-
Αιώνια μούσα του η παλιά πόλη του Ρεθύμνου όταν ευωδίαζε γιασεμί κι αγιόκλημα
Ο Νίκος Μαμαγκάκης δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος. Και δεν αναφέρομαι στο μεγαλείο του ταλέντου του μόνο. Η ψυχή του, κιβωτός ανθρωπιάς, στάθηκε η μεγάλη μούσα του και στη ζωή.
Οι έμπειροι τεχνοκριτικοί διεθνώς τον έχουν κατατάξει ανάμεσα στους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες. Ο ίδιος όμως, μέχρι το τέλος της ζωής του, παρέμενε το ίδιο εκείνο παιδί, που όταν δεν έκανε τις σκανταλιές του, καθόταν κάτω από τη σκάλα στο πατρικό του και παρακολουθούσε τη ζωή να κυλά μέσα από τον μόχθο των δικών του ανθρώπων.
Σ’ όλη την παλιά πόλη, στα στενά της δρομάκια, που τότε ευωδίαζαν γιασεμί και αγιόκλημα, υπάρχουν τα ίχνη του Νίκου Μαμαγκάκη. Κι εδώ στις ανθρώπινες στιγμές του, θα εστιάσουμε το αφιέρωμα, με την ευκαιρία της επετείου του θανάτου του.
Η οικογένειά του ήταν μουσική. Το μεγάλο αστέρι που τη φώτιζε, ήταν ο Ανδρέας Ροδινός. Η μάνα του αδικοχαμένου λυράρη κι ο πατέρας του Μαμαγκάκη, ήταν αδέρφια. Τα επίθετα που μεταχειρίστηκε κατά καιρούς η οικογένειά ήτανε «Βιολάκης» και «Λυράκης». Ο πατέρας του μεγάλου μας συνθέτη υπήρξε μέγας παίχτης του μπουλγαρί. Εκείνος έμαθε και τον Ανδρέα Ροδινό να παίζει διάφορους σκοπούς στο μαντολίνο. Όταν πέθανε ο Ροδινός το 1934, ο Νίκος ήταν πέντε χρονών. Κι όμως ημέρα εκείνη χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη του.
Η μητέρα του έντυσε όλα τα παιδιά με μαύρες ποδιές και τα ανέβασε σε καρέκλες, μια και το σπίτι τους έβλεπε στην εκκλησία, για να παρακολουθήσουν τη θλιβερή διαδικασία.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης λάτρευε τον Ροδινό.
– Ήταν ένας θεϊκός άνθρωπος, συνήθιζε να λέει. Ήταν όμορφος, ήταν ευφυής – ο καλύτερος μαθητής του γυμνασίου. Έπαιζε Βιβάλντι με τη λύρα και έπαιζε και όλα τα repertoires (ρεπερτόρια) της εποχής εκείνης. Είχε επηρεαστεί πολύ από το περιβάλλον που μεγάλωσε.
Όταν όμως δήλωσε στους γονείς του τι πρόκειται να κάνει στη ζωή του συνάντησε αντιρρήσεις. Ο ίδιος είχε πει γι’ αυτό:
«Γεννήθηκα μέσα στη μουσική και δε μπορούσε κανένας να μου εναντιωθεί. Παρόλα αυτά ο πατέρας μου, μου έλεγε να μη γίνω μουσικός. Επειδή για επαγγελματικό προσανατολισμό τότε το φοβόντουσαν οι άνθρωποι. Η μουσική δεν έδινε διεξόδους. Αλλά εμένα και βουνά να μου έβαζες μπροστά μου, εγώ μουσικός θα γινόμουνα. Πολλές φορές πάντως αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να έκανα κι άλλα πράγματα, γιατί ήμουν στοιχειωδώς ευφυής».
Δεν ήταν απλά ευφυής ο Μαμαγκάκης. Ήταν ένας αεικίνητος έφηβος που οι ανησυχίες του θυμίζουν έντονα τον στίχο της Χρυσούλας Δημητρακάκη που απευθυνόμενη στον Θεό παρακαλεί: «Χαμήλωσέ μου τα φτερά δεν την αντέχω την ψυχή…».
Κατασκευαστής οργάνων
Ο Νίκος είχε νοιώσει από νωρίς αυτά τα φτερά να μεγαλώνουν. Ίσως να έφταιγε και η εποχή που ζούσε. Μια περίοδος που, κοινωνικοπολιτικά, η χώρα ήταν σε χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή.
Στ’ αυτιά του είχε πάντα το βόμβο των απειλητικών αεροπλάνων, στη μνήμη του εικόνες φρίκης από τις μέρες του πολέμου, ο θάνατος κάποια στιγμή ήρθε πολύ κοντά του, όταν εκεί στο αμπέλι τους, που συνήθιζε να αποξεχνιέται, απείλησε σοβαρά μια νάρκη τη ζωή του. Και η μόνη του καταφυγή ήταν η μουσική.
Η ανέχεια τον έκανε και εφευρέτη. Εκείνη την εποχή που η στέρηση θέριζε το κουράγιο, οι γονείς ούτε μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα ξόδευαν χρήματα για να αγοράσουν μουσικά όργανα στα παιδιά τους.
Ξεκίνησε λοιπόν ο ίδιος να κατασκευάζει, ενασχόληση που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Όπως δήλωνε σε συνεντεύξεις του, αργότερα, είχε κάνει πέντε-έξι όργανα που τα εύρισκε μάλιστα και αξιόλογα. Η μεγάλη πατέντα του όμως ήταν με τον διπλό αυλό. Έπαιζε δώδεκα φθόγγους δεξιά και δώδεκα αριστερά. Το ηχόχρωμα τέλος είχε απόλυτη εξάρτηση από το υλικό κατασκευής.
Είχε κατασκευάσει επίσης ένα όργανο που το ονόμαζε το «ραβδί του ραψωδού» κι ένα άλλο που το έλεγε «ταλαντόφωνο». Στις μεγάλες του προσπάθειες ήταν να αναπαράξει πανδουρίδα. Της είχε βάλει έξι χορδές και την κούρδιζε σαν κιθάρα, αλλά ένα όργανο φτιάχνεται για να παίζεται. Δεν του κάνεις ένα μπερδεμένο κούρδισμα για να μη μπορεί να το παίξει κανείς.
Η «φυγή» στην Αθήνα κι η επιστροφή ως αρχιμουσικός στην Φιλαρμονική
Έτσι γράφτηκε σαν παιδί στη μπάντα του δήμου και άρχισε να παίζει πνευστά όργανα. Αυτό τον βοήθησε πάρα πολύ, διότι τα πνευστά θεωρούσε ότι αποτελούν το άπαν της μουσικής παιδείας. Η αγάπη του για τη μουσική πρέπει να πούμε εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς. Μικρό παιδάκι ακόμα σύχναζε στην Καθολική Εκκλησία μόνο και μόνο για να παρακολουθεί τον ιερέα που έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο.

Η σκληρή πραγματικότητα όμως ερχόταν συνέχεια να στοιχειώσει τις ελπίδες του. Δύσκολα χρόνια. Αν δεν είχες λεφτά δεν μπορούσες να ονειρευτείς και να προχωρήσεις στη ζωή. Πανάκριβη η γνώση…
Ασυμβίβαστος και με τη μιζέρια ο Μαμαγκάκης δεν παραιτήθηκε από τα όνειρά του. Ούτε και το νυκτερινό σχολείο στην Αθήνα, όπου αναγκάστηκε να καταφύγει, δεν τον εμπόδισαν να χαράξει το μέλλον του. Και τα κατάφερε.
Εκείνη την εποχή που βρέθηκε στην Αθήνα, το 1947, μέσα στη δίνη του εμφύλιου σπαραγμού, δοκίμασε κι ο ίδιος τις συνέπειες να έχεις αδελφό με κομμουνιστική δράση. Ο ίδιος ο Νίκος χωρίς να είναι αδιάφορος δεν είχε ταχθεί με συγκεκριμένη πολιτική πλευρά. Ένοιωθε όπως όλοι οι καλλιτέχνες. Ελεύθερος από κομματικές επιλογές που διχάζουν.
Εκείνη την εποχή γνώρισε και τους μεγάλους ρεμπέτες τους οποίους και εξυπηρετούσε με χαρά γιατί μπορούσε να βγάζει ένα χαρτζιλίκι. Μορφωμένος καθώς ήταν μουσικά, τους έφτιαχνε τις παρτιτούρες των κομματιών που έπρεπε να υποβάλουν σε αρμόδια επιτροπή λογοκρισίας για να πάρουν άδεια κυκλοφορίας.
Η συναναστροφή αυτή αν και τον ευχαριστούσε τον έβαλε ένα βράδυ σε μπελάδες. Βρισκόταν σ’ ένα από τα στέκια, βοηθώντας έναν μπουζουξή όταν έκανε έφοδο η ασφάλεια και τους συνέλαβε όλους. Ανάμεσα στους αστυνομικούς κι ένας Ρεθεμνιώτης. Ο Νίκος τον ήξερε γιατί ήταν συμμαθητής του αδελφού του, αλλά δεν το χρησιμοποίησε για να γλιτώσει. Τελικά σώθηκε από ένα βιβλίο Φυσικής Χημείας που βρήκαν πάνω του κατά την έρευνα που τους έγινε. Τότε τον πλησίασε απορημένος ο Ρεθεμνιώτης ασφαλίτης ζητώντας να μάθει πως ένας μαθητής βρισκόταν στο περιβάλλον αυτό. Εκεί πάνω στις εξηγήσεις δόθηκε και η γνωριμία και σε λίγο ο Νίκος ήταν ελεύθερος. Επέστρεψε όμως την επομένη στην Μπουμπουλίνας που τους κρατούσαν και εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία με το συντοπίτη του ελευθέρωσε και τον φουκαρά το μπουζουξή που στο μεταξύ είχε φάει το ξύλο της χρονιάς του.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης ποτέ δεν ξέχασε και δεν απαρνήθηκε την εποχή της ζωής του που έκανε παρέα με τους ρεμπέτες. Είχε μάλιστα τη λεβεντιά να παραδεχτεί κι όταν ακόμα είχε γίνει συνθέτης διεθνούς κύρους ότι από τους ρεμπέτες διδάχτηκε πολλά.
Ακόμα ένας λόγος που τον έκανε να καμαρώνει είναι ότι έπεισε το μεγάλο Απόστολο Καλδάρα να σπουδάσει μουσική. Κι όταν ο δημιουργός τόσων μεγάλων λαϊκών επιτυχιών του πήγε το επόμενο τραγούδι του πάνω σε πεντάγραμμα γραμμένο με νότες ο Νίκος χάρηκε με την ευτυχία του φίλου του, που επίσης θεωρούσε από τους σημαντικότερους συνθέτες λαϊκού τραγουδιού που πέρασαν ποτέ από την Ελλάδα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες του Νίκου Μαμαγκάκη τα πρώτα του τραγούδια ηχογραφήθηκαν το 1951 με τη Σωτηρία Μπέλλου, και κυκλοφόρησαν σε δίσκο 78 στροφών στο όνομα του λαϊκού συνθέτη Κώστα Καπλάνη. Ήταν το «Βαριά χτυπάει η καμπάνα» ή «Ο θάνατος της μάνας» και το «Μας ζηλεύουνε». Εκείνα τα χρόνια ο Μαμαγκάκης έπαιζε κιθάρα σε λαϊκές ορχήστρες κι έγραφε τις παρτιτούρες των λαϊκών συνθετών για τη λογοκρισία, βγάζοντας τα καθημερινά του έξοδα. Έτσι, έδωσε αυτά τα τραγούδια στον Κώστα Καπλάνη, χωρίς να ενδιαφερθεί αν θα μπει το όνομά του στην ετικέτα του δίσκου.
Επίσημα, ο Νίκος Μαμαγκάκης μπήκε στη δισκογραφία το 1961 και, μέχρι το 1962, ηχογράφησε μια σειρά από είκοσι δύο τραγούδια, σε στίχους Κώστα Καρυωτάκη, Μαρίας Πολυδούρη, Γιώργου Θέμελη, Κωστή Παλαμά, Κώστα Βάρναλη, Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, Τάσου Μαστοράκη, Τεύκρου Ανθία και δικούς του, που κυκλοφόρησαν σε δίσκους 45 στροφών, με ερμηνευτές από το χώρο του «ελαφρού» αλλά και του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Γιάννης Βογιατζής, η Γιοβάννα, ο Φώτης Δήμας, η Λένα Παμέλα, ο Κώστας Πρέντζας, ο Μανώλης Καναρίδης και το Τρίο Μπελκάντο.
Κάποια χαρακτηριστικά αυτών των τραγουδιών είναι πως, καταρχάς ελάχιστα θυμίζουν τα κατοπινά, ολοκληρωμένα έργα του Νίκου Μαμαγκάκη, τέσσερα από αυτά, με ερμηνεύτρια την Γιοβάννα κυκλοφόρησαν σε ένα extended EP με τίτλο «4 ελληνικά τραγούδια με την Γιοβάννα» κι άλλα τέσσερα, με τον Μανώλη Καναρίδη, εκδόθηκαν παράλληλα σε δυο 45άρια αλλά και σε ένα EP, με τίτλο «Ο Μανώλης Καναρίδης σε 4 λαϊκά τραγούδια του Νίκου Μαμαγκάκη».
Επίσης, σε αυτή τη σειρά ανήκει η πρώτη μελοποίηση των «Μοιραίων» του Κώστα Βάρναλη,ενώ το τραγούδι «Μη με ρωτάτε» ηχογραφήθηκε σε δυο εκτελέσεις, μία με τον Φώτη Δήμα και μια με τον Κώστα Πρέντζα (η οποία είναι εξαιρετικά δυσεύρετη).
Τα επόμενα 45άρια του Νίκου Μαμαγκάκη κυκλοφόρησαν από το 1966, μέχρι το 1975, περιλαμβάνοντας τραγούδια που ακούστηκαν σε κινηματογραφικές ταινίες, κάποια «σκόρπια» τραγούδια του συνθέτη με τον Γιάννη Πουλόπουλο, την Καίτη Χωματά, την Πόπη Αστεριάδη και την Τζένη Βάνου, αλλά και το εξάλεπτο αριστούργημα «Άιντε και ντε» με τον Πουλόπουλο, από τα «11 λαϊκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου», που λόγω της διάρκειάς του, μοιράστηκε στις δυο πλευρές ενός μικρού δίσκου.
Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να τελειώσει τις σπουδές του στο νυκτερινό Λύκειο αλλά και στο Ωδείο. Και παίρνοντας τα πρώτα του πτυχία επέστρεψε στο Ρέθυμνο.
Εδώ διορίστηκε σαν αρχιμουσικός της Δημοτικής Φιλαρμονικής και καθηγητής στο Ωδείο και στο γυμνάσιο.Είχε επιτέλους εξασφαλίσει ένα εισόδημα. Δεν ησύχασε όμως. Κάτι τον έσπρωχνε να ρισκάρει το σίγουρο κυνηγώντας το όνειρο σε ψηλότερες κορφές.
Οι σπουδές στη Γερμανία
Έτσι βρέθηκε ένα χρόνο μετά στη Γερμανία να φοιτά στη Μουσική Ακαδημία με καθηγητή τον Carl Orff. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο σπουδαίος μουσικός ήταν γιατί οι εισαγωγικές εξετάσεις στο συγκεκριμένο μουσικό ίδρυμα δεν ήταν καθόλου απλή διαδικασία.

Μόνο ο ξεχωριστός είχε θέση και μάλιστα πλάι σε τέτοιο δάσκαλο. Αργότερα θα πει γι’ αυτόν:
«Ο Καρλ Ορφ ήταν ένας ιδιοφυής θεατράνθρωπος, έκανε σπουδαία έργα. Ήταν ένας άνθρωπος ζωντανός, μου έλεγε να μιλάμε στον ενικό κι εγώ ήμουν 19 χρονών κι αυτός ήταν 70. Του χρωστάω πολλά. Δεν ξέρω αν μου έμαθε κάτι, αλλά με οδήγησε να μάθω μόνος μου από μένα. Με έκανε να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Άμα ένας τέτοιος άνθρωπος σου δίνει συμβουλή, σε ανεβάζει στον ουρανό. Όταν είσαι νέος υπάρχουν θέματα που σε τρελαίνουν, δεν μπορείς να τα ξεκαθαρίσεις, δε μπορείς να τα ορίσεις, δε μπορείς να προσανατολιστείς. Μια κουβέντα αν σου πει ένας τέτοιος άνθρωπος, μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου. Γι’ αυτό του έχω ευγνωμοσύνη. Στην αρχή πήγα και σε σπουδαιότερους δασκάλους από αυτόν. Του Ορφ η απλότητα, η ανθρώπινη υπόσταση ήταν σημαντική».
Έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα τι είχε να κάνει; Όσοι διέθεταν την εύνοια ισχυρού προστάτη σάρωναν τις θέσεις. Οι ταλαντούχοι χωρίς «πλάτες» ήταν καταδικασμένοι. Καρεκλοκένταυροι και καταφερτζήδες επιβίωναν. Ο Νίκος Μαμαγκάκης είχε από νεαρή ηλικία την αίσθηση της πραγματικότητας. Και έπραττε κατά συνείδηση. Αυτός ήταν και ο λόγος που προτίμησε να ξενιτευτεί. Σεβόταν τον εαυτό του και την αξία του. Και δεν θα καταδεχόταν ποτέ να συμβιβαστεί με πρόσωπα και καταστάσεις για μια εξασφάλιση και μια προβολή του ταλέντου του.
Συνήθιζε να αναφέρει το παράδειγμα του Σκαλκώτα. Αυτός πέθανε όταν υποτροπίασε η κήλη που είχε, γιατί κρατούσε τα χρήματα της εγχείρισης μήπως του χρειαστούν εν όψει της γέννησης του πρώτου του παιδιού.
Ποιος να ξέρει τη λεπτομέρεια αυτή όταν σήμερα απολαμβάνει τα έργα του;
Κάτι ακόμα που ανάγκασε το Μαμαγκάκη να ξενιτευτεί ήταν και η ποιότητα σπουδών στην Ελλάδα. Όπως ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά, εδώ στην Ελλάδα ένα βιβλίο υπήρχε όλο κι όλο για την αρμονία, αυτό των Καλομοίρη – Οικονομίδη, ενώ στην Γερμανία επί δύο εβδομάδες έφευγε καθημερινά με δύο τσάντες γεμάτες βιβλία για την Αρμονία!!!
Λατρεία για τα κρητικά γράμματα
Όσα κι αν έμαθε όμως δεν μείωσαν την αγάπη του για το κρητικό θέατρο. Κι αυτό φαίνεται από τα σημαντικότερα έργα που έγραψε.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης είχε και μια ξεχωριστή περηφάνια. Ήθελε να του χτυπούν την πόρτα αντί ο ίδιος να κυνηγά την ευκαιρία με κρατικές επιχορηγήσεις.
Δεν είναι υπερβολή να τονίσουμε ότι με δικές του δυνάμεις διέγραψε τη λαμπρή του πορεία. Ακόμα και το σύνολο των έργων του με δικά του έξοδα κυκλοφόρησε. Ο ίδιος επιμελήθηκε τα πάντα. Από την ορχήστρα μέχρι το εξώφυλλο.
Διάβαζε για τις επιλογές ξένων μουσικών σε μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα. Και τον έπνιγε η αγανάκτηση.
«Δεν με νοιάζει για μένα, πολυαγαπητότατή μου κα Λαδιά, μου είπε ένα απόγευμα στο τηλέφωνο όταν είχε γίνει ντόρος επί Ζαχόπουλου με κάποιον διεθνούς φήμης αλλά μετριότατου καλλιτεχνικά μουσικού, που είχε πάρει για μια εμφάνιση ένα αστρονομικό ποσόν. Τα δικά μου έργα θέλω να παρουσιάζονται σε μια τελετουργία. Και οι χρηματοδοτήσεις αυτές μολύνουν την ψυχή μας καθώς θυμίζουν εμπόρους στον ναό».
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα μιας εποχής που κάποιος διευθυντής Λυρικής, ενώ του είχε προτείνει να ανεβάσει κάποιο έργο του, μετά σιώπησε. Σαν να είχε την απαίτηση να τον παρακαλάει ο μεγάλος μας συνθέτης. Εκείνος, αφού πέρασε καιρός, χωρίς να επαναληφθεί η πρόταση, του έγραψε μια επιστολή, όπου ευγενέστατα του εξηγούσε γιατί θα πρέπει να μην τον …ξαναενοχλήσει αν δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο λόγο!!! Αυτός ο περήφανος άνθρωπος ήταν ο Νίκος Μαμαγκάκης.
Άνοιγε δρόμο στους νέους
Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Αντίθετα ήταν τρυφερός και φιλικότατος με κάθε νέο μουσικό, κι έκανε πάντα ό,τι μπορούσε να προωθήσει τα ταλέντα.
Ήταν παραμονές που θα παρουσίαζε στη Φορτέτζα τα τραγούδια της παλιάς πόλης, όταν μου τηλεφώνησε να μου πει, με τον ενθουσιασμό παιδιού, που έκανε μια σπουδαία ανακάλυψη:«Αυτός ο Μιχάλης Τζουγανάκης είναι μια έκπληξη. Να το θυμάστε θα πάει μπροστά».
Το ίδιο μου είχε πει για τη Στέλλα Γαδέδη και τόσους άλλους. Ομολογώ ότι από τον Νίκο Μαμαγκάκη ήξερα ποιοι είναι οι ανατέλλοντες αστέρες στον μουσικό χώρο.
Ποτέ δεν μιλούσε για τον εαυτό του με τόσο ενθουσιασμό. Θεωρούσε τους μουσικούς του σημαντικότερους κι από τον ίδιο. Έτσι τους παρουσίαζε.
Όταν έβγαλε τη σειρά με τα έργα του χωρίς να δεχτεί καμιά βοήθεια, αν και ο Όμιλος Βαρδινογιάννη, πολλές φορές του είχε αφήσει περιθώριο να ζητήσει ό,τι ήθελε, το μόνο που επιδίωξε ήταν να διαπιστώσει ήταν αν ο κόσμος τον αναζητά. Κι όταν είδε τη μεγάλη ανταπόκριση πέταξε στα ουράνια.
Γιατί, όπως μου είχε δηλώσει, αγωνιούσε για τη στιγμή επειδή οι εμφανίσεις του ήταν επιλεκτικές και δεν είχε την προβολή άλλων καλλιτεχνών στις τηλεοπτικές εκπομπές.
Κι όταν διαπίστωσε πόσο μεγάλη ήταν η ζήτηση, όταν διαπίστωσε την αγάπη του κόσμου, τότε ένοιωσε πραγματικά δικαιωμένος σαν καλλιτέχνης.
Αυτό που πρέπει να του αναγνωρίσουμε είναι η επιμονή του να συνθέσει έργα πνοής όταν τα τραγούδια του έγιναν μεγάλες επιτυχίες και συνεχίζουν την πορεία τους στον χρόνο αγγίζοντας και τις επόμενες γενιές.
Μακριά από ατζέντηδες
Αυτά τα τραγούδια ο ίδιος δεν τα είχε και σε μεγάλη εκτίμηση. Αναγνώριζε όμως ότι του εξασφάλισαν μια αξιοπρεπέστατη διαβίωση. Αυτό που ζητούσε πάντα για να μένει απροσκύνητος.
Οι ατζέντηδες ήταν γι’ αυτόν είδος προς αποφυγή. Γιατί όπως έλεγε η εμπορευματοποίηση της τέχνης απλά την εκχυδαΐζει και την ευτελίζει. Απέφευγε τις συναυλίες προτιμώντας μια εμφάνιση όταν «είχε κάτι να πει» όπως έλεγε χαρακτηριστικά.

Από τις μεγάλες του ευτυχισμένες στιγμές ήταν όταν του δήλωσε τον θαυμασμό του ο μεγάλος μας Μάνος Χατζηδάκης που τον έπεισε να γράφει τραγούδια Γιαυτό και ο Νίκος του αφιέρωσε το πρώτο μεγάλο άλμπουμ με τραγούδια του που κυκλοφόρησε.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης έφυγε από τη ζωή στις 24 Ιουλίου του 2013, χάνοντας τη μάχη με την επάρατη νόσο. Ούτε κι αυτή τη δοκιμασία μοιράστηκε με γνωστούς. Δεν ήθελε κανένα να λυπήσει. Δεν ήθελε να αισθανθεί τον οίκτο όσων τον θαύμαζαν. Κορυφαίος της ανθρωπιάς και της αξιοπρέπειας μέχρι το τέλος.
Η απώλεια του σπουδαίου συνθέτη σκόρπισε λύπη και βαθιά συγκίνηση στους ανθρώπους του χώρου, αλλά και σε όλους εκείνους που τον αγάπησαν μέσα από το έργο του.
Και το Ρέθυμνο μένει με την αιώνια υποχρέωση να τιμά τον συνθέτη που το τίμησε με τα αθάνατα έργα του και την καταξίωσή του στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών.