρανσης του πληθυσμού, και, τέλος, η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας.
Ο ΣΕΒ τονίζει ότι το πρόβλημα της υπερφορολόγησης των συνεπών φορολογούμενων και των οργανωμένων επιχειρήσεων «θα διαιωνίζεται όσο το δημόσιο αδυνατεί να αυξήσει την παραγωγικότητά του, ώστε να μειωθούν οι λειτουργικές του δαπάνες, χωρίς μείωση των παρεχόμενων υπηρεσιών και όσο δεν υιοθετείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την πάταξη της φοροδιαφυγής».
Για τις τράπεζες αναφέρει ότι το πρόβλημα «θα τείνει να παρατείνεται όσο οι διαδικασίες αναδιάρθρωσης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων εμποδίζονται από ανεπαρκείς ρυθμίσεις στο πτωχευτικό και προ-πτωχευτικό δίκαιο, και όσο οι πλειστηριασμοί ακινήτων που κατέχουν οι τράπεζες ως εγγυήσεις για τη χορήγηση δανείων και το σύστημα εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων δεν αποκτήσουν την κρίσιμη μάζα διεκπεραίωσης υποθέσεων, ώστε να μειωθεί το υψηλό απόθεμα δανείων σε καθυστέρηση».
Παράλληλα το πρόβλημα της διαρθρωτικής ανεργίας θα διογκώνεται όσο δεν προχωρεί ο μετασχηματισμός του παραγωγικού προτύπου προς διεθνώς ανταγωνιστικές δραστηριότητες και δεν γίνονται οι αντίστοιχες επενδύσεις, καθώς δεν διασφαλίζονται συνθήκες κερδοφορίας και προσφοράς δεξιοτήτων, εφάμιλλες με εκείνες στο εξωτερικό.
Επαναλαμβάνει εξάλλου τις θέσεις του για τα εργασιακά, τασσόμενος κατά της επαναφοράς των εργασιακών σχέσεων που ίσχυαν προ κρίσης, «συμπεριλαμβανομένων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό, που ο καθορισμός του πρέπει να αποσυνδεθεί από το μηχανισμό μισθολογικών αναπροσαρμογών στις επιχειρήσεις».
Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρει, απαιτείται μια μακροχρόνια αναπτυξιακή στρατηγική που, μεταξύ άλλων, να στοχεύει στη ριζική αναβάθμιση του συστήματος εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης και επανακατάρτισης προς απόκτηση δεξιοτήτων που αυξάνουν την απασχολησιμότητα των εργαζομένων σε μια ανταγωνιστική αγορά εργασίας, ώστε να αποκτήσει η χώρα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, στην προσέλκυση επενδύσεων σε μια ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, όπου η κινητικότητα των εξειδικευμένων εργαζομένων θα ενταθεί, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων και νεωτερισμών στο παραγωγικό πρότυπο, την εισαγωγή συστήματος μαθητείας νέων στις επιχειρήσεις, την ολοκληρωμένη προετοιμασία της οικονομίας και της κοινωνίας για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της παραγωγικής διαδικασίας, την προσέλκυση νέων, γυναικών και ηλικιωμένων στην αγορά εργασία
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ παρά την πρόοδο που σημειώθηκε στους επιμέρους τομείς, η απόσταση που χωρίζει ακόμη την Ελλάδα από την Ε.Ε. των 28 σε πολλούς τομείς παραμένει μεγάλη. «Οι κακοί θεσμοί, η χαμηλή ποιότητα διακυβέρνησης και διοίκησης του κράτους και το μίγμα πολιτικής δεν ευνοούν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, τη μεγέθυνση και την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων», ενώ υπογραμμίζει ότι η δομή του παραγωγικού προτύπου παρουσιάζει ανισορροπίες, με περιορισμένη παρουσία επιχειρήσεων στους κλάδους των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και χαμηλές επενδύσεις.
Αναφερόμενος στη μεταμνημονιακή περίοδο ο ΣΕΒ υποστηρίζει ότι ακόμη κι αν αναδιαρθρωθεί το δημόσιο χρέος, η Ελλάδα παραμένει δέσμια της εξυπηρέτησής του, γεγονός που επιβάλλει την απαρέγκλιτη προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία, σε μόνιμη βάση.