Στήν ἄκρη ἑνός ἀπόκρημνου βράχου, μιάν φορά καί ἕναν καιρόν, ἐφύτρωσε ἕνα μικρό χαμομηλάκι. Καί μοσκοβόλαγε τό σύμπαν ὁλάκερο. Πολλοί τό ζήλεβαν, οἱ σοφοί τό καλοτύχιζαν!
Ξεπρόβαλε, λοιπόν, πρῶτος, μιάν μέρα ποὔμοιαζε σάν τίς ἄλλες μέ τούς ἀνθρώπους νά συνωστίζονται καί ν’ ἀνταγωνίζονται μεταξύ τους στό τρέξιμο στίς μεγαλουπόλεις τους, ὁ Ἄνεμος. Παγερός καί ὁρμητικός σάν θύελλα χιμᾶ στό χαμομηλάκι καί θέλει νά τό ξεπαστρέψει. Ἐκεῖνο, ὅμως, ὀρθώνει τό ἀνάστημά του καί, ἄν καί μικροκαμωμένο, βάζει ὅλη του τή δύναμη καί ἀπωθεῖ μακριά, πολύ μακριά τό μανιασμένο Ἀγέρα.
Μετά ἀπ’ ὀλίγο, πρίν προλάβει νά ξεκουραστεῖ κι ἀνάσα νά πάρει ἀπό τή δύσκολη ἀμάχη, νέος κίντυνος παραμονεύει γιά τό μικρό χαμομηλάκι. Βροχή ἀπ’ τον οὐρανό ἄρχισε νά πέφτει, δυνατή Νεροποντή νά μουσκεύει τά πάντα. Πλησίαζε ἀπειλητική. Ἤτανε ἕτοιμη νά πνίξει καί τό χαμομηλάκι, μά ἐκεῖνο ἀσκώθηκε καί με πρωτοφανέρωτη δύναμη τή Βροχή ἔδιωξε ἀπό τόν ἀπόκρημνο βράχο πέρα νά χαθεῖ στά βάθη τοῦ μαυροσυγνεφιασμένου ὁρίζοντα…
Τότε, λοιπόν, ἐμφανίστηκε καί ὁ Ἥλιος. Καί χαμογελαστός καί διώχνοντας ὅλες τίς μαῦρες νεφέλες καί τά μαυρούλικα συννεφάκια τους, κοντοσιμώνει φωτεινός καί ὁλόλαμπρος στήν ἄκρη τῶν βράχων. Σκύβει καί, σάν φτάνει στη γῆ, ρωτᾶ τό χαμομηλάκι: «Πές μου πῶς τά κατάφερες καί κατανίκησες καί τή Βροχή καί τόν Ἄνεμο καί δέν σέ ξολοθρέψανε ἄν καί εἶσαι φῶς – φανάρι μικρότερός τους καί μέ γυμνό μάτι φαίνεσαι πιό ἀδύναμός τους; Σ’ ἔβλεπα ἀπό τόν οὐρανό καί σέ θαύμαζα, ἀποροῦσα μέ τίς ἐπιτυχίες σου!».
«Μά δεν τό ξέρεις το μυστικό μου;», γυρίζει καί τοῦ λέει τό χαμομηλάκι κορδώνοντας ἀπό περηφάνια καί κοιτάζοντας τόν Ἥλιο κατάματα. «Ἡ ἀγάπη γιά τή ζωή μοῦ δίνει θάρρος, δύναμη καί αὐτοπεποίθηση. Καί ὁπλίζοντάς με, συνάμα, καί μ’ αἰσιοδοξία, δέ μ’ ἀφήνει ποτέ νά σκύψω τό κεφάλι σ’ αὐτούς πού θέλουνε νά μέ βλάψουνε, τούς μικρόψυχους καί ἀνόητους ἐγωιστές! Αὐτό νά μήν τό ξεχνᾶς ποτέ, Ἥλιε μου!», συμπλήρωσε!
«Ποτέ!», εἶπε βροντερά, γιά ν’ ἀκουστεῖ ἀπ’ ὅλους καί παντοῦ, καί ὁ Ἥλιος. Μιά στιγμή ἀργότερα, δωρίζοντας στό χαμομηλάκι μιά δέσμη ἡλιαχτίδες, πέταξε σ’ ἄλλο σημεῖο τῆς γῆς, ὅπου οἱ ἄνθρωποι τύχαινε νἄχουν ἀνάγκη τήν πλημμυρισμένη φῶς ἀγάπη καί τή γεμάτη ζέστη θαλπωρή του, χωρίς νά νοιάζονται πῶς σέ βάρος τοῦ γείτονα θά γεμίζουν τό δικό τους πορτοφόλι καί θά πληγώνουν κάθε συνάνθρωπό τους γιά νά νιώθουν καλύτερα ἐκεῖνοι…