Ο κύκλος του πανδαμάτορα χρόνου γυρίζει ανέμελος, περιγελώντας τα εφήμερα πάθη και λάθη της ζωής που επαναλαμβάνεται στην αιώνια ηλιθιότητα της ανθρώπινης ιστορίας.
Μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα αβέβαιων συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί, συμπορεύεται η φωτεινή ελπίδα της μουσικής που δεν πτοείται από κρίσεις, πανδημίες και πολέμους.
«…Που πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια;», ένα σαγηνευτικό ερώτημα που αποτελεί και τίτλο μιας αγαπημένης εκπομπής του τρίτου προγράμματος της κρατικής ραδιοφωνίας.
Σήμερα, που γιορτάζει το φως με τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια του έτους και έχει θεσμοθετηθεί ως Παγκοσμία Ημέρα Μουσικής, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω μια ευσύνοπτη ολιστική προσέγγισή της.
Η ενιαία της υπόστασης έχει διαχωριστεί σε δυτική και ανατολική, όπου η τελευταία, ως πρωτογενής, έχει κύριες διαφορές την ελεύθερη διέλευση διαστημάτων και την παρέλκυση χρόνου.
Αυτά, προσδίδουν μια μορφολογική πολυχρωμία ως γνήσια έκφραση αρχέγονης και αιώνιας διάστασης της ζωής, σε μια αδιάλειπτη συνέχεια της.
Αντίθετα, η δυτική εκδοχή έχει προκαθορισμένη δομή με τυποποίηση των μουσικών ήχων, περιορισμό διαδρομής διαστημάτων και «συγκερασμό» τους σε τόνο και ημιτόνιο.
Έτσι, καθίσταται προβλέψιμη και η διδασκαλία της είναι ξεκούραστη, καθώς το σύστημα διευκολύνει την εκμάθηση της, υστερεί όμως στον αυθορμητισμό και τη μαγεία ελεύθερης έκφρασης.
Η ανατολική μουσική προσομοιάζει με ένα «μωσαϊκό ήχων» που απαιτεί εξοικείωση, ενώ η δυτικότροπη με το συγκερασμένο σύστημα είναι «εύπεπτη» και «ευδιάκριτη» στο μη εκπαιδευμένο αυτί.
Το είδος «Μπαρόκ» που γεννήθηκε τον 17 αιώνα θα μπορούσε να γεφυρώσει Δύση – Ανατολή, καθώς εγκαθίδρυσε την αντίθεση ως κυρίαρχο στοιχείο, με την τεχνική του «συνεχές βασίματος». Ενσωμάτωσε τον αντίλογο εκπροσωπώντας τις πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις της εποχής του ως δύναμη κατάλυσης κατεστημένου που πραγμάτωσε τις δημοκρατικές αρχές και αξίες.
Κύριο σύμβολο, το τρίπτυχο: θέση – αντίθεση – σύνθεση. Και η καθιέρωση της ενεργής συμμετοχής του ακροατή και η αναγωγή του σε εν γένει συνδιαμορφωτή της κατάστασης.
Η καταγραφή «βυζαντινής» μουσικής, βασίζεται στο ελληνικό αλφάβητο και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η κλασική ελληνική μουσική γιατί συγχωνεύει αρχαία και δημοτική παράδοση.
Η Εκκλησιαστική μουσική κατά τη γνώμη μου, υποδαυλίζεται από την εγωπάθεια της ψαλτικής τέχνης που ίσως η υπερβολή παρεμποδίζει τη μετάδοση των ύμνων στο κοινό. Ο ρυθμικός παλμός της θειας λειτουργιάς, αποτελεί κορυφαίο δείγμα μουσικότητας που προϋποθέτει την εναρμόνιση με τον Θεό δια μιας άμεσης υπέρτατης συλλογικής αίσθησης. Το χερουβικό εκφράζει την πεμπτουσία χριστιανικής πίστης, όπου, ο ιερέας της εκκλησίας εξομολογείται ο ίδιος τα ανομήματά του ενώπιων της εκκλησίας. Η ερμηνεία του συνίσταται από ένα μεγαλείο απλότητας που απαιτεί αυστηρότητα, μετροφωνία, κατάνυξη και σε ιδεατό επίπεδο αποτελεί ταξίδι αυτογνωσίας με προορισμό την απελευθέρωση της ψυχής.
Η μουσική σχετίζεται αναπόσπαστα με τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά στην αυθεντική πρακτική διάσταση τους ως εργαλείο αναγνώρισης της αληθινής ύπαρξης και ταυτότητας.
Συνδέει τόπο και χρόνο, ανυψώνοντας τη συνείδηση μας, με την ψυχική συνεύρεση για τον επικείμενο θάνατο που προαναγγέλλει τη χαρμολύπη επιβεβαίωσης ύπαρξης μας.