«…Ήρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά – Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ’ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην».
Αυτές τις Χριστουγεννιάτικες μέρες του 2017, καθώς περνούσα έξω από μια ασφυκτικά γεμάτη καφετέρια της πόλης, πέρασε άξαφνα από το νου μου μια παράξενη ιδέα – ψευδαίσθηση θα μπορούσα να την πω: Πως όλοι ανεξαιρέτως οι θαμώνες της καφετέριας ήταν προσηλωμένοι στην οθόνη του «σμαρτ» κινητού τους πάνω στην οποία είχαν «κατεβάσει» και διάβαζαν διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη!
Αληθινή ψευδαίσθηση έως παράκρουση ήταν σίγουρα αυτό που φαντάστηκα εγώ, ένας αδιόρθωτος νοσταλγός («φαν» τον λένε σήμερα) της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής παιδείας, που δεν θα μπορούσε να ζήσει μέρες Χριστουγέννων χωρίς να (ξανα)διαβάσει έστω ένα από τα κλασικά Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του κοσμοκαλόγερου των ελληνικών γραμμάτων.
«…Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς…».
Ήταν μια άλλη εποχή οι δεκαετίες του 60 και του 70 και ήταν ένα άλλο, χειμωνιάτικο Ρέθυμνο, μελαγχολικό και συννεφιασμένο, ήταν τόσο ταιριαστός ο Ρεθεμνιώτικος Δεκέμβρης εκείνης της εποχής με το κλίμα του Παπαδιαμάντη. Τότε διάβασα πολύ Παπαδιαμάντη και τότε διαμόρφωσα την ικανότητά μου να μιλώ και να γράφω σωστά ελληνικά. Τότε επίσης συνειδητοποίησα την έμφυτη κλίση μου στη λογοτεχνία.
Τα κείμενα του κυρ – Αλέξανδρου με ακολουθούν από τότε. Σήμερα πια καταλαβαίνω περισσότερα γι’ αυτόν. Νοιώθω ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν ένας συνεσταλμένος – στοργικός θαυμαστής και συμπαραστάτης των απλών ανθρώπων της βιοπάλης, ένας βαθύς γνώστης της ελληνικής γλώσσας, ένας συγγραφέας που έπαιρνε το μικρό – ασήμαντο και με τη δύναμη του λόγου του το έκανε μεγάλο και σημαντικό. Βλέπω τη μορφή του να διαστέλλεται μπροστά μας σήμερα και να ξαναγίνεται επίκαιρη, μια παρηγοριά για την Ελλάδα του σήμερα, την πολύπαθη και σαστισμένη.
Γι’ αυτό, μη γελάσετε που φαντάστηκα όλους τους θαμώνες της καφετέριας να διαβάζουν Παπαδιαμάντη. Θα μπορούσε να συμβεί. Μακάρι να είχε συμβεί.
«…Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του έρημου εκεινού βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ’ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του…».
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός