Πριν από εσένα ήσουν εσύ;/ Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας./ Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα/ τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι/ μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι/ πέταξα το ποτήρι απ’ το παράθυρο./ Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».
Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα ‘δες απ’ την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. / Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ’ ακούσουν.
Οι φούρνοι των υαλουργείων. Φλόγες, διαθλάσεις,/ κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία./ Το σώμα της Άρτεμης διάφανο,/ ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα,/ τα δίδυμα άλογα. Σχήματα οικεία-/ μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους, / πραγματωμένη διαφάνεια. Πρόσεχε- είπε- /αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, διαψευσμένη, / η προδοτική.
Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες/ διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις./ Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο./ Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο/ πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. / Η νύχτα/ διαστέλλονταν πάνω απ’ την πόλη./ Κι εσύ/ απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,/ έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο.
Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν./ Δεν το περηφανεύονταν ωστόσο./ Έσπασε το θερμόμετρο,/ ο υδράργυρος σκόρπισε./ Σαν φτάσαμε στα σύνορα/ μας σταμάτησαν./ Τα ψεύτικα διαβατήρια / ήταν έγκυρα./ Εμείς δεν περάσαμε.
Ετούτα τ’ άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι/ λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει/ από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας/ δεν υποπτεύεται με το ριψοκίνδυνες/ καταδύσεις τ’ ανέβασες. Με τι / στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες/ από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι’ αυτό/ λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια/ ν’ αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ/ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος./ Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της / λάμπουν ωραία. Όμως, προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου/ να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια./ Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε./ Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε./ Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα./ Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου/ μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι/ στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός,/ φορώντας τις λευκές σου μπότες.
Πίσω απ’ τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά,/ σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,/ τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους/ ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,/ σαν άστρο παραμελημένο,/ έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα./ Μαζί κι εγώ.
Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες, / για σιωπηλά εφόδια,/ για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες/ όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ’ το παράθυρο,/ όταν δύο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο/ λαθραία υφάσματα,/ όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες,/ κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως,/ κι η θάλασσα μας πλησιάζει/ όλους ανεξαιρέτως/ διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.