Την είπαν «ανταρτοφωλιά» κι ακόμα ακούγεται ως «ανταρτομάνα». Όπως κι αν την αποκαλέσεις είναι πάντα η Κοξαρέ των αγώνων για τη λευτεριά και τη δημοκρατία. Είναι από τις περιοχές που έμειναν αυστηρά προσηλωμένες στις ιδεολογικές τους επιλογές. Θυμάμαι όταν ήταν βραδιά εκλογών και ερχόταν τηλεγράφημα αποτελεσμάτων από Κοξαρέ το στυλό πήγαινε κατευθείαν σε συγκεκριμένη παράταξη.
Κτισμένη στους πρόποδες του όρους Κουρούπα, που θεωρείται γεωλογική συνέχεια των Λευκών Ορέων, βρίσκεται λίγο πριν από τη Μονή Πρέβελη και απέχει 25 χιλιόμετρα από το Ρέθυμνο. Να οφείλεται στις ομορφιές της φύσης, αφού από την Κοξαρέ αρχίζει το Κουρταλιώτικο φαράγγι, που οι κάτοικοι δεν επέτρεψαν ποτέ στον εχθρό να μολέψει τον τόπο τους; Σημασία έχει ότι κανένας κατακτητής δεν έμεινε ατιμώρητος για τα εγκλήματά του από τους λεβέντες που ανέδειξε η περιοχή. Κι ας τους στοίχισε μέχρι και ολοκαύτωμα του χωριού τους αυτή η τόση αποκοτιά τους.
Το χωριό πέρα από τους Καλλέργηδες μια ιστορική οικογένεια που θα μας απασχολήσει ιδιαιτέρως σεμνύνεται και για μορφές που έγραψαν ιστορία.
Ας θυμηθούμε μερικούς σπουδαίους αγωνιστές που αφιερώθηκαν στον αγώνα. Και δεν μπορούμε να μη βάλουμε αρχή από τους Μαθιουδάκηδες.
Ο σοφός καθηγητής ο ασυμβίβαστος αγωνιστής
Ο Γιάννης Μαθιουδάκης, ο αξέχαστος καθηγητής, κορυφαίος της Αντίστασης γεννήθηκε στην Κοξαρέ στις 25 Μαρτίου 1906 από αγροτική οικογένεια. Πάλευε η μάνα Θεονύμφη μια άγια μορφή, να τα φέρει βόλτα. Ο Γιάννης βίωσε από μικρός την ανάγκη περισσότερης κοινωνικής δικαιοσύνης. Έτσι όταν πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει φιλολογία δεν άργησε να ενταχθεί στην Αριστερά.
Μάρτιο του 1930 έλαβε το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διορίστηκε το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου στο Γυμνάσιο της Νάξου και τρία χρόνια αργότερα μετατέθηκε στο Στ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών.
Από την Αθήνα μετατίθεται στο «εν Παλαιοχώρα Προγυμνάσιον» και στις 13 Φεβρουαρίου 1940, συλλαμβάνεται στο Γυμνάσιο Παλαιόχωρας από τις Αρχές της δικτατορίας του Μεταξά, για τα πολιτικά του φρονήματα και μετάγεται στην Αθήνα απ’ όπου απολύεται και γυρίζει στην Παλιόχωρα.
Η πρώτη του δυναμική παρουσία ήταν εκεί, όταν οι Γερμανοί μετά τη Μάχη της Κρήτης προχώρησαν σε αντίποινα. Όταν ο Μαθιουδάκης έμαθε για τη σύλληψη ομήρων κατέβηκε από το βουνό που είχε καταφύγει και σε άπταιστα Γερμανικά απευθύνθηκε στους ναζί. Μιλώντας στη γλώσσα τους προσπάθησε να τους εξηγήσει τη σημασία του ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ. Και τους εντυπωσίασε τόσο που άφησαν τους μελλοθάνατους ελεύθερους.
Μετά τη Μάχη της Κρήτης αναχωρεί οικογενειακώς για τη γενέτειρά του, την Κοξαρέ, όπου παρέμεινε δύο – τρεις μήνες. Το Σεπτέμβριο του ’41 αναλαμβάνει καθηγητής στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου και το ’42 προσχωρεί στο ΕΑΜ και αναδεικνύεται ηγετικό στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης στο Νομό Ρεθύμνου.
Το ’42 ή το ’43, ιδρύει την αντιστασιακή εφημερίδα «Νίκη», το ’43 εκφωνεί πατριωτικό λόγο στους μαθητές μετά την αναγγελία του θανάτου του Κωστή Παλαμά και οι Γερμανοί επιχειρούν να τον συλλάβουν, αλλά διαφεύγει και διακόπτει αυτοβούλως τη διδασκαλία του στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου. Από τότε αφιερώνεται αποκλειστικά στον αντιστασιακό αγώνα κατά των Γερμανών.
Από τους ιδρυτές του ΕΑΜ
Ο Γιάννης Μαθιουδάκης έβαλε, ως συνειδητοποιημένος αριστερός, το σπόρο για να φυτρώσει το ΕΑΜ στο Ρέθυμνο και ήταν μια αξιοθαύμαστη προσωπικότητα με ήθος και αξιοπρέπεια. Μύησε στις τάξεις της αντίστασης καπετάνιους και πρωτοπαλίκαρα που προωθήθηκαν στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ και διακρίθηκαν σε μάχες και άλλα πολεμικά γεγονότα. Ήταν από τα διακεκριμένα στελέχη του ΕΑΜ στην Κρήτη.
Τέλος Μαρτίου 1944, λίγους μήνες πριν χαράξει η λευτεριά ο Μαθιουδάκης, γραμματέας του ΕΑΜ μόλις είχε διευθετήσει ένα ζήτημα που αφορούσε την ομάδα του και κατέφυγε στην Σπηλιά της Μέσης, στην Γκιουμπρά για να ξεκουραστεί, συνοδευόμενος από τον Αντώνη Περακάκη. Εδώ τους βρήκαν οι Κλιάνης (Κουμπάρος), ο Αεράκης, ο Βαβαδάκης Αναστάσης, ο Τερζιδάκης Νίκος κι ένας επονίτης ο Χατζηνικολής από την Πηγή.
Στη σπηλιά αυτή γράφτηκε ο επίλογος της ζωής ενός μοναδικού ανδρός που δεν υπάρχει σελίδα της αντίστασης να μην τον περιγράφει με τα φωτεινότερα χρώματα.
Ο μεγάλος αυτός αγωνιστής σκοτώθηκε στη σπηλιά της Γκιουμπράς στη διάρκεια μάχης με γερμανικό απόσπασμα. Ήταν από τα περιστατικά που δεν τα φέρνει η «κακή» ώρα αλλά η ανθρώπινη αμέλεια. Κρίμα μόνο που την πληρώνουν εκείνοι που είναι πολύτιμοι για τον τόπο που ζουν. Όπως ο Γιάννης Μαθιουδάκης που θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στην πνευματική ζωή του τόπου σε καιρό ειρήνης.
Η πνευματική πλευρά του, ξεδιπλώνεται μέσα από μια έκδοση που κυκλοφόρησε στο Ρέθυμνο και περιλαμβάνει ερωτικά διηγήματα, λόγους, άρθρα και την αλληλογραφία του Μαθιουδάκη.
Το βιβλίο (227 σελίδων) εκδόθηκε από την εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» ο εκδότης των οποίων, Γιάννης Χαλκιαδάκης, υπήρξε μαθητής του Γιάννη Μαθιουδάκη στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου. Την επιμέλεια της έκδοσης, τον πρόλογο και τα σχόλια, έκανε ο Στέργιος Μιχ. Μανουράς.
Ο αδελφός του, Αλέκος Μαθιουδάκης
Άξιος αδελφός του Γιάννη, ο Αλέκος. Ο περίφημος «μουσάτος» της Αντίστασης. Γεννήθηκε κι αυτός στην ανταρτομάνα Κοξαρέ το 1919.
Το 1933 αποφασίζει να πάει στην Αθήνα να φοιτήσει στο Γυμνάσιο, που υπηρετούσε φιλόλογος ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Γιάννης. Στην αρχή δεν είχε πρόβλημα. Η σκέψη των γονιών του όμως τον βασάνιζε. Ποιος ξέρει πώς περνούσαν; Γιατί να μην είναι κοντά τους να συνεισφέρει τουλάχιστον στην προσπάθεια για τον επιούσιο; Δεν άντεξε περισσότερο και κατέβηκε στο χωριό. Στο μεταξύ ο Γιάννης και άλλοι συγχωριανοί τους, είχαν οργανώσει τον πρώτο οργανωμένο πυρήνα του ΚΚΕ.
Η δικτατορία του Μεταξά δίνει την ευκαιρία στον Αλέκο να αποδείξει τα αγωνιστικά του φρονήματα. Μάταια ο ενωμοτάρχης προσπαθεί να πείσει το μικρό να φορέσει τη στολή της νεολαίας ΕΟΝ. Εκείνος αρνείται πεισματικά. Δεν θέλει να έχει καμιά σχέση με τη νεολαία του Μεταξά. Αυτή του την άρνηση πληρώνει ο πατέρα του και συγγενείς τους με μηνύσεις, δικαστήρια, εξορίες.
Στις 3 Μαρτίου 1940, παρουσιάζεται για να υπηρετήσει τη θητεία του και κοντεύει να τελειώσει τη Σχολή Λοχίων, που παρακολουθούσε, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, στον οποίο παίρνει μέρος και διακρίνεται. Η περίοδος μετά την κατάρρευση του μετώπου τον βρίσκει στην Αθήνα ν’ αναζητά μέσον για να επιστρέψει στην Κρήτη. Στο διάστημα αυτό γνωρίζει από κοντά τα δεινά του δοκιμαζόμενου από πείνα και ωμή βία του κατακτητή για να τον υποτάξει ολοκληρωτικά. Ο Αλέκος οργανώθηκε από τους πρώτους στο Εθνικό Απελευθερωτικό Αγώνα, κρατώντας σταθερή την ιδεολογική του ταυτότητα, κοιτάζοντας πάντα αριστερά.
Στο μετερίζι του αγώνα
Αρχές του 1942 καταφέρνει να επιστρέψει στο νησί με ένα επιταγμένο από τους Γερμανούς πλοίο κι αρχίζει η μεγάλη του αντιστασιακή δράση. Κι είναι αξιοθαύμαστα όσα έχουν να διηγηθούν για τον «μουσάτο», έτσι τον άκουγες από τους συναγωνιστές του.
Θα επαναλάβουμε άλλους ικανότερους και στην έρευνα και στη γραφίδα, που έγραψαν για τον Αλέκο Μαθιουδάκη, αν επεκταθούμε λεπτομερώς στα ανδραγαθήματα του Κοξαριανού ήρωα. Πράξεις ηρωικές που κόβουν την ανάσα. Θα τα παραλείψουμε γιατί δεν έχει καμιά σημασία η αναλυτική αναφορά τους, όταν όλα αυτά αποτελούν και το λόγο που οφείλουμε αιώνια τιμή στον μεγάλο αυτό αγωνιστή.
Εξαίρεση θα κάνουμε μόνο για ένα απόσπασμα από βιβλίο συγγραφέως εκτός Κρήτης, της Ναταλίας Αποστολοπούλου, που αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς.
Μεγάλη πράξη ηρωισμού
Γράφει λοιπόν η Ναταλία Αποστολοπούλου στο βιβλίο της «Για έναν κόσμο καλύτερο»:
«Το χωριό Κοξαρέ πήρε μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού μας, πολεμώντας από την πρώτη στιγμή τους φασίστες αλεξιπτωτιστές στο Ρέθυμνο. Στις 2 του Φλεβάρη του 1944 πέντ’ έξι ΕΛΑΣίτες με τον Αλέκο Μαθιουδάκη πήρανε εντολή να κατεβούνε στα χωριά τους, για να στρατολογήσουν αντάρτες και να συγκεντρώσουν τρόφιμα στο χωριό του, την Κοξαρέ. Νυχτώθηκε στο χωριό του ο αντάρτης. Εκείνο το βράδυ η εφεδροΕΛΑΣίτικη ομάδα του χωριού είχε αποφασίσει να κοιμηθούν όλοι στα σπίτια τους. Μα ο Μαθιουδάκης ανηφόρισε για το βουνό και ξοπίσω του ακολούθησαν μερικοί απ’ την ομάδα.
Ανεβήκανε ψηλά στου Αλί το σπηλιάδι, στο φαράγγι. Κανονίσανε τις βάρδιες που θα φύλαγαν σκοπιά, ως την αυγή. Μπήκε το πρώτο νούμερο στη θέση του κι οι άλλοι πέσανε για ύπνο.
Σαν ήρθε η σειρά του Μαθιουδάκη να φυλάξει σκοπός, ανέβηκε στο δώμα της σπηλιάς, τέντωσε τ’ αυτί του κι αφουγκραζόταν… Με τα μάτια του έτρωγε τον τόπο ολόγυρα, παλεύοντας να ξεδιαλύνει το σκοτάδι. Μόλις που ξεχώριζε κάτω τους δυο δρόμους: Τον κεντρικό αμαξωτό προς τις Μέλαμπες και τον παλιό δρόμο. Στον παλιόδρομο, και σ’ απόσταση 500 μέτρα, το μάτι του άρπαξε μια σπίθα τσιγάρου, που ξέφυγε την κάλυψή της. Γερμανοί! σκέφτηκε, μας κύκλωσαν Γερμανοί, κι εμείς κοιμόμαστε… Ή, μην ήταν οι δικοί μας που μετάνιωσαν κι ανέβαιναν; Όμως, αν ήταν αυτοί, έπρεπε να βρίσκονται κοντά του σε 5 λεπτά. Αλλιώς…
Περίμενε με αγωνία. Πέρασαν 10 λεπτά και κανείς δε φαινόταν. Ήταν, λοιπόν, Γερμανοί! Πήδηξε, τρύπωσε στη σπηλιά, ξύπνησε τους κοιμισμένους κι όλοι μαζί σκαρφάλωσαν ψηλότερα. Σιγή νεκρική! Όλοι παρακολουθούσαν ολόγυρα κι αφουγκράζονταν με κομμένη την ανάσα. Κατά τα ξημερώματα δύο φωτοβολίδες σκίσανε τον ουρανό και διασταυρώθηκαν πάνω από την Κοξαρέ.
Όσο φώτιζε η αυγή, τόσο πιο φανερή γινόταν η κύκλωση. Με τα κιάλια ξεχώριζαν τους χωριανούς τους, που τους οδηγούσε ο εχθρός σαν κοπάδι πρόβατα προς την εκκλησιά… και το σχολειό… Κατά τις 2 η ώρα φτάσανε κοντά τους δυο ΕΠΟΝίτισσες: η Μαρία κι η Ελένη. Είχανε σπάσει τον ασφυχτικό κλοιό με κίνδυνο μεγάλο, να τους πληροφορήσουν πως οι Γερμανοί λήστεψαν το χωριό, συλλάβανε τους ανθρώπους κι ετοιμάζονταν να τους μεταφέρουν με καμιόνια στο Ρέθυμνο!
«Σύρτε πίσω», είπε ο Μαθιουδάκης, «εξακριβώστε σε ποιο φορτηγό φορτώθηκαν οι όμηροι και στείλτε μας αμέσως είδηση!».
Ροβόλησαν τα κορίτσια τον κατήφορο να εκτελέσουν την εντολή.
Ο Χαρίδημος Μαραγκάκης έτρεξε σύνδεσμος στα κοντινά χωριά να ειδοποιήσει τους συντρόφους του Μαθιουδάκη, να τρέξουν σε βοήθεια της Κοξαρέ! Εκείνοι κάμανε φτερά…
Σ’ ένα μισάωρο φτάσανε στον προορισμό τους να εκτελέσουν τη διαταγή του καπετάνιου τους: «Θα χτυπήσουμε τους Γερμανούς και θα λευτερώσουμε τους ομήρους», δήλωσε ο Μαθιουδάκης. Συμφώνησαν όλοι και ξεκίνησαν…
Ξεμάκρυναν απ’ το χωριό περί τα τριάμισι χιλιόμετρα και σε ύψος 80-85 μέτρα από το χαλικοστρωμένο δρόμο. Οι 5 αντάρτες πήρανε θέση πάνω από τη γέφυρα. Ψηλότερα απ’ αυτούς έμεινε ο Μανωλεσάκης μ’ ένα γερμανικό ταχυβόλο. Ο Μαθιουδάκης κατέβηκε χαμηλότερα 7-8 μέτρα από το δρόμο. Κρατούσε ένα εγγλέζικο παλιοντούφεκο με καμιά δεκαπενταριά σφαίρες όλες κι όλες. Τόσες είχε ο κάθε αντάρτης. Πλάι στο δρόμο κύλαγε το ρέμα με αρκετό νερό. Οι αντάρτες καλύφθηκαν πίσω από τα βράχια. Πήρανε θέσεις και περίμεναν.
Η Αργυρώ έτρεχε προς τις θέσεις τους κι οι Γερμανοί την πυροβολούσαν. «Πέσε κάτω, πέσε κάτω», της φώναξαν οι αντάρτες. Έρποντας με την κοιλιά έφτασε τον πρώτο αντάρτη και του ‘δωσε το σημείωμα. Αυτός τοποθετούσε τους ομήρους στο τρίτο, κατά σειρά, αυτοκίνητο. Ειδοποιήθηκαν όλοι και περίμεναν με το χέρι στη σκανδάλη.
Κατά τις δέκα και μισή ακούστηκε θόρυβος μοτοσικλέτας. Πρώτα πέρασαν 2 μοτοσικλετιστές. Δεύτερο, φάνηκε το μικρό μαύρο αυτοκίνητο της Γκεστάπο. Τρίτο, ερχόταν ένα φορτηγό με Γερμανούς. Οι αντάρτες το πυροβόλησαν. Τραυμάτισαν θανάσιμα τον οδηγό, μα ο τραυματισμένος κατάφερε να οδηγήσει το φορτηγό, να περάσει τη στροφή της γέφυρας και να ξεφύγει τ’ αντάρτικα πυρά. Το δεύτερο φορτηγό -δηλαδή το τέταρτο όχημα- κουβαλούσε τους ομήρους. Οι έξι αντάρτες πυροβόλησαν, σκότωσαν τον οδηγό και το συνοδηγό, τραυμάτισαν και τον τρίτο συνοδηγό που, αν και τραυματισμένος, άρπαξε το τιμόνι κι οδήγησε τ’ αυτοκίνητο αναπτύσσοντας ταχύτατα. Ο αντάρτης Μήτσος Χαρισάκης πήδηξε τότε στο δρόμο, γονάτισε, σημάδεψε και σκότωσε τον ένοπλο Γερμανό, που συνόδευε τους ομήρους και στεκόταν όρθιος στην πόρτα του φορτηγού.
Οι εχθροί αιφνιδιάστηκαν. Δε χρησιμοποίησαν κεραυνοβόλα τον οπλισμό τους. Όταν συνήλθαν, έβαλαν κατά πάνω στους αντάρτες με καταιγιστικά πυρά. Πολλοί, μάλιστα, πήδησαν κάτω στο δρόμο, πιάνοντας θέσεις μάχης! Ένας ναζί πιάστηκε στα χέρια με τον Τσιγαρά, περνώντας κάτω από τη γέφυρα, όταν πυροβόλησε ο Μαθιουδάκης πάνω από τη γέφυρα…».
Πολύτιμες πηγές τα βιβλία του
Ο Αλέκος Μαθιουδάκης έγραψε με σεμνότητα για τα γεγονότα που έζησε, αρθρογραφώντας στον τοπικό τύπο και περικλείοντας συγκλονιστικές αναμνήσεις, σε τέσσερα βιβλία που εξέδωσε μετά την αποφυλάκισή του.
Αυτά τα βιβλία υπάρχουν και στη Δημόσια Βιβλιοθήκη μας και είναι πολύτιμες πηγές για κάθε ερευνητή.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος ο Αλέκος δεν θέλησε να υποταχθεί στο πολιτειακό καθεστώς και παρέμεινε διωκόμενος. Μέχρι και τα μέσα του 1950, γνώριζε ανείπωτα βασανιστήρια, ανηλεείς διώξεις και φυλακίσεις.
Τι πέρασαν αλήθεια κάποιοι άνθρωποι που ήθελαν να σκέπτονται ελεύθερα.
Θα συνεχίσουμε αύριο το αφιέρωμά μας στην Κοξαρέ και στις σπουδαίες μορφές που ανέδειξε. Αφιέρωμα που θα κλείσει με μια συνέντευξη από τον τελευταίο αντάρτη που ζει τα βαθειά του γεράματα με τις μνήμες από τη συγκλονιστική εποχή του αγώνα που ο ίδιος έζησε από κοντά.