Το βιβλίο του Χάρη Καλαϊτζάκη «Τα δικά μας καφενεία», που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε πρόσφατα, αποτελεί άλλη μία πολύτιμη κατάθεση στο θησαυροφυλάκιο της τοπικής μας ιστορίας. Μια πολυσήμαντη βάση δεδομένων για σύγκριση παρελθόντος και παρόντος, του κόσμου που απήλθε και αυτού που ήλθε ή επανήλθε παραλλαγμένος ή μεταλλαγμένος. Γιατί, αν θέλουμε με ασφάλεια να προχωρήσουμε προς τα εμπρός, πρέπει να κοιτάζουμε και προς τα πίσω. Όπως, άλλωστε, επισημαίνει εισαγωγικά ο ίδιος ο συγγραφέας, «Δεν θα βρεις καλύτερο μαρτυριάρη της ζωής (ενός) τόπου από το καφενείο».
To 309 μεγάλων σελίδων βιβλίο, που αφιερώνεται στους παλιούς καφετζήδες της πόλης μας και στις ομάδες του «Κυνηγιού του Θησαυρού», κινείται στον άξονα του χρόνου, παραθέτοντας τα στοιχεία του κατά χρονολογική σειρά, και παράλληλα ακολουθεί μια παραγωγική πορεία.
Πιο συγκεκριμένα, προηγείται μια γενική αναφορά στην ιστορία του καφέ και των καφενείων σε παγκόσμιο επίπεδο και ακολουθεί η εξειδίκευση στο Ρέθυμνο, με μια ξενάγηση στην ιστορική διαδρομή των καφενείων του από την Ενετοκρατία, την Τουρκοκρατία και την Περίοδο της Αυτονομίας («Κρητικής Πολιτείας») μέχρι το Μεσοπολεμικό και Μεταπολεμικό Ρέθυμνο με όριο τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Και αυτό, όχι «εική και ως έτυχε», αλλά κατά ακριβή χωροταξική κατανομή: καφενεία του Λιμανιού, του Πλατάνου, της Σοχώρας, της Αρκαδίου, της Πλατείας Άγνωστου Στρατιώτη, της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων, της Παλιάς Πόλης, της Νεότερης Πόλης και τα Ανατολικά της Πόλης.
Ο Χάρης Καλαϊτζάκης με υπομονή και επιμονή, μεθοδικότητα και προπαντός μεράκι έφτιαξε το βιβλίο του από ένα χαρμάνι αγνών υλικών, που μοσκοβολά μνήμες οπτικές, ακουστικές, γευστικές ή οσφρητικές.
Το βιβλίο διανθίζεται από πλουσιότατο και κυρίως πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό, που μας θυμίζει ή μας γνωρίζει μορφές καφετζήδων κατά την «ιεροτελεστία» παρασκευής και σερβιρίσματος ή μορφές θαμώνων με φόντο τα διάφορα -αλλά και όχι και τόσο διαφορετικά- καφενειακά σκηνικά.
Το βιβλίο περιλαμβάνει, επίσης, αφηγήσεις Ρεθεμνιωτών για τα καφενεία της πόλης τους, χρηστικά ευρετήρια ιδιοκτητών ή ονομασιών καφενείων αλλά και καφεκοπτείων, κατάσταση αφηγητών και προμηθευτών οπτικού υλικού και, τέλος, κλείνει με πλουσιότατη βιβλιογραφία.
Το βιβλίο, εκτός από το πλάτος και πάχος του διακρίνεται και από τη …διάσταση του βάθους.
Πιο συγκεκριμένα, στις σελίδες του αποτυπώνονται ή ζωντανεύουν συνειρμικά τα καφενεία με όλες τους τις λειτουργίες, κύριες και επικουρικές, άμεσες ή έμμεσες:
– Ως χώροι τόνωσης και εκτόνωσης, χώροι ψυχοθεραπευτικής επίδρασης και αλληλεπίδρασης, μέσω του εξομολογητικού, παρηγορητικού, χιουμοριστικού λόγου και των πρόθυμων αυτιών να ακούσουν το πρόβλημα και τον πόνο του άλλου.
– Ως τόποι οικονομικών συναλλαγών και άλλων συμφωνιών, αναζήτησης και εύρεσης εργασίας ή πληρωμών του Σαββάτου με τα κατάλληλα «συνοδευτικά» και άμεσης πηγής πληροφόρησης.
– Ως σχολεία «αλληλοδιδακτικής μεθόδου», καθώς η ποικιλία των επαγγελμάτων έδινε τη δυνατότητα στους θαμώνες να πάρουν απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα πρακτικής κυρίως φύσης, αλλά και ως σχολεία… προσχολικής ή παράλληλης αγωγής/κοινωνικοποίησης, γιατί τα παιδιά καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζουν οι μεγάλοι.
– Ως παιχνιδοχώροι, όπου δινόταν η ευκαιρία στον απλό υφιστάμενο να νικήσει τον προϊστάμενό του ή στον απλό εργάτη να «δώσει ένα μάθημα» στο αφεντικό του, αλλά και ως πεδία αποκάλυψης χαρακτήρων, αφού, όπως λέγεται, «τον άνθρωπο τον καταλαβαίνεις στο παιχνίδι και στο ποτό» και στη συγκεκριμένη περίπτωση, στα χαρτιά ή το τάβλι και στη ρακή ή στο ούζο, για να περιοριστούμε σ’ αυτά.
– Ως χώροι αφηγήσεων πραγματικών ιστοριών ή ακόμα παραμυθιών που παλιότερα κρατούσαν εβδομάδες ολόκληρες και λειτούργησαν ως πρόδρομοι των ραδιοφωνικών ιστοριών και κατά ένα τρόπο των σημερινών σήριαλ.
– Ως πεδία μικροϊστορίας, μικρογραφίας της κοινωνίας, δυναμικής λειτουργίας των προτύπων και κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά και ως γέφυρες κοινωνικών χασμάτων, συμφιλίωσης και φιλοξενίας, κριτήρια κοινωνικής κατάταξης, φυσιογνωμικά στοιχεία νεοελληνικού πολιτισμού και τοπικότητας.
– Ως «βήματα» λόγου και αντιλόγου πολιτικών ή πολιτικάντηδων, φυτώρια ιδεολογίας, «μικρές βουλές», παρασκευαστήρια πολιτικής, κύτταρα άμεσης δημοκρατικής ζωής.
– Ως χώροι λαϊκής διακόσμησης, μουσειακού και φωτογραφικού υλικού η τοιχο-ποίησης.
– Ως «δεύτερα σπίτια» ή «δεύτερες οικογένειες» και σε κάποιες περιπτώσεις μοναδικές.
– Ως στέκια ή πηγές λογοτεχνών και συγγραφέων…
Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας δεν διεκδικεί τον τίτλο του παντογνώστη ή του αλάνθαστου, όπως και να επισημειωθεί ότι στην ιστορική αναδρομή του προσπερνά κάποια καφενεία ή καφενειακά «δρώμενα» από αξιο-λογική επιλογή και όχι από άγνοια.
Ο συντοπίτης μας Χάρης Καλαϊτζάκης «ξεκινώντας με μια ποιητική διάθεση για να δώσει μια νότα νοσταλγίας για έναν αγαπημένο τόπο», όπως αναφέρει εισαγωγικά, μετά από εμπεριστατωμένη έρευνα και προπαντός -επαναλαμβάνω- με μπόλικο μεράκι, άφησε τελικά ένα σημαντικό -ως σημαίνον και σημαινόμενο- έργο.
«Να του ζήσει» και «Να μας ζήσει», αφού «Τα δικά μας καφενεία» εκτός από κτήμα του αγαπητού Χάρη είναι πια και δικά μας αγαπημένα αποκτήματα!…