* Αφιέρωμα στη μνήμη του ακριβού φίλου Γιώργου Εκκεκακη, του ευσυνείδητου ιχνηλάτη της αλήθειας και της ιστορίας και ιεροφάντη της τέχνης.
Έχω ακούσει συχνά τον πρωθυπουργό να λέει «Δεν θα ξαναγυρίσουμε στη δεκαετία του 50» που δεν την έχει ζήσει. Κι εγώ που την έχω ζήσει απαντώ: «Μακάρι να ξαναγυρίζαμε». Παρ’ όλο ότι τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν στρωμένα με ρόδα. Με καταστραμμένη την οικογενειακή περιουσία. Με το πατρογονικό φαρμακείο άδειο από την αρπαγή των φαρμάκων από τους Γερμανούς και τη συντήρησή μας εκ των ενόντων, δεν το βάλαμε κάτω. Ο πατέρας είχε δημιουργήσει ένα μικρό νοικοκυριό από την Κατοχή και εντεύθεν. Μια κατσικούλα, λίγες κότες, κουνέλια κι έναν κήπο, στον οποίο τα λουλούδια τα αντικατέστησαν οι πατάτες και τα λαχανικά. Είχαμε φτώχεια αλλά είχαμε ελπίδα. Ακόμα και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές ο πατέρας αγωνιζόταν με νύχια και με δόντια, αλλά δεν έχανε τις ελπίδες του.
Οι εγκαταστάσεις ηλεκτροδοτικού δικτύου στα σπίτια υπήρχαν τώρα σε όλη την πόλη. Τη λάμπα πετρελαίου την αντικατέστησε το ηλεκτρικό φως. Αλλαγή θεαματική για την εποχή. Το «φανάρι» για τη φύλαξη των τροφίμων το αντικατέστησε το ψυγείο πάγου. Το ηλεκτρικό ψυγείο ήρθε πολύ αργότερα. Τη θέση που ήταν το μαγκάλι την πήρε η ξυλόσομπα και μετά η σόμπα πετρελαίου. Και το σημαντικότερο για τις νοικοκυρές, τη θέση της παραστιάς με τα κάρβουνα την πήρε η γκαζιέρα πετρελαίου.
Κάποτε μας έφερε άξαφνα στο σπίτι ο πατέρα ένα ραδιόφωνο. Τι ευτυχία ήταν εκείνη. Το ραδιόφωνο τότε ήταν μια συστηματική παροχή γνώσεων, που στοχεύει στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου αλλά και πολυπόθητη αναψυχή. Ποτέ δεν άκουγες την κενολογία, την μωρολογία και την αερολογία του σήμερα. Λόγος περιεκτικός και περίτεχνος. Γλώσσα άψογη ελληνική, αυθεντική και ανεπιτήδευτη. Ακόμα και οι μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων ήταν γλωσσικό μάθημα. Οι μορφωτικές εκπομπές ήταν πολλές αλλά και καταληπτές αν και βαθυστόχαστες.
Η γενιά μου στερήθηκε πολλά, αλλά χόρτασε τραγούδι. Τότε ακούσαμε εκείνα τα αξέχαστα μελωδικά, ποιοτικά και ποιητικά τα αθάνατα έντεχνα τραγούδια. «Η νύχτα γέρνει ολόχαρη» του Ξηρέλη και «Κάποιο δειλινό σαν όνειρο» του Μωράκη.
Ο Νίκος Γούναρης χαρακτηρίστηκε ο «τροβαδούρος της Αθήνας» και αναδείχτηκε ως ο κυριότερος ερμηνευτής του ελαφρού λαϊκού τραγουδιού. Θυμάμαι αργότερα στα φοιτητικά μου χρόνια τους χιλιάδες ακροατές του, που έσπευδαν τότε πατείς με πατώσε στο Ζάππειο, να ακούσουν τη χρωματισμένη φωνή του. Τότε τα στενά της παλιάς πόλης γέμιζαν μουσική από τους κανταδόρους με τις κιθάρες, τα μαντολίνα και τα ακορντεόν με το ζακυνθινό εκείνο «Να χαμηλώναν τα βουνά να ‘βλεπα το Λεβάντε».
Στις τοπικές εφημερίδες δημοσιεύονταν το νοηματικό ευτράπελο και ποιοτικό χρονογράφημα, αντί τις ακατάσχετες πολιτικολογίες και μάταιες φλυαρίες. Οι ετήσιοι αποκριάτικοι χοροί του Συλλόγου Κυριών στο Ωδείο και στην αίθουσα του Λυκείου με το κλαρίνο του Νίκου Περπυράκη, άφησαν εποχή. Ο σκοπός των διασκεδάσεων ήταν φιλανθρωπικός.
Άλλος συνηθισμένος τρόπος ψυχαγωγίας ήταν οι Ρεθεμνιώτες να σκαρώνουν φάρσες, είτε να διηγούνται ανέκδοτα, είτε σκωπτικές μαντινάδες για να προκαλέσουν τα γέλια. Εκείνο όμως το οποίο άλλοτε εθεωρείτο όχι μόνον όνειδος αλλά και ύβρις, τόσο με τη νεότερη σημασία της λέξης (βρισιά, απρεπής έκφραση) όσο και με την αρχαία (αλαζονική, υπεροπτική συμπεριφορά, ξιπασιά). Όχι πως δεν εψεύδοντο οι άνθρωποι, πως δεν υπήρχαν ψεύτες και δεν ακούγονταν τα ψέματα αλλά όχι σ’ αυτήν την έκταση της σημερινής ελληνικής ψευδομανίας.
Μήπως θα χρειαζόταν μια σοβαρή αντιμετώπιση, με τη δέουσα, ιδιαίτερη προσοχή και μια συστηματική εκστρατεία εκ μέρους όλων μας; Σήμερα η ψευτιά εμφανίζεται όλο και σε μεγαλύτερη συχνότητα και επομένως προκύπτει η αναγκαιότητα μιας μεγαλύτερης προσπάθειας, μιας τελέσφορης δραστηριότητας εναντίον του τρομερού αυτού ελαττώματος που εξευτελίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την υπόληψη. Εξ’ αυτής εξάλλου απορρέουν πολλές κολάσιμες πράξεις όπως η πρωτόγονη σήμερα, κοινωνική και πολιτική διαφθορά, διότι ο ψεύτης γίνεται και απατεώνας έτοιμος να διαπράξει κάθε είδους ατιμία.
Απαραίτητη η εισαγωγή του μαθήματος της «αλήθειας» στα σχολεία. Κανένα παιδί δεν τιμωρείται αναλόγως από τους γονείς του, είτε από τους διδασκάλους του διότι είπε ψέματα, ενώ τιμωρείται για άλλα ασήμαντα και χωρίς ηθικές συνέπειες παραπτώματα.
Δυστυχώς στην Ελλάδα παίρνουμε πολύ ελαφρά το ψέμα. Το ψέμα δεν θεωρείται ατιμία, πράξη ασύστολη, αδιάντροπη, που δεν περιορίζεται από ηθικούς φραγμούς, όπως συμβαίνει σε άλλους πολιτισμένους λαούς. Ούτω πως κυρώσεις κατά της ψευδολογίας δεν υφίστανται. Εξ’ απαλών ονύχων οι Έλληνες ψευδολογούν όπως αναπνέουν. Κανείς δε διέκοψε τις σχέσεις του, προς τον άνθρωπο που τον γέλασε μένα χονδροειδές και σκόπιμο ψέμα. Κανένας δεν προσβάλλεται αν τον πει ο άλλος ψεύτη, όπως θα συνέβαινε αλλού. Η εκστόμιση μιας ψευτιάς και ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ψεύτη εκλαμβάνεται ως θωπεία, ως εγκάρδια, φιλική συμπεριφορά. «Σώπα ρε ψεύτη», «ψέματα λες», «μας την κόλλησες πάλι την ψευτιά» είναι φράσεις που ανοίγονται συχνά, χωρίς να έχουν ουδεμία συνέπεια. Είδατε ποτέ να γίνει καυγάς κι εδώ και στα χωριά μας, να δημιουργηθεί επεισόδιο, να πέσει ξύλο, να ακουστεί ύβρις εξ’ αφορμής μιας ψευτιάς; Το ψέμα δεν το είδα να αναφέρεται ποτέ ούτε ανάμεσα στις «ασήμαντες αφορμές» του αστυνομικού δελτίου. Συνάρτησης της ελληνικής ψευδολογίας είναι και η ευχέρεια καταπατήσεως του όρκου. Κανένας άλλος λαός δεν ορκίζεται τόσο πολύ και τόσο συχνά όσον οι Έλληνες. Ορκίζονται για ψύλλου πήδημα. Κατεβάζουν όλους του Αγίους από τον ουρανό. Τρώνε, φανταστικά ευτυχώς, ακόμα και τα κόκκαλα του πατέρα τους. Το παρακάτω παράδειγμα ομιλεί αφ’ εαυτού.
• Αλήθεια μου λες;
• Να φάω τα κόκκαλα του πατέρα μου.
Αλλά υπάρχει η περίπτωση μεγαλόστομου όρκου «εξοφθαλμισμού».
• Μήπως με ξεγελάς;
• Να μου βγει το μάτι.
Και όμως, τόσον αυτός που… τρώει τα κόκκαλα του πατέρα του, όσον και αυτός που προσφέρει το μάτι του θυσία στην αλήθεια, σας έχουν πει ψέματα. Και τούτο διότι αν έλεγαν την αλήθεια δεν θα κατέληγαν σε τέτοια συμπεριφορά και δεν θα ορκίζονταν έτσι εύκολα.
Δεν θα καταδέχονταν να πάρουν όρκο για κάτι ως ευκόλως εννοούμενο. Και έτσι η ψευτιά βασιλεύει σήμερα, απ’ άκρη σ’ άκρη της ελληνικής επικράτειας. Έγινε πλέον ρουτίνα.
Η απόκρυψη της πραγματικής ηλικίας είναι ένα σπορ, το οποίο ασκεί αποφασιστική επίδραση ιδιαιτέρως στο γυναικείο φύλο και είναι σύνηθες φαινόμενο μετά τα πρώτα -ήντα. Στην αρχή κλέβουν ένα χρονάκι. Λένε δηλαδή 49 και το κοντέρ κολλάει εκεί μέχρι τα επόμενα -ήντα. Πολλές κυρίες μετέρχονται κάθε αθέμιτο μέσο, για να αναγράφεται άλλη ηλικία στην αστυνομική τους ταυτότητα, με αποκορύφωμα τις πρωταγωνίστριες του κινηματογράφου και του θεάτρου που οι βιογράφοι τους προσπαθούν μάταια να εντοπίσουν το πότε γεννήθηκαν.
Μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, έμποροι και αγοραστές, νέοι και γέροι, φίλοι και γνωστοί, προϊστάμενοι και υπάλληλοι ανταλλάσουν διαρκώς ψέματα μεταξύ τους και ακούμε συχνά να λέγεται στην κοινωνία «αυτό που είπες είναι πελώριο ψέμα», «μας έχεις φλομώσει στα ψέματα», «μην τον πιστεύεις είναι κι αυτό ένα από τα συνηθισμένα του ψέματα».
Τα παιδιά μάθανε να λένε ψέματα στους γονείς και οι γονείς να λένε ψέματα στα παιδιά τους. Κάποτε μάλιστα τα εκπαιδεύουν επαρκώς στην τέχνη της ψευτιάς.
• Γιωργάκη αν σ’ ερωτήσει η μαμά τι ώρα ήρθα στο σπίτι, να της πεις πως έχω δύο ώρες, που είμαι εδώ.
Και όμως τα παιδάκια τα καημένα δεν έχουν το ταλέντο της ψευτιάς. Το κουσούρι το αποκτούν από τους «νοήμονες» ενηλίκους.
• Μέσα είναι ο κύριος;
• Όχι κύριε, βγήκε …. απαντά η υπηρέτρια. Και το παιδάκι επεμβαίνει και τη διαψεύδει.
• Δεν βγήκε κύριε ο μπαμπάς. Μέσα είναι.
Και τότε τρώει ξύλο από τους γονείς του για να μάθει άλλη φορά… να λέει ψέματα!
Πρωταρχική, κοινωνική αναγκαιότητα να ξεκινήσει μια δυναμική εκστρατεία κατά της ψευτιάς. Το ερώτημα είναι ωστόσο ποιος να την ξεκινήσει.