Πρόκειται για μια ερωτική νουβέλα με διάφορες διαβαθμίσεις του ροζ, που μόνο μια επιφανειακή ανάγνωση θα άφηνε στην αφάνεια τους θησαυρούς των βαθύτερων προβληματισμών της.
Βασικό θέμα η σχέση ενός άνδρα και μιας γυναίκας που έχουν ξεπεράσει το ευρύ χάσμα των διαφορετικών γενεών όχι όμως και το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς και την αισιόδοξη προοπτική της ζωής. Ένα ζευγάρι που μοιάζει να ισορροπεί πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας ή να χορεύει πάνω σε μια παγωμένη λίμνη και από στιγμή σε στιγμή κινδυνεύει να βρεθεί κάτω από το σχοινί ή τη θρυμματισμένη κρούστα.
Πρόκειται για λογοτεχνία εσωτερικού/κλειστού χώρου, με ελάχιστες αναφορές στο εξωτερικό περιβάλλον. Η «μέλαινα χολή», που είναι και ο τίτλος, διαπερνά σαν την υγρασία όλη την νουβέλα, αν και σε κάποια σημεία αφήνει εντονότερες και πιο εκτεταμένες στάμπες στο βασικό σκηνικό που είναι το εσωτερικό του σπιτιού κυρίως του κεντρικού ήρωα, όπου η παρακμιακή, διαλυτική ατμόσφαιρα αντικαθρεφτίζει την αντίστοιχη ψυχική κατάσταση του ήρωα, αλλά και της ηρωίδας.
Ένα σπίτι. Βέβαια, που μέσα στο μεγαλοαστικό περιβάλλον της πυκνοκατοικοιμένης μοναξιάς, λειτουργεί για το «αγοραφοβικό» ήρωα σαν όαση. Μια όαση όμως που απουσιάζει η επώαση του νέου, της αλλαγής, του αισιόδοξου.
Η νουβέλα έχει τη μορφή παρατεταμένου μονολόγου, με αφηγητή τον κεντρικό ήρωα και δέκτη την κεντρική ηρωίδα, που σε κάποια σημεία τουλάχιστον ο αναγνώστης υποψιάζεται ότι αποτελεί την περσόνα της συγγραφέα. Ίσως πρόκειται για ένα εσωτερικό μονόλογο του κεντρικού ήρωα που λειτουργεί ως λυτρωτικός αυτοσκοπός, ως θεραπευτικό αντίδοτο στη μοναξιά του. Ίσως πρόκειται για εξομολογητικό ή απολογητικό μονόλογο που σε μια κρίσιμη στιγμή δικού της απολογισμού αναστοχάζεται, διαβάζει ή ακούει η ηρωίδα, προκειμένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις εκείνες που θα την απεγκλωβίσουν από τη στατική κατάσταση που ζει και να βάλει στη θέση της τις δυναμικές προοπτικές της ζωής της.
Η νουβέλα σταματά όχι τυχαία στην ίδια σελίδα ενός μισοτελειωμένου βιβλίου της ηρωίδας. Η απάντηση της ηρωίδας στον παρατεταμένο μονόλογο είναι η…. σιωπή, που δεν ξέρεις αν λειτουργεί σαν ηχηρή άρνηση ή κατάφαση. Ίσως την απάντησή αφήνει να την «αποφασίσει» ο αναγνώστης, που από την αρχή έχει βάλει στο παιχνίδι ως συνακροατή ή ακόμη ως συνοδοιπόρο.
Το ψυχογραφικό στοιχείο είναι έντονο και γίνεται τόσο εντονότερο όσο η αναδρομική αφήγηση χώνεται όλο και βαθύτερα στις παιδικές τραυματικές εμπειρίες των δύο ηρώων και κυρίως το αίσθημα εγκατάλειψης και απουσίας, αδιάφορα αν είναι διαφορετικής αιτιολογίας. Πρόκειται για τις κινητήριες δυνάμεις της συμπεριφοράς των δύο ηρώων, που ο ένας για τον άλλο λειτουργεί και σαν γονεϊκό υποκατάστατο, με όποιες προεκτάσεις θα μπορούσε να δώσει κανείς σ’ αυτό.
Μια δεύτερη ανάγνωση, αφαιρεί από τα «πρόσωπα» την ταυτότητα και τη μοναδικότητα και τα μετατρέπει σε τύπους. Τα «πράγματα» παίρνουν συμβολικές προεκτάσεις, παραπέμποντας σε μια άλλη, διαχρονική πραγματικότητα: Είναι η συνάντηση του παρηκμασμένου κόσμου του χθες με το νέο (αλλά τραυματισμένο) κόσμο του σήμερα, ενός κόσμου καταστροφικού με ένα κόσμο αυτοκαταστροφικό. Μια συνάντηση «συναινετική», που βρίσκεται σε πλήρη αντίστιξη με τη δυναμογόνα, την αειφόρα σύζευξη παρελθόντος και παρόντος. Η αποβολή -ηθελημένη ή αθέλητη- της ηρωίδας παραπέμπει, θα λέγαμε, συμβολικά στην… αφορία αυτής της σχέσης. Με μια άλλη διατύπωση θα λέγαμε ότι η νουβέλα παραπέμπει σ’ όλους εκείνους τους «μοιραίους», που δεν τολμούν να αποτελματωθούν και να επέμβουν ενεργά στη ζωή, οπότε ίσως έτσι γίνεται έμμεσα καταγγελτική. Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για τις κομβικές φράσεις του κεντρικού ήρωα: «Το σπίτι είναι ο τάφος μου που έσκαψα με τα ίδια μου τα χέρια και το έντυσα με τη φρίκη μου», «Διασκεδάζω με τις πτώσεις μου», «Μόνο μέσα στο κενό μπορώ να περιφέρομαι»…
Για τις όποιες ερμηνευτικές αυθαιρεσίες μου, ζητώ συγγνώμη από τη συγγραφέα, αν και ένα λογοτεχνικό έργο, από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του συγγραφέα, όπως λέγεται, ανήκει στον αναγνώστη και στις αναγνώσεις του.
Εκείνο που προδιαγράφει αισιόδοξες προοπτικές για τη συγγραφέα είναι όχι μόνο το σημαινόμενα αλλά τα σημαίνοντα. Το ρέον ύφος, η κοφτή γλώσσα, η ρεαλιστική γραφή. Μια γλώσσα που ως σωστό χρηστικό εργαλείο φέρνει στην επιφάνεια «πρόσωπα και πράγματα», χωρίς παραποιήσεις-ωραιοποιήσεις ή παραποιήσεις.
Σημειώνω, τέλος, ότι η Χρυσοξένη Προκοπάκη είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών και ασχολείται με την επιμέλεια και τη διόρθωση κειμένων. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε περιοδικά, εφημερίδες, καθώς και στον ιστότοπο. Έργο σημαντικό αλλά ελάχιστο μπροστά σ’ αυτό που έχει να δώσει αλλά και περιμένουμε από αυτή.