Β’ Μέρος
Ο διασωθείς λοστρόμος του σκάφους Θ. Μαγιάφης αφηγήθη: «Μόλις το καράβι μπατάρισε χίμηξαν τα νερά απ’ την σπασμένη πόρτα, μπουκάριζαν στους διαδρόμους της τουριστικής, πνίξανε τους επιβάτες στα κρεβάτια τους. Πήγα να τραβήξω μια γυναίκα που βρέθηκε μπροστά σε μια καμπίνα. Είχε ένα παιδί στην αγκαλιά δεν ήθελε να το αφήσει. Την τράβαγα εκείνη ούρλιαζε, την παράτησα για να γλιτώσω. Πεσμένος στη θάλασσα, άκουγα τα ουρλιαχτά των επιβατών της τουριστικής. Τότε έσβησαν και τα φώτα, από το σκοτάδι έβγαιναν φωνές τρόμου μα ξαφνικά χάθηκαν κι αυτές. Το καράβι τους είχε όλους καταπώσει. Είδα να πνίγεται δίπλα μου ένα πανέμορφο κοριτσάκι 6 ετών. Στο πρακτορείο στα Χανιά δεν ήθελε να ταξιδέψει. Έκλαιγε και παρακάλαγε τον πατέρα του, μπαμπά, να μη φύγουμε απόψε». Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ζούσα μια τέτοια τραγωδία. Είδα ανθρώπους να πνίγονται γύρω μου, χωρίς να μπορώ να προσφέρω καμιά βοήθεια. Νόμιζα ότι είναι χιλιάδες τα πτώματα ανακατεμένα με τα πετρέλαια, τα βαρέλια και τα ξύλα που τελικά συνετέλεσαν στη σωτηρία».
Έτσι άρχισε την αφήγηση της τρομακτικής περιπέτειάς του, ο νοσηλευόμενος εις το Νοσοκομείον Τζάνειον Κώστας Καράμπελας ετών 16, ο Βενιαμίν του πληρώματος, βοηθός μαγείρου από τον Πύργο της Ηλείας: «Όταν έγινε το κακό δεν είχα κοιμηθεί ακόμα. Η θάλασσα είχε μεγάλο κυματισμό, είχε ισχυρό άνεμο κι έβρεχε ραγδαίως. Το πλοίο μετέφερε περίπου 20 αυτοκίνητα φορτηγά. Ήταν κι ένα τεράστιο αυτοκίνητο ψυγείο αυτό έφερε την καταστροφή. Εδόθη το σήμα κινδύνου. Οι επιβάτες άρχισαν να ανεβαίνουν στο κατάστρωμα με τα σωσίβια. Εν τω μεταξύ το σκάφος πλημμύριζαν νερά. Ήτο αδύνατον να σταθεί κανείς όρθιος. Μετά από λίγο φάνηκε ο θανάσιμος κίνδυνος. Πιστεύαμε είπε ο Καράμπελας ότι σε μισή ή μία ώρα το πολύ θα ερχόταν να μας σώσουν. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα περιμέναμε 9 ώρες όπως εγώ και 14 άλλοι.
Μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από κραυγές απελπισίας των επιβατών, είδα μερικούς από το πλήρωμα να προσπαθούν να κατεβάσουν τις βάρκες, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Πέσαμε χωρίς να το καταλάβουμε στη θάλασσα κατρακυλώντας και χτυπώντας δεξιά κι αριστερά. Επάνω μας έπεφταν διάφορα αντικείμενα. Πολλοί ίσως σκοτώθηκαν απ’ αυτά, άλλοι βυθίστηκαν στη δίνη και πολλοί κλείστηκαν μέσα στο σκάφος. Τα κύματα μας έκοβαν την αναπνοή. Εγώ κι ένας συνάδελφός μου προσπαθούσαμε μέσα στο πυκνό σκοτάδι να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο. Αρπάξαμε μία σανίδα. Μείναμε κρατημένοι εκεί παλεύοντας με τα κύματα, τη ραγδαία βροχή και το παγωμένο νερό μέχρι τη σωτηρία μας».
Ο 16ετής Καράμπελας, όπως και πολλοί άλλοι ναυαγοί έχουν εγκαύματα στους οφθαλμούς από τα διαφυγόντα από το πλοίο πετρέλαια.
Ο κύριος Τάκης Δασκαλάκης εκ των διασωθέντων επίσης επιβατών, πρόεδρος κοινότητος ενός χωρίου της Κρήτης αφηγήθη ως εξής την δική του περιπέτεια: «Βρισκόμουνα στα έγκατα του πλοίου όταν άκουσα τη σειρήνα του πλοίου να δίνει το σήμα του κινδύνου. Ούτε και ξέρω πώς βρέθηκα στη θάλασσα. Πέφτοντας βρέθηκα δίπλα σε μια βάρκα. Άρχισα να ευγνωμονώ την τύχη μου, αρπάχτηκα στα γρήγορα και μπήκα μέσα, φωνάζοντας και 5-6 άλλους που άκουγα να φωνάζουν εκεί γύρω. Πίσσα σκοτάδι επικρατούσε κι έπεφτε χιονόνερο. Η θάλασσα ήταν παγωμένη και τα κύματα πελώρια. Το ένστικτό μου, μου είπε ότι αν έμενα στη βάρκα τα κύματα θα με αναποδογύριζαν και θα πνιγόμουν. Χωρίς να διστάσω πήδησα πάλι στη θάλασσα. Ευτυχώς φορούσα το σωσίβιό μου, δεν φτάνει όμως το σωσίβιο για να σωθεί κανείς. Στην τύχη άρπαξα μια μεγάλη σανίδα που βρήκα στη θάλασσα. Την ίδια όμως στιγμή βυθίστηκε το Ηράκλειο τελείως και δημιουργήθηκε μια μεγάλη ρουφήχτρα. Χωρίς να το καταλάβω πήγα φούντο 50 – 100 μέτρα, ούτε μπορώ να υπολογίσω. Κόντεψα να χάσω τις αισθήσεις μου, αλλά τη σανίδα που κρατούσα δεν την άφησα. Αυτή ήταν η σωτηρία μου. Ανέβηκα πάλι στην επιφάνεια 8 ώρες πάλεψα με τα κύματα απεγνωσμένα, άκουσα πολλούς να λένε – Πνίγομαι – Βοήθεια. Το βουητό και η αντάρα της θάλασσας έσβηνε σε λίγο τις φωνές τους -Πάει κι αυτός- έλεγα με το μυαλό μου. Πότε θα έρθει άραγε η ώρα μου;».
Ο αρχιθαλαμηπόλος του Ηρακλείου, Αλέξανδρος Στρατηγόπουλος, ο εκ των ως εκ θαύματος κι αυτός διασωθέντων αφηγήθη: «Δεν έπρεπε να έχουν αδέσποτα τα αυτοκίνητα στο γκαράζ. Πιστεύω πως αν είχε κρατηθεί η ταχύτητα λίγο νωρίτερα, δεν θα είχαν γίνει τόσοι πολλοί κλυδωνισμοί. Θα την είχαμε γλυτώσει. Γιατί τα αυτοκίνητα δεν θα χτυπιόντουσαν. Είδα τον κίνδυνο που διατρέχαμε 20 λεπτά πριν βουλιάξει το καράβι. Αν δινόταν συναγερμός εκείνη τη στιγμή, θα προλάβαιναν να σωθούν πολλοί περισσότεροι. Εγώ έκοψα με το μαχαίρι μου τα σκοινιά από τις σχεδίες για να γλιστρήσουν στο νερό μαζί με μας. Φαίνεται ότι ο πλοίαρχος του σκάφους, Εμμανουήλ Βερνίκος, δεν πίστευε ότι θα μπορούσαν τα αυτοκίνητα που κοπανιόντουσαν, να σπάσουν την πόρτα. Αλλιώς θα έκοβε ταχύτητα. Ένας λόγος όμως για να κόψει την ταχύτητα ο καπετάνιος. Το καράβι έμπαζε νερά, μήπως περάσουν άλλα καράβια κι αυτό ίσως του στοιχίσει τη θέση του. Προτίμησε έτσι να χάσει κι ο ίδιος τη ζωή του αφανίζοντας και τόσες οικογένειες, παρά να μείνει ναυτικός».
Ένας άλλος διασωθείς ναυαγός, ο 40ετής έμπορος Νικόλαος Ζεμανάκης αφηγήθη: «Σώθηκα από βέβαιο θάνατο. Αλλά καταστράφηκα οικονομικά. Τα έχασα όλα. Δεν μου έμεινε τίποτα. Μαζί με το Ηράκλειο πήγε στον πάτο το φορτηγό μου με 6 τόνους κάστανα, 12 δοχεία λάδι και 150.000 δραχμές σε μετρητά. Όλα τα έφαγε η θάλασσα».
Παντρεμένος με δύο παιδιά ο Ζεμανάκης το ένα 9 χρονών και το άλλο 2,5, έμεινε στη θάλασσα 9 ώρες πάνω σε μια σανίδα. «Το κακό -είπε- έγινε γιατί η μπουκαπόρτα δεν ήταν καλά ασφαλισμένη. Διαφορετικά δεν έπρεπε να ανοίξει τη στιγμή που τη χτύπησε το ψυγείο».
«Έχασα το πλήρωμά μου. Τους είχα όλους σαν παιδιά μου. Τώρα τους σκέφτομαι όλους, κι η ψυχή μου είναι μαύρη». Αυτές τις φράσεις κραυγάζει ανάμεσα στους λυγμούς του, ο ύπαρχος του φέρυ μποτ Ηράκλειον, υποπλοίαρχος, Νικόλαος Θεοδωράκης, από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν το σκάφος. Στάθηκε όμως τυχερός. Μια σανίδα τον έσωσε, ώσπου ανεσύρθη ζων μετά 14ωρον πάλη με τα κύματα.
Ο Ευάγγελος Τζατζιμάκης ετών 41, γεωργός, είχε επιβιβασθεί του σκάφους εις στα Χανιά δια να έλθει εις Αθήνας, προς επίσκεψη συγγενών του. «Εκοιμάτο εις την τουριστικήν θέσιν όταν τον ξύπνησε ένας αλλόκοτος κρότος. Σηκώθηκα -αφηγήθη- αλλά δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Προτού να ρωτήσω να μάθω τι συμβαίνει άκουσα φωνές – Πνιγόμαστε – έτρεξα στο κατάστρωμα και είδα πανικόβλητους επιβάτες να πέφτουν στη θάλασσα. Τους ακολούθησα. Κολύμπησα λίγο και μετά πιάστηκα από μια σχεδία. Με τη βοήθεια αυτών που ήταν μέσα βγήκα από τη θάλασσα και βρέθηκα στη σχεδία. Μείναμε εκεί πολλές ώρες κάπου 5. Τα κύματα μας έδερναν εδώ κι εκεί, ενώ το κρύο πάγωνε τα κορμιά μας. Το φιλανδέζικο που φάνηκε στο μεταξύ μας πήρε και σωθήκαμε».
Δεκαεννιά σχεδόν χρόνια μετά τη θαλάσσια τραγωδία της Χειμάρρας το Ελληνικό Έθνος πενθεί από προχθές για το δεύτερο, της ιδίας τρομακτικής εκτάσεως θαλάσσιο δράμα, το μεγάλου Φέρυ Μπωτ Ηράκλειον. Ο SAG (Ες Έϊ Τζι) κι οι συνεργάται του, εκφράζουν στους συγγενείς των αδικοχαμένων τη θλίψη τους.
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της «Κρητικής Επιθεώρησης» και της εφημερίδας «Ρέθεμνος», της εφημερίδας «Εμπρός», της εφημερίδας «Το Βήμα» και το Google.
Η απεικόνιση του ναυαγίου σε φωτογραφία έγινε από τον συγγραφέα του άρθρου.