Ο Χ. Μιχάλης Γιάνναρης (1832- 1916) γεννήθηκε στους Λάκκους της Κυδωνίας. Έφηβος, δεκαέξι, μόλις, χρονών, μετέβη με τον πατέρα του στους Αγίους Τόπους ως προσκυνητής, όθεν και το προσωνύμιο «Χατζής». Η ζωή του υπήρξε μία συνεχής πολεμική περιπέτεια, αλλά αυτό που, κυρίως, τον ανέδειξε ήταν ο επικός αγώνας τού 1866. Τον καιρό εκείνο ο Χ. Μιχάλης Γιάνναρης διορίστηκε Γενικός Αρχηγός Κυδωνίας για τις θαυμαστές πολεμικές ικανότητές του. Στην Κωνσταντινούπολη- όπου μεταφέρθηκε από τον Αυνή πασά και τέθηκε σε κατ’ οίκον επιτήρηση- κατάφερε να συναντηθεί με τον Πατριάρχη και να ενεργήσει προς αποστολή χρημάτων για την ανοικοδόμηση της Ι. Μ. Αρκαδίου, που, μετά την ανατίναξη, ήταν ένας σωρός ερειπίων. Πέραν, όμως, του μεγάλου αγώνα τού 1866, ηγήθηκε, το 1877, και διακρίθηκε και στις μάχες των Κεραμειών, του Αλικιανού και των Λάκκων και αργότερα, το 1897, και των Λειβαδίων. Ο Χ. Μιχάλης επέζησε όλων αυτών των κινδύνων και κατόρθωσε να δει την αγαπημένη του Κρήτη ελευθερωμένη και το 1912 ομόφωνα να εκλεγεί Πρόεδρος της Διοικούσας Επαναστατικής Επιτροπής και υπουργός Δικαιοσύνης, ενώ την 1η Δεκεμβρίου 1913 είχε την μεγάλη τιμή να αντιπροσωπεύσει στην επίσημη τελετή της Ένωσης όλους τους αγωνιστές της Κρητικής Ελευθερίας, παραδίνοντας στον Βασιλιά την ιστορική ελληνική σημαία, που ύψωσε, στη συνέχεια, στο φρούριο τού Φιρκά.
Ο κ. Φουρναράκης, πέραν της αδρομερούς βιογραφικής παρουσίασης του άνδρα, προχωρεί, περαιτέρω, και σε μια σε βάθος ανάλυση τού ιστορικού του Γιάνναρη έπους, «Της Κρητικοπούλας». Την «Κρητικοπούλα» ο Γιάνναρης συνέθεσε κατά την αυτοεξορία του στο Ταϊγάνι της Ρωσίας και αναφέρεται στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866- 69 (1η του έργου έκδοση το έτος 1894 και αποτελείται από 4.029 ιαμβικούς ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, 157 κεφάλαια και άφθονες εκτενείς υποσελίδιες τού ποιητή, κατατοπιστικότατες, σημειώσεις).
Αντικειμενικό του σκοπό, κατά τον κ. Φουρναράκη, ο Χ. Μιχάλης Γιάνναρης είχε, γράφοντας το παρόν πατριωτικό του πόνημα, την προκοπή του λαού του, που ο μεγάλος αγωνιστής θεωρεί ότι επιτυγχάνεται με τη γνώση του ιστορικού παρελθόντος. Με την «Κρητικοπούλα» του, λοιπόν, ο Γιάνναρης θέλησε να ντύσει με την αθάνατη στολή της ποίησης τα γεγονότα της Κρητικής Ιστορίας που μας περιγράφει. Γιατί πίστευε ότι όταν ο λαός γνωρίζει εκτιμά καλύτερα τις δυνάμεις του και αποκτά σταθερή θέληση να συνεχίσει το έργο εκείνων που θυσιάστηκαν για το καλό της κοινωνίας και της πατρίδας και να φανεί αντάξιος συνεχιστής τους.
Η ανάλυση του κ. Φουρναράκη στην «Κρητικοπούλα» αναδεικνύει, για άλλη μια φορά- μετά το «Βουκολικόν» και τα «Άσματα Λαϊκά Κρητών» τού Π. Βλαστού που προηγήθηκαν- τις μοναδικές ικανότητές του στο είδος αυτό φιλολογικής εργασίας. Παντού, στις εισαγωγές του, αντικρίσαμε μακροσκελείς, δεκάδων σελίδων, και σε βάθος αναλύσεις. Ο κ. Φουρναράκης, στην παρουσιαζόμενη με το παρόν σημείωμά μας μελέτη του, θέτει επιτυχώς, και μετά από πολλή σκέψη, τη σφραγίδα του και ορίζει το ποίημα του Γιάνναρη ως «ιστορικό έπος», για να καταδείξει, ακριβώς, το πλάτος της αφήγησης και να το διαχωρίσει από τις άτεχνες ρίμες και την έμμετρη χρονογραφία. Στη συνέχεια, ανακαλύπτει ομοιότητες στην ποίηση τού Χ. Μιχάλη Γιάνναρη και τού Ομήρου, που τις εντοπίζει: α) στην επίκληση στην Παναγία- στον Όμηρο στη Μούσα, β) στην επιφάνια- θεοφάνεια τού Αγγέλου- στον Όμηρο των θεών, γ) στην ομιλία των γερόντων στη σύναξη τού Ομαλού- στον Όμηρο στην αγορά τού λαού και δ) στους ποιητικούς καταλόγους των παλικαριών- των νέων στην Ιλιάδα.
Μελετά, περαιτέρω, και εντοπίζει τις πρωτότυπες αφηγηματικές τεχνικές τού έργου και τον εσωτερικό διάλογο τού ποιήματος με άλλα λογοτεχνικά κείμενα, όπου διαπιστώνει ότι «Η Κρητικοπούλα» συνομιλεί με τη λογοτεχνική παράδοση του τόπου μας από τον Όμηρο μέχρι τον Ερωτόκριτο, τον Χορτάτση, τον Μπουνιαλή, το τραγούδι τού Δασκαλογιάννη, τον Σολωμό και τον Μαρκορά. Μελετά, επίσης, το συγκινησιακό πάθος της αφήγησης, τις πλούσιες επικές εικόνες, τη δραματικότητα, σε συνδυασμό με μιαν υπέροχη και ζώσα γλώσσα (πρόκειται, ακριβώς, γι’ αυτό το ιδίωμα της δυτικής Κρήτης των μέσων τού 19ου αιώνα). Όλ’ αυτά, κατά τον κ. Φουρναράκη, συνδημιουργούν ένα κείμενο που ξεχωρίζει ως μία σημαντική λαϊκή δημιουργία με την έννοια ότι αγγίζει τον παλμό της λαϊκής ψυχής και εκφράζει το πνεύμα τού κρητικού λαού.
Παρά τις όλως αποθαρρυντικές κρίσεις επί τού ποιήματος τού ανιψιού του Αντωνίου Γιάνναρη, καθηγητή Φιλολογίας τού Πανεπιστημίου τού Αγίου Ανδρέα της Σκωτίας («το γράφειν, σημειώνει χαρακτηριστικά ο ανιψιός Αντ. Γιάνναρης στον πολιό θείο Χ. Μιχάλη Γιάνναρη, είναι πάντη διάφορον τής φιλοπατρίας και τού ηρωϊσμού άτινα είναι τα κύρια σου γνωρίσματα και κεκτημένα κεφάλαια») και παρά το γεγονός, περαιτέρω, ότι το συγκεκριμένο πατριωτικό έπος μέχρι σήμερα ούτε μελετήθηκε ούτε αποτιμήθηκε όσο θα έπρεπε, όμως θεωρώ ότι με την παρουσιαζομένη μελέτη του ο κ. Φουρναράκης του προσέδωσε λογοτεχνική αξία, επιστημονικό κύρος και το ανέσυρε από την αφάνεια στην οποία είχε περιέλθει, 120 σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του, ενώ είναι αξιολογότατη, περαιτέρω, και άξια πολλών συγχαρητηρίων και ευχαριστιών και η πρόθεση του επιμελητή της έκδοσης να ακολουθήσει, εν ευθέτω χρόνω, και η κριτική έκδοση τού ποιήματος.
Πρόκειται για μίαν άκρως ενδιαφέρουσα επιστημονική έρευνα και επανέκδοση πρωτογενούς ποιητικού- ιστορικού υλικού. Τα θερμά μας συγχαρητήρια στον κ. Κων. Φουρναράκη και τους λοιπούς συντελεστές της έκδοσης, τους οποίους βεβαιώνουμε ότι: «ὂντως καλόν ἒργον εἰργάσαντο, ἐπειδάν καί ἐτελείωσαν αὐτό». Τέτοιες προσπάθειες μάς ενθαρρύνουν και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όσο ενδιαφερόμαστε και σκύβουμε πάνω από τις αιώνιες αξίες της τοπικής μας ιστορίας και του λαϊκού μας πολιτισμού, δεν χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα τού σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού και την ισοπεδωτική λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και του συγκρητισμού.
(Έκδοση «ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ Α.Β.Ε.», Βι.Πε Ηρακλείου 2013, σχ. 8ο (21 Χ 14), σσ. 223)