Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα της κρίσης είναι τόσο γρήγορες, σύνθετες, πολύπλοκες, αντιφατικές και ενίοτε δραματικές, που από τη μια δεν αφήνουν ασυγκίνητο κανέναν Έλληνα και από την άλλη ο «μέσος» πολίτης δύσκολα μπορεί να τις παρακολουθήσει, πολύ δε περισσότερο να τις κατανοήσει.
Στην προσπάθειά μας να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τη συνθετότητα και πολυπλοκότητα των τρεχουσών πολιτικών εξελίξεων, διαπιστώσαμε ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά των πολιτικών γεγονότων και διαδικασιών και προπάντων πολλές από τις συμπεριφορές του μέχρι προχθές πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, εμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό στην τυπολογία του Max Weber περί «χαρισματικής σχέσης εξουσίας» και «χαρισματικού ηγέτη».
Από τις διαπιστώσεις αυτές σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ιδιαίτερα μετά τις ευρωεκλογές του 2014, στο επίκεντρο των πολιτικών γεγονότων στέκεται ο Αλέξης Τσίπρας και καθορίζει, λίγο ως πολύ, την έκβασή τους, οδηγηθήκαμε στο ερώτημα: μήπως τελικά ο λαός προσλαμβάνει τον Αλέξη Τσίπρα ως χαρισματικό ηγέτη;
Το θέμα της σχέσης του πρώην πρωθυπουργού με τον λαό τίθεται το αργότερο με την έκβαση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Ενώ όλα έδειχναν, ότι θα υπερίσχυε το ΝΑΙ, βγήκε δυναμικά τις τρεις τελευταίες ημέρες ο πρωθυπουργός, απευθύνθηκε προς τους ψηφοφόρους και ζήτησε να τον στηρίξουν, λέγοντας ΟΧΙ, και αυτοί ανταποκρίθηκαν με συντριπτική πλειοψηφία. Αυτή η ανατροπή δύσκολα ερμηνεύεται ορθολογικά, γιατί πίσω της κρύβονταν συναισθηματικές παράμετροι, συνδεόμενες άμεσα με το πρόσωπο του ίδιου του πρωθυπουργού.
Το δημοψήφισμα είχε, και συνεχίζει να έχει, αρνητικές συνέπειες για την οικονομία, τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, ωστόσο τον ενίσχυσε, τόσο μέσα στο κόμμα του όσο και έναντι των άλλων πολιτικών αρχηγών. Αυτό το θετικό προσωπικό βίωμα φαίνεται να ενίσχυσε το Εγώ του και να έπαιξε καταλυτικό ρόλο και στην απόφασή του να προχωρήσει σε εκλογές, να καθαρίσει το τοπίο και να καταστήσει εαυτόν κυρίαρχο του παιχνιδιού. Τα αποτελέσματα αυτής της κίνησης – ρίσκο θα τα μάθουμε μετά την 20η Σεπτεμβρίου (ημέρα διεξαγωγής των εκλογών).
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο όρος «χαρισματική εξουσία» περιγράφει και αναλύει περισσότερο τη σχέση μεταξύ του ηγέτη και των οπαδών του και λιγότερο έως καθόλου την προσωπικότητα του ίδιου του ηγέτη και προπάντων το πόσο καλός ή κακός, χρήσιμος ή επιζήμιος είναι (γι’ αυτό απαντά κανείς στη διεθνή βιβλιογραφία τόσο τον Μεγαλέξανδρο όσο και τον Χίτλερ μεταξύ των χαρισματικών ηγετών).
Ο χαρισματικός ηγέτης αναδύεται συνήθως μέσα από μια κρίσιμη κατάσταση -όπως τη σημερινή στην Ελλάδα-, κατά την οποία αυτοί που προκάλεσαν την κρίση αδυνατούν να τη δαμάσουν και να την υπερβούν και επομένως απονομιμοποιούνται στα μάτια του λαού. Έτσι δημιουργείται ένα κενό εξουσίας το οποίο πρέπει να καλυφθεί.
Εάν ένας νέος ηγέτης πείσει, πως αυτός μπορεί να λύσει τα προβλήματα και κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού, τότε, όχι μόνο καλύπτει το κενό εξουσίας, αλλά και προσλαμβάνεται ως ο ισχυρός άνδρας/γυναίκα, ως ο «μεσσίας» που θα οδηγήσει τον λαό έξω από την κρίση.
Η δόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ ηγέτη και λαού συνήθως επιτυγχάνεται σταδιακά και μέσα από:
– την επίκληση βασικών αξιών, όπως για παράδειγμα τη λαϊκή αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια, ανεξαρτησία, κυριαρχία,
– τη δημιουργία ελπίδας και προοπτικής,
– ελπιδοφόρες υποσχέσεις, όπως για παράδειγμα «θα σχίσουμε τα μνημόνια»,
– διχοτομικά λεκτικά σχήματα, όπως: προοδευτικό – συντηρητικό, παλαιό – νέο, διαπλεκόμενο – καθαρό. (Στην περίπτωση του παλαιού – νέου μάλιστα, ο πρώην πρωθυπουργός, κατατάσσει ακόμα και το νεοσύστατο «Ποτάμι» στο παλαιό σύστημα, έτσι ώστε να μείνει ως μόνος εκφραστής του νέου, ο ΣΥΡΙΖΑ).
– μέσα από συναισθηματικές φορτίσεις και εντάσεις που ενισχύουν τον συναισθηματικό δεσμό του αρχηγού με τον λαό.
Για τη δόμηση εμπιστοσύνης αρκούν οι παραπάνω ενδεικτικές διαδικασίες και υποσχέσεις και δεν είναι καταρχήν αναγκαία η υλοποίησή τους. Η υλοποίηση των όποιων υποσχέσεων και η εφαρμογή των όποιων μέτρων, ακολουθούν μετά την εκλογή και ενισχύουν ή αποδυναμώνουν σταδιακά την εμπιστοσύνη του λαού προς τον ηγέτη.
Ο ηγέτης που νομίζει ότι είναι χαρισματικός ή που είναι πράγματι χαρισματικός, αφού χαίρει της πλήρους εμπιστοσύνης του λαού, τείνει να μη σέβεται διαδικασίες και κανόνες, ενδεχομένως και θεσμούς, και διεκδικεί το μονοπώλιο της εξουσίας. Νομιμοποιεί δε τις όποιες αυθαιρεσίες του μέσα από την επίκληση της εμπιστοσύνης και στήριξης του λαού.
Η πεμπτουσία σε μια κατάσταση χαρισματικής σχέσης εξουσίας είναι η εμπιστοσύνη και η αφοσίωση του λαού στον ηγέτη. Αν και όταν αυτή υποχωρήσει ή εκλείψει, τότε η αποδόμηση του ηγέτη ως εξουσίας, αλλά και ως προσώπου, είναι αναπόφευκτη.
Αυτή είναι και η Αχίλλειος πτέρνα μιας χαρισματικής εξουσιαστικής σχέσης στις σύγχρονες, κοινοβουλευτικές, πλουραλιστικές κοινωνίες. Στις σύγχρονες, θεσμικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά σύνθετες, κοινωνίες καθίσταται πολύ δύσκολη μια σταθερή και με διάρκεια χαρισματική σχέση μεταξύ ηγέτη και λαού.
Αν σε αυτήν την εγγενή αδυναμία προστεθούν και οι αστοχίες σε επιλογή προσώπων και σε πολιτικές πρακτικές του πρώην πρωθυπουργού, καθώς και ο εσωκομματικός πόλεμος και η συνακόλουθη διάσπαση, τότε μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι η αποδόμηση της υποτιθέμενης συναισθηματικής σχέσης μεταξύ ηγέτη (Τσίπρα) και λαού, έχει ήδη ξεκινήσει και είναι αναπόφευκτη.
Κατά τη δική μας εκτίμηση των πραγμάτων ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν είναι (ακόμη) τεκμηριώσιμο. Ότι υπάρχει μια συναισθηματική, ίσως και «αγαπητική» σχέση μεταξύ του πρώην πρωθυπουργού και του λαού, μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο. Αυτό το έχει κατανοήσει πλήρως και ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και προσπαθεί να αποδομήσει αυτή τη σχέση με εκφράσεις, όπως «συμπαθητικούλης», «πονηρούλης», «κατεργαράκος».
Και αν ακόμα δεχτούμε, ότι η αποδόμηση της συναισθηματικής σχέσης μεταξύ πρώην πρωθυπουργού και λαού έχει πράγματι ξεκινήσει, αρκούν οι τρεις εβδομάδες μέχρι τις εκλογές για να αποδομηθεί αυτή πλήρως; Δεδομένου μάλιστα, ότι συναισθηματικές σχέσεις συνήθως δεν αποδομούνται, ή δεν αποδομούνται μόνο, με ορθολογικά επιχειρήματα.
Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, το ενδεχόμενο η (αγαπητική;) σχέση μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και λαού να κάμει τη διαφορά και να προκαλέσει μια νέα έκπληξη κατά τις επερχόμενες εθνικές εκλογές, τουλάχιστον δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράλογο, όπως παράλογη ακουγόταν και η υπερίσχυση του ΟΧΙ κατά το δημοψήφισμα.
*Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι ομότιμος καθηγητής και τ. αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης