Μέρος Δεύτερο
Στις 2 Σεπτεμβρίου 2105 δημοσιεύτηκε στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» άρθρο μου με τίτλο, «Χαρισματικές σχέσεις εξουσίας;». Διατηρώ τον τίτλο, αλλά χωρίς ερωτηματικό, και συνεχίζω από εκεί που σταμάτησα στο προηγούμενο άρθρο.
Η έκπληξη, λοιπόν, συντελέσθηκε για δεύτερη φορά. Και αυτή τη φορά είναι σημαντικότερη από την πρώτη, γιατί νομιμοποιεί το δημοψήφισμα και έμμεσα τις αρνητικές οικονομικές , και όχι μόνο, συνέπειές του καθώς και την ερμηνεία που του απέδωσε ο ίδιος ο πρώην και νυν πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας.
Οι ψηφοφόροι (όσοι πήγαν να ψηφίσουν) δεν ψήφισαν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (το οποίο εξάλλου ως προς το οικονομικό του σκέλος είναι δεδομένο και δεσμευτικό για κάθε ελληνική κυβέρνηση που θέλει να παραμείνει στην ευρωζώνη), αλλά εξέλεξαν τον Αλέξη Τσίπρα ως κυβερνήτη, με την ελπίδα, ότι αυτός μπορεί -καλλίτερα από κάθε άλλον- να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
Οι ψηφοφόροι συμπεριφέρθηκαν σαν να εψήφιζαν πρόεδρο μιας προεδρικής και όχι πρωθυπουργό μιας προεδρευόμενης δημοκρατίας. Αυτή η εμπιστοσύνη της σχετικής πλειοψηφίας των ψηφισάντων στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα παραπέμπει σε μια «χαρισματική σχέση εξουσίας», δημιουργεί ευφορία στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ και γεμίζει τον ίδιο τον πρωθυπουργό με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση.
Η μέσω των εκλογών διαμορφωθείσα πολιτική κατάσταση εμπεριέχει, όμως, και αντιφάσεις, εγκυμονεί συγχρόνως κάποια προβλήματα, αν όχι κινδύνους, και δεν διασφαλίζει τη συνέχεια της «αγαπητικής» σχέσης μεταξύ Αλέξη και λαού.
Ένα πρόβλημα συνίσταται στη σταδιακή αδρανοποίηση και αποχή ενός μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων. Οι τρεις εθνικές ψηφοφορίες εντός του 2015, οδήγησαν στο ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα ποσοστό αποχής του 44%. Οι πολιτικές πρακτικές ενίσχυσης της σχέσης με τον λαό και εδραίωσης της πολιτικής ισχύος μπορεί να γοητεύουν κάποιους, αλλά κάποιους άλλους τους κουράζουν και τους οδηγούν στην αποχή. Ζητούμενο, λοιπόν, είναι το πολιτικό μέτρο, ή αλλιώς η χρυσή τομή μεταξύ του πολιτικά αναγκαίου και του κοινωνικά περιττού και επιζήμιου.
Ένα δεύτερο στοιχείο που ενδέχεται να εξελιχθεί σε μεγάλο πρόβλημα, να υπονομεύσει τη «χαρισματική σχέση εξουσίας», να αποδομήσει την ίδια την εικόνα του πρωθυπουργού, αλλά και να βλάψει τη χώρα, είναι η αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων της συμφωνίας (μνημονίου) και η ταυτόχρονη υλοποίηση του «παράλληλου προγράμματος».
Το λεγόμενο παράλληλο (και μέχρι τώρα μη σαφές) πρόγραμμα τείνει να αντικαταστήσει τη μεγαλόστομη υπόσχεση περί «σχισίματος» του μνημονίου. Η τύχη αυτής της υπόσχεσης είναι ήδη γνωστή, μένει να δούμε την τύχη του παράλληλου προγράμματος.
Ένας τρίτος κίνδυνος συνίσταται στην πολιτική ασυνεννοησία. Η εμμονή του κυβερνώντος κόμματος και του ίδιου του πρωθυπουργού να συνεργάζεται με έναν ιδεολογικά αντίθετο, αλλά κατά τα άλλα «βολικό» εταίρο, δεν προκαλεί μόνο λογικές απορίες στους ευρωπαίους εταίρους, αλλά προδιαθέτει αρνητικά τα άλλα ελληνικά φιλοευρωπαϊκά κόμματα, να στηρίξουν τις κυβερνητικές πολιτικές.
Ζητούμενο είναι η ανοιχτότητα του κυβερνώντος κόμματος, της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού προς όλες τις φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην έξοδο από τη κρίση.
Η δημιουργία ευρύτερων συνεργασιών και συμπράξεων επιβάλλεται από τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή από το ίδιο το μνημόνιο και από τις δυνατότητες πολιτικής δράσης της κυβέρνησης.
Τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρηθούν και τα μέτρα να ψηφιστούν και να εφαρμοστούν, με ή χωρίς αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις. Η ψήφιση κάποιων μέτρων πιθανόν να φέρει μέρος των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στα συνειδησιακά όρια τους, όπως συνέβηκε και στο παρελθόν. Αυτό θα καθιστούσε την οριακή πλειοψηφία των 155 βουλευτών εύθραυστη και τη συνεργασία των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων στην ελληνική Βουλή απολύτως αναγκαία.
Η μετά τις εκλογές, της 20ης Σεπτεμβρίου, διαμορφωθείσα κατάσταση εξουσίας έχει και κόκκινες γραμμές και πλειοψηφική οροφή. Η κυρίαρχη, πολιτική κόκκινη γραμμή συνίσταται στην παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και στην Ε.Ε. και η πλειοψηφική οροφή στη σχετική και όχι απόλυτη πλειοψηφία.
Οι ψηφοφόροι φαίνεται να γοητεύονται από τη χαρισματική προσωπικότητα του Αλέξη Τσίπρα και τον εξέλεξαν με καθαρή πλειοψηφία ως τον καταλληλότερο για τη διακυβέρνηση της χώρας. Συγχρόνως, όμως, δεν του δίδουν αυτοδυναμία, αλλά τον παραπέμπουν σε συνεργασίες. Γιατί, για να βγει η χώρα από την κρίση απαιτείται μια ευρεία συλλογική προσπάθεια.
Έξαλλου, όπως σημειώναμε και στο προηγούμενο άρθρο μας, στις σύγχρονες, θεσμικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά σύνθετες κοινωνίες καθίσταται πολύ δύσκολη μια σταθερή και με διάρκεια χαρισματική σχέση μεταξύ ηγέτη και λαού. Στις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες, μια φορά χαρισματικός ηγέτης, δεν σημαίνει, για πάντα χαρισματικός ηγέτης.
*Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι ομότιμος καθηγητής και τ. αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης