Αυτές οι ιδεοληψίες του «ελληνικού κρατισμού» και της ψευδο-προοδευτικότητας, επέτρεψαν σε συντεχνιακές-κομματικές στρατιές να μονοπωλούν και να λεηλατούν τα δημόσια αγαθά, χωρίς κανείς να ελέγχεται και να λογοδοτεί, βουλιάζοντας ολοφάνερα τον τόπο.
Όλα αυτά τα χρόνια ως κοινωνία πιστέψαμε ότι «μπορεί» να υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που μπορεί να καταναλώνει χωρίς να παράγει. Γιατί για πολλά χρόνια τώρα, τα δανεικά μας επέτρεψαν να ζούμε στις ψευδαισθήσεις μας, αποφεύγοντας την πραγματικότητα με κάθε μέσο. Γιατί πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση, είχε αρχίσει να δημιουργείται μια τάξη νεόπτωχων που ήταν αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που αντί να δημιουργεί πλούτο τον κατέστρεφε σε ένα χυδαίο και αλαζονικό πάρτι διάβρωσης συνειδήσεων και εκφυλισμού θεσμών.
Κι όμως, παρά τις μεγάλες προσπάθειες που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα, προκειμένου η χώρα να ξεπεράσει αυτές της νοοτροπίες που την έφεραν στην παρολίγο χρεοκοπία, η Ελλάδα έμενε -και δυστυχώς φαίνεται να παραμένει- για χρόνια κολλημένη σε ιδεοληψίες κρατισμού και ψευδο-προοδευτικότητας.
Μιας ψευδο-προοδευτικότητας, η οποία ερμηνεύει τον «προοδευτικό» ως αυτόν που δεν θέλει να αλλάξει τίποτε από εκείνα που καταφανώς καταστρέφουν τη χώρα, όπου «ακραιφνής δημοκράτης» εμφανιζόταν όποιος ήθελε να λεηλατεί το δημόσιο πλούτο χωρίς να ελέγχεται και χωρίς να λογοδοτεί, όπου συντεχνίες κομματικών στρατών και πάσης φύσεως «ημετέρων» μονοπωλούσαν τις ΔΕΚΟ, τις δημόσιες υπηρεσίες, τα δημόσια αγαθά, διατηρώντας το δικαίωμα να κατεβάζουν τους διακόπτες όποτε ήθελαν, για να εκβιάσουν για κλαδικά τους αιτήματα.
Να πληρώνονται από τον Έλληνα φορολογούμενο, αλλά να του προσφέρουν ελάχιστα σε συνθήκες απόλυτης αδιαφάνειας, χωρίς να λογοδοτούν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν και πολλές ΔΕΚΟ, αντιπαραγωγικές, μη κερδοφόρες, συνώνυμο της αδιαφάνειας και της σπατάλης με σύγχρονα και ακριβοπληρωμένα μηχανήματα να σαπίζουν, με αρκετούς αργόμισθους ακόμη και σήμερα που με κάποιο «μαγικό» τρόπο πληρώνονταν εξωφρενικές υπερωρίες και με τους Έλληνες πολίτες απ’ την άλλη να καλούνται με τις πραγματικές θυσίες τους να συντηρήσουν αυτές τις πρακτικές. «Γιατί όλα αυτά; Για να μην πειράξουμε τους προοδευτικούς. Για να παραμείνουμε και εμείς δημοκράτες…». Αλήθεια αυτό σημαίνει δημοκρατία και προοδευτικότητα;
Όλα αυτά προσβάλουν πρωτίστως την ίδια την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα το οποίο για πρώτη φορά έχει την πολιτική βούληση να εξυγιάνει αυτό τον απίθανο λαβύρινθο διαφθοράς και σπατάλης και βρίσκεται απέναντι σε μια άλλη Ελλάδα -αλαζονική- που ζει στις «πράσινες κοιλάδες» του «βαθέως» κράτους και αδιαφορεί για το 1.5 εκατομμύριο ανέργων, αλλά θέλει να διατηρήσει τα προνόμια ορισμένων εργαζομένων και όλα αυτά στο όνομα του προοδευτισμού και της δημοκρατικότητας, πλήττοντας όμως – δυστυχώς- και έντιμους και ευσυνείδητους εργαζόμενους.
Το συμπέρασμα είναι ένα… αν δεν μπορούμε να καταρρίψουμε τα προνόμια των λίγων, αν δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη λεηλασία του δημοσίου, αν δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις ιδεοληψίες του παρελθόντος, τότε σίγουρα δεν μπορούμε να αλλάξουμε την Ελλάδα.
Tα τείχη όσο ψηλά και γερά κι αν είναι, κάποια στιγμή πέφτουν!
Έχουν περάσει 35 χρόνια, από τις 9 Νοέμβρη του 1989, που το τείχος του αίσχους, όπως το ονόμαζαν, το τείχος...