Τα φετινά Χριστούγεννα θα βρουν τα παιδιά μας με το βλέμμα καρφωμένο στο τάμπλετ ή στο κινητό να ανταλλάσουν μηνύματα και να μετρούν «likes»
Καμιά σχέση με τα παιδιά μιας άλλης εποχής , που δεν μπορούσαν ούτε να φανταστούν τα προνόμια και τις ανέσεις των σημερινών παιδιών έστω και με επιδόματα
Τα παιδιά εκείνης της εποχής είχαν συνήθως και τους δυο γονείς αφού το διαζύγιο για τα χρόνια εκείνα ήταν κάτι το αδιανόητο για τα ήθη της εποχής
Ήταν όμως υποχρεωμένα να βοηθούν στο σπίτι με κάθε τρόπο κι αυτό σήμαινε λιγότερο παιχνίδι και ξεγνοιασιά με όρους Ιδιαίτερα τα παιδιά της ενδοχώρας από πολύ μικρά είχαν εξοικειωθεί με τις αγροτικές δουλειές
Ήταν πάντως τα Χριστούγεννα από τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης και την περίμεναν μικροί μεγάλοι με ανυπομονησία και εκτελώντας στο ακέραιο τα θρησκευτικά τους καθήκοντα Από τις 14 Νοεμβρίου εορτή του Αγίου Φιλίππου , ξεκινούσε και η νηστεία , την οποία τηρούσαν οι πάντες με θρησκευτική ευλάβεια.
Στα Ρεθεμνιώτικα χωριά από τον Οκτώβρη συνήθιζαν να εκτρέφουν σε κάθε σπίτι ένα χοίρο που εκτός από το γιορταστικό τραπέζι θα εξασφάλιζε μέχρι και τις απόκριες νόστιμα γεύματα στην οικογένεια με όσα θαυμαστά κληροδότησε από γενιά σε γενιά η φαντασία της νοικοκυράς για συνταγές με χοιρινό κρέας
Έτσι μετά το καψάλισμα και το πλύσιμο με βραστό νερό κρατούσαν την ποσότητα που χρειάζονταν για τα γιορταστικά τραπέζια και τα υπόλοιπα μετά από μια ευρηματική επεξεργασία με τσιγάριασμα , έμπαιναν με τάξη σε κιούπια αφού δεν υπήρχαν καταψύκτες εκείνους τους καιρούς
Το πρώτο γιορταστικό τραπέζι ήταν συνήθως βραστή χοιροκεφαλή με σούπα από ξινόχοντρο
Βασικό στοιχείο στο τραπέζι και το χριστόψωμο , που ιδιαίτερα στ’ Ανώγεια ήταν ένα έργο τέχνης
Τα Κάλαντα και μια εξωφρενική απόφαση
Τα Κάλαντα ήταν ένα πανάρχαιο έθιμο αλλά και μια ουρανόσταλτη πηγή εσόδων για τον παιδόκοσμο από καταβολής εθίμων της ελληνικής λαογραφίας
Τα παιδιά της πόλης ήξεραν ποιες πόρτες να κτυπήσουν για να φύγουν ευχαριστημένα
Το 1961 όμως μια δυσάρεστη έκπληξη περιμένει τους μικρούς καλαντιστάδες Σύμφωνα με εγκύκλιο του υπουργείου θα έπρεπε πλέον να λένε τα κάλαντα για την ενίσχυση του εθνικού ταμείου που είχε αναλάβει την προικοδότηση απόρων κορασίδων !!!
Αυτό και αν ήταν από τα ανήκουστα Και αν δεν κάνουμε λάθος η περίεργη αυτή απόφαση ήταν ο προάγγελος αυτού που θα ακολουθούσε για την προικοδότηση και πριγκίπισσας. Και αφορμή για να δοξαστεί η γεννιά του 114
Βρισκόμαστε όμως στα 1961 και οι δάσκαλοι δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τη νέα τους αυτή περιπέτεια Είχαν ωστόσο άξιο εκπρόσωπο Ήταν ο Ανδρέας Σταυρουλάκης Ο πολυγραφότερος συνεργάτης του τοπικού τύπου
Αρχικά καυτηρίασε το θέμα στη μόνιμη στήλη που διατηρούσε στην εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ με τίτλο ΕΦΗΜΕΡΑ
Για το φόβο των Ιουδαίων υπέγραφε ΕΦΗΜΕΡΟΣ αλλά και ποιος δεν γνώριζε το κοφτό , μεστό ύφος της πέννας του
Αξίζει το παραθέσουμε το συγκεκριμένο άρθρο που αναλύει και την τραγελαφική εκείνη εγκύκλιο :
«Ποικιλία καλαντάδων θα έχομε φέτος Στη πληθώρα των πιτσιρίκων που μεμονωμένοι ή καθ’ ομάδες , θα αμιλλώνται ποιοι θα τα ειπούν στα περισσότερα σπίτια και ποιοι θα πραγματοποιήσουν μεγαλύτερα κέρδη, θα προστεθούν χορωδίες από δασκάλους και καλλίφωνους μαθητές Γυμνασίων και Δημοτικών Το παρήγγειλε το Υπουργείον της Παιδείας με εγκύκλιο διαταγή του προς τους Επιθεωρητές Μέσης και Στοιχειώδους και οι τελευταίοι στους υφισταμένους των .Να λοιπόν το κράτος ανταγωνιστής προς τους πολίτες του.
Ζήλεψε τη θέση των πιτσιρίκων που μια φορά το χρόνο βλέπουν κι αυτά τη «χρυσή ημέρα» των ,κερδίζοντες ένα γενναίο χαρτζηλίκι από τα κάλαντα και βάλθηκε ασυλλόγιστα να τους εκτοπίσει Κι ίσως δεν ζημιώνει την ανώνυμη στρατιά των μικρομέγαλων καλαντάδων που θα περιέλθουν σε ίδιο λογαριασμό Αυτοί θα τα ειπούν και θα εισπράξουν Θα κάμουν το τζίρο τους Θα πλήξει όσους μαθητές πάρει ο κλήρος. Τους επίσημους Καλαντάδες Που θα περιβληθούν την υψηλή τιμή να ψάλλουν για λογαριασμό του κράτους Υψηλός ο σκοπός Αγαθοεργία. Φιλανθρωπική η πράξη της προικοδοτήσεως των απόρων κοριτσιών Κι ας λέμε πως είναι αναχρονιστική η συνήθεια της Προίκας Πόσο δεν διακηρύσσουν !!!ΤΗ λένε αγροίκο ,βάρβαρη Εμπορικό το γάμο που θεμελιώνεται σ΄ αυτή .Την απεχθάνεται η μεγαλύτερη μερίδα της υγιούς Κοινωνίας. Κι όμως η επίσημη Πολιτεία αγνοούσα όλα ταύτα την υποθάλπει και την αναζωογονεί με τα βιβλιάρια Προικοδοτήσεως. Λένε πως όσο υψηλά στέκεται κανένας τόσο μεγάλα σφάλματα κάνει. Δεν έχουν άδικο Ίσως οι περί τα μεγάλα προβλήματα μέριμνες των διαχειριζόμενων τις τύχες μιας χώρας δεν αφήνουν περιθώρια να στρέφουν τη σκέψη και τα ενδιαφέροντά τους στα μικρά Εκείνα που συνήθως βλέπουν οι πολλοί. Τα κατώτερα στρώματα Οι μεσαίες τάξεις .Ο αληθινός, ο αγνός , ο ανιδιοτελής ,αφτειασίδωτος και απονήρευτος Λαός. Αυτού του λαού παιδιά είναι όσοι θα στερηθούν της χαράς να αποκτήσουν το αγαπημένο τους καλαντίστικο χαρτζιλίκι. Όπως κατά το παρελθόν. Αυτού του λαού, το φτωχού και βασανισμένου χωριού τα σχολεία θα στερηθούν των ολίγων εκατονταδράχμων με τα οποία ο Δάσκαλος θα αγόραζε ένα Γεωγραφικό Χάρτη και λίγες κιμωλίες Γιατί τα σχολεία της υπαίθρου κυρίως πλήττει η πρωτάκουστη διαταγή. Δεν έχουν άλλους πόρους Ούτε από το κράτος ούτε από την κοινότητα Ο πλουτισμός των σχολείων με όργανα και έπιπλα αφίεται στην πρωτοβουλία του δασκάλου Και ξύνει το κεφάλι του πώς να τα εξοικονομήσει Ανωδυνότερος τρόπος ήταν τα κάλαντα Μα του αφαιρέθηκε με τον ευσχημότερο τρόπο Όποιος κι αν ήταν ο εμπνευστής άξιος ο μισθός του …»
Είναι περιττό να φανταστούμε την απήχηση που είχε το άρθρο αυτό Οι δάσκαλοι όμως είχαν αρχίσει να νοιώθουν άβολα καθώς φαντάζονταν τους εαυτούς τους να γυρίζουν πόρτα πόρτα με τα κοπελάκια να λένε τα κάλαντα για να στείλουν στο ταμείο προικοδότησης απόρων κοριτσιών την είσπραξη
Ο Ανδρέας Σταυρουλάκης όμως και ως πρόεδρος του διδασκαλικού συλλόγου και δεν περιορίστηκε μόνο στην αρθρογραφία Θυμόμαστε πόσο αποφασιστικός και δυναμικός γινόταν μπροστά σε κάθε μορφής παραλογισμό σε βάρος του κλάδου του
Και φαίνεται πως θα είχε φέρει αποτέλεσμα η όποια του αντίδραση αν κρίνουμε από την παρακάτω επίσημη ανακοίνωση του συλλόγου που έκανε το σύνολο των συναδέλφων του να στενάξουν με ανακούφιση
Ο Διδασκαλικός Σύλλογος ανακοινοί
Ως προκύπτει εκ του περιεχομένου της υπ’ αριθ. 305 εγκυκλίου του κ. Υπουργού Παιδείας ΟΥΔΕΜΙΑΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΙΝ έχουν οι Διδάσκαλοι όπως συνοδεύουν τους μαθητάς άδοντας τα κάλαντα.
Απλώς υποχρεούνται δια την προπαρασκευήν των ομάδων Καλάντων και να θέσωσι ταύτας εις την διάθεσιν των αρμοδίων υποεπιτροπών Με υπ αριθμ 333 τηλ εγκυκλίου του ιδίου οι διδάσκαλοι δύνανται ελευθέρως να μεταβώσι και να διέλθωσι τας εορτάς εις τους τόπους καταγωγής των κατά τας διακοπάς των Χριστουγέννων
ΡΕΘΥΜΝΟ 22-12-1961
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ»
Τουλάχιστον οι δάσκαλοι γλίτωσαν από την αγγαρεία του γύρου για κάλαντα και επιπλέον είχαν τη δυνατότητα να κάνουν γιορτές σπίτια τους Γιατί την εποχή που μιλάμε ήταν κιαυτό ένα προνόμιο. Γιατί η ζωή κάθε εκπαιδευτικού τα πικρά εκείνα χρόνια ,εξαρτάτο από τα κέφια του κάθε επιθεωρητή και κατά πόσον ήταν αρεστός ο δάσκαλος
Στην κόλαση του Μελκ
Δεν ήταν πάντα τα Χριστούγεννα γιορτή χαράς Σε δίσεκτες εποχές κάποιοι βίωσαν και Χριστουγεννιάτικα τη φρίκη
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κώστας Ξεξάκης θύμα της ναζιστικής κατοχής που είχε περάσει Χριστούγεννα στην κόλαση του Μέλκ Και είχε αναφέρει σχετικά σε σημείωμά του
«Βαθιά μέσα στο βουνό -στις Άλπεις της Αυστρίας- προχωρούσαν εννέα κεντρικές γαλαρίες-τούνελ. Τις είχαμε ανοίξει εμείς οι ίδιοι, οι 30-40 χιλιάδες κρατούμενοι του στρατοπέδου «Μελκ» της Αυστρίας που ήταν εξάρτημα του Μαουτχάουζεν. Οι γαλαρίες, σαν τεράστιες τρύπες προχωρούσαν δύο έως τρία χιλιόμετρα, παράλληλες μεταξύ των. Και κάθετα σ’ αυτές άλλες μικρότερες, πολλές εκατοντάδες.
Σιδηροτροχιές για μεγάλα τρένα και μικρά ντεκοβίλ, διασταυρώνονταν μέσα στις γαλαρίες. Εκατοντάδες βαγόνια κυλούσαν πάνω τους. Άλλα τα ‘σπρωχναν μηχανές κι άλλα οι εργάτες. Σε πολλές γαλαρίες είχαν ήδη εγκατασταθεί τεράστια συγκροτήματα εργοστασίων, που κατασκευάζουν πολεμικά είδη. Όπλα και εξαρτήματα τανκς.
Μέσα στις γαλαρίες, δούλευαν συνεχώς όλο το 24ωρο, περί τους 6.000 εργάτες. Όλοι εχθροί του Γ’ Ράιχ. Και 500 Γερμανοί στα νευραλγικά πόστα. Δυο χιλιάδες εργάτες δούλευαν μπιστολέτο-αεροτρύπανα -που τρυπούσαν το σκληρό πέτρωμα του βουνού και μεγάλωναν το τούνελ.
Τρεις βάρδιες εναλλάσσονταν κάθε οκτώ ώρες.
Δούλευα στη βάρδια που ‘χε ωράριο από τις 10:00 τη νύχτα έως τις 6:00 το πρωί. Ρουχαλάκια λεπτά χωρίς φόδρα και ξύλινα πέδιλα. Βρεγμένοι συνήθως μέχρι να μπούμε στις γαλαρίες, κουρελήδες, πεινασμένοι, αποσταμένοι κι άρρωστοι οι περισσότεροι. Έξω το κρύο ήταν κείνες τις μέρες 29 κάτω από το μηδέν. Μέσα στις γαλαρίες ήταν κατά τόπους γύρω στο μηδέν.
Τα μηχανήματα που δούλευαν ασταμάτητα τα τρενάκια, οι κυλιόμενες κορδέλες μεταφορών, τα φουρνέλα και προ παντός τα 2000 μπιστολέτα συνέθεταν μια διαβολική συναυλία θορύβων που τράνταζε τα’ αυτιά κι έφερνε ζάλη.
Καταφέρναμε πότε πότε να δουλεύουμε μαζί πέντε-έξι Έλληνες για να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο με μισόλογα. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι, από τις άλλες Εθνότητες. Κυριακή ή αργία δεν υπήρχε. Η δουλειά δεν σταματούσε. Είχαμε χάσει το ρυθμό του χρόνου. Ρωτούσαμε πολλές φορές να μάθουμε:
– Τι μέρα είναι σήμερα;
Εκείνη τη νύχτα δούλευα κοντά σε τέσσερις-πέντε άλλους Έλληνες. Κρατούσα ένα φτυάρι και παλάμιζα λασποχώματα. Οι άλλοι κασμάδες, ή καροτσάκι.
Κόντευε να τελειώσει η βάρδια κι είχαμε αποκάμει πια. Ακοίμητη προσοχή όμως απ’ όλους -προς τα πού κοιτάζει ο επιστάτης. Και η κυριότερη μέριμνα επιβίωσης. Λίγη-λίγη δουλειά για να μην ξοδιάζουμε δύναμη. Και πότε πότε η φοβερή προειδοποίηση «Το νου σας, έρχεται ΕΣ- ΕΣ».
Δίπλα μου δούλευε ένας νέος από τον Βόλο.
Ήταν όμορφος και λεβέντης άλλοτε και τον συμπαθούσαν όλοι, γιατί είχε χρυσή καρδιά. Ήταν ψάλτης σε εκκλησία του Βόλου. Είχε μια υπέροχη κρυστάλλινη φωνή. Ήταν ο Κώστας Παπασακελλαρίου.
Δεν ξέρω τι του ‘ρθε σε μια στιγμή εκείνη τη νύχτα. Πλησίαζε έναν-έναν από μας και μας τραβούσε να πλησιάσουμε όλοι κοντά. Έσμιξαν σχεδόν τα κεφάλια μας και μας αγκάλιασε. Έσκυψε στη μέση μας κι άνοιξε το στόμα του… Σιγανά και γλυκά πολύ γλυκά, με κείνη τη μελωδική κι αγγελική φωνή του άρχισε να ψάλει:
– Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ…».
Ακούγαμε άφωνοι. Από τον Ουρανό ερχόταν εκείνη η Θεϊκή μελωδία. Άγγελοι έψαλαν. Ανατρίχιασαν τα παγωμένα μέλη μας. Τα μάτια θάμπωσαν. Θα ‘ταν ίδια η μελωδία που άκουσαν οι αγραυλούντες ποιμένες.
Στα χέρια μας έπεσαν κάτι σταγόνες ζεστές. Ήταν δάκρια …Ακούστηκε ένας λυγμός. Κι ύστερα πολλοί.
Το τροπάρι δεν έφτασε ως το τέλος.
Πνίγηκε από τους λυγμούς και του ίδιου του ψάλτη. Μας έσπρωξε γρήγορα…
«Χριστούγεννα είναι σήμερα παιδιά!!! Άντε και του χρόνου στα σπίτια μας».
Ήταν καιρός. Ένας επιστάτης φάνηκε να έρχεται. Αρπάξαμε τα φτυάρια.
Έτσι μάθαμε πως κείνη η μέρα ήταν Χριστούγεννα. Κι αυτός ήταν ο εκκλησιασμός μας. Κι όσοι άκουσαν εκείνη την ουράνια ψαλμωδία με τους χρυσούς τόνους δεν την ξεχνούν.
– Και του χρόνου στα σπίτια μας. Η ευχή έπιασε μόνο μερικούς.
Ο Κώστας Παπασακελλαρίου πέθανε αργότερα. Στις 2 Φεβρουαρίου 1945. Η στάχτη του έμεινε εκεί στο Μέλκ της Αυστρίας.
Και το πάθημα του Εβραίου
Αρχές του περασμένου αιώνα , αυτή τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης πέρασε μεγάλη λαχτάρα ένας …Εβραίος , στον οποίο είχαμε αναφερθεί εκτενώς σε προηγούμενο αφιέρωμα
Ήταν ο Μωυσής Βαρούχ που αξιοποιούσε με το αζημίωτο κάθε εξυπηρέτηση που εκανε σε κάθε ταλαίπωρο Ρεθεμνιώτη που χτυπούσε την πόρτα του Έπινε κυριολεκτικά το αίμα τους γιαυτό και ήταν μισητό πρόσωπο
Κάποια Χριστούγεννα, μετά τη Θεία Λειτουργία, μαζεύτηκαν οι Ρεθεμνιώτες να δουν ένα δράμα που παρουσίασε ομάδα νέων με τίτλο «Η αναίρεσις των εν Βηθλεέμ νηπίων».
Στο ρόλο του Ηρώδη, ήταν ένας νέος από ξεπεσμένη πλούσια οικογένεια, για την καταστροφή της οποίας δεν ήταν άμοιρος ευθυνών ο Βαρούχ.
Έτσι, από μια ενδόμυχη επιθυμία εκδίκησης, ο νεαρός ερμήνευσε το ρόλο του μιμούμενος τη φωνή και τις κινήσεις του Βαρούχ, στον οποίο είχε περιέλθει η περιουσία της οικογένειας του νέου μετά από κατάσχεση. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος εκτόνωσης αναμφίβολα.
Από υπερβάλλοντα ζήλο μάλιστα, άρχισε να βάζει και δικά του λόγια στο κείμενο βρίζοντας το νεογέννητο Χριστό -τι Ηρώδης θα ήταν άλλωστε- με αποτέλεσμα να ξεσηκώσει το κοινό εναντίον του Βαρούχ, που έξαλλο κατευθύνθηκε στο σπίτι του ανεπιθύμητου τσιγκούνη.
Εκείνη την ώρα ο Εβραίος με την οικογένειά του καθόταν στο τραπέζι για φαγητό.
Ο όχλος απ’ έξω άρχισε να φωνάζει, να τον βρίζει και να του ζητά επίμονα να βαπτιστεί.
Εκείνος για να προστατεύσει την οικογένειά, από καμιά ανεπιθύμητη έφοδο με απρόβλεπτες συνέπειες, πήρε κουράγιο και βγήκε ν’ αντιμετωπίσει μόνος του το έξαλλο πλήθος.
«Μα τι σας έκανα βρε παιδιά», φώναζε. «Εγώ έσφαξα τα παιδιά; Μήπως ζούσα τότε;».
Μάταια ικέτευε να τον λυπηθούν. Αν δεν βαφτιζόταν χριστιανός «την είχε βάψει». Φαίνεται πως δεν είχε βρει άλλο τρόπο το μανιασμένο πλήθος, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Τι να κάνει; Προκειμένου να λυντσαριστεί αποφάσισε να τους κάνει το χατίρι. Σάμπως τι είχε να χάσει;
Μερικές μόνο αναδρομές σας καλέσαμε να κάνετε πίσω στο χρόνο που είχαν έντονο χριστουγεννιάτικο χρώμα Άλλη φορά θα επανέλθουμε με περισσότερες