Του ΝΙΚΟΥ ΦΛΕΜΕΤΑΚΗ
Σαν τώρα πριν από 351 χρόνια -27 Σεπτεμβρίου 1669- έγινε η παράδοση του Χάνδακα, του Μεγάλου Κάστρου, στους Τούρκους, με προδοσία από τον Ενετό συνταγματάρχη Ανδρέα Μπαρότσι.
Στο ενετικό φρούριο του Μαρτινέγκο, δηλαδή στην κορυφή του ενετικού τριγώνου των ενετικών τειχών, κυμάτιζε η ενετική σημαία επί 460 και πλέον χρόνια (1211-1669).
Με την ανατολή του «σκοτεινιασμένου» ήλιου του Μ. Κάστρου, της πρωίας της 27ης Σεπτεμβρίου 1669 «Η πόλις εάλω» και η λάμψη της μικρής Βενετίας του Νότου έσβησε για πάντα. Έγινε υποστολή της σημαίας αυτής και τη θέση της πήρε Τουρκική.
Έτσι το Μεγάλο Κάστρο υποτάχτηκε στον Τούρκο κατακτητή μετά από 23 χρόνια άνισου αγώνα των Κρητικών. Μιας πολιορκίας η οποία θεωρείται η πιο μακροχρόνια στην Παγκόσμια Ιστορία και η πολιορκία με τα δραματικότερα στρατιωτικά γεγονότα του 17ου αιώνα.
Έτσι επαληθεύεται η ρήση: Άλλαι μεν αι βουλαί των θεών, άλλαι δε των μεγάλων Δυνάμεων.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, η Κρήτη μας έμεινε 229 (27/9/1669-3/11/1898) χρόνια κάτω από την μπότα του Τούρκου κατακτητή.
Στη διάρκεια της κατοχής αυτής καταστράφηκαν έργα τέχνης και ομορφιάς που καμία σχέση δεν είχαν με τουρκικές τέχνες αλλά ήταν όλα αριστουργήματα Ενετών καλλιτεχνών, γιατί οι Τούρκοι μόνον μιναρέδες κάτεχαν να υψώνουν και τίποτε παρά πέρα.
Πολλά έχουν γραφτεί, πολλά έχουν λεχθεί, πολλές εκδηλώσεις έχουν γίνει και γίνονται και θα γίνονται, πολλά λέγονται ότι θα ενεργοποιηθούν και θα πραχθούν στο μέλλον.
Όμως εμείς σήμερα μετά από 120 χρόνια οφείλουμε ευγνωμοσύνη, τιμή και προσκύνηση σε εκείνους, που με ασπίδα το σώμα, το φρόνημα, την Κρητική λεβεντιά και την ψυχή τους, μας χάρισαν την ανάσα της ελεύθερης αναπνοής.
Σήμερα, όπως και παντοτινά, τιμούμε και θα τιμούμε, ευγνωμονούμε και θα ευγνωμονούμε, υποκλινόμαστε και θα υποκλινόμαστε στη σεπτή μνήμη όλων αυτών των προγόνων μας.
Οι Κρήτες νέοι μας και όλα τα σχολεία της Κρήτης ποτέ να μην ξεχνούν την 27η Σεπτεμβρίου να αποδίδουν την πρέπουσα τιμή κι ευγνωμοσύνη και τον προσήκοντα σεβασμό στην μνήμη όλων εκείνων των Κρητικών προγόνων τους. Έχει μεγάλη σημασία η πράξη αυτή. Μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι, άνδρες, γυναίκες να θυμάστε τους προγόνους σας με την ιδιαίτερη λεβεντιά και να τους χρωστάτε ευγνωμοσύνη, γιατί η ευγνωμοσύνη είναι η μνήμη της καρδιάς.
Και αυτά σε εκείνους που θυσιάστηκαν για να ζούμε σήμερα εμείς λεύτεροι.
Υπάρχει και η άλλη ομάδα ανθρώπων, για τους οποίους, όχι ευγνωμοσύνη αλλά αηδία, πόνο, θυμό, απογοήτευση και αποτροπιασμό, πρέπει να αισθανόμαστε και μόνον στο άκουσμα του ονόματός τους. Και εκείνοι είναι οι προδότες.
Όπως δε μας πληροφορεί ο Σωκράτης, ο ορισμός του προδότη είναι: «Ο μεν δειλός της πατρίδος, ο δε φιλόδοξος της πατρώας ουσίας, εστί προδότης».
Και για την παράδοση του Μεγάλου Κάστρου πολλές προδοσίες πολλών Βενετών, Γάλλων και άλλων, μεσολάβησαν αλλά η πιο αποδεδειγμένη προδοσία, λόγω τεχνικής κατοχής πολλών τεχνικών αμυντικών στοιχείων, θεωρήθηκε αυτή του Ανδρέα Μπαρότσι, του οποίου το γενεαλογικό δένδρο και σήμερα ακόμη έχει διάφορα κατάλοιπα στο νησί μας.
Μερικά από αυτά: Στα Ρούστικα υπάρχει η τοποθεσία «Μπατσουναριά και μια μεγαλοπρεπής βρύση με πολλά εδώλια που φέρει την επιγραφή Φραγκίσκος Μπαρότσης, στην Αργυρούπολη ο συνοικισμός Μπαροτσιανά και η Παναγία του Μπαρότσι, που πιθανόν στο ίδιο κτίσμα ή τοποθεσία να υπήρχε και η οικία Μπαρότσι.
Η προδοσία δε του Ανδρέα Μπαρότσι θεωρήθηκε πιο ενδεδειγμένη επειδή εκείνος ελογίζετο, ως Ενετός Στρατιωτικός Μηχανικός, ιδιοφυία και γνώστης της όλης οχυρωματικής περιφερικής ζώνης του Μεγάλου Κάστρου, ο οποίος ήξερε με λεπτομέρειες και υπέδειξε ποιά ήταν τα ευάλωτα και αδύναμα σημεία της οχύρωσης του Μ. Κάστρου.
Κίνητρο δε αυτού, όπως ήταν, είναι και θα είναι κάθε προδότη, ήσαν φθόνος, η πλεονεξία, η απόκτηση πολλών χρημάτων (το παντέρμο χρήμα!) και δωρεά τιμαρίων= (τιμάριο ένα κτήμα γης, που παραχωρούσε ο Οθωμανός σουλτάνος σε κάποιον ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, συνήθως Μουσουλμάνο). Το δε δώρο που του παραχωρήθηκε ήταν τιμάριο το οποίον βρισκόταν κοντά στο χωριό Επάνω Αρχάνες.
Επίσης για την επαίσχυντη αυτήν πράξη, ο Μπαρότσι, αμείφτηκε πολύ καλά από τον Κιοπρουλή. Η ανταμοιβή και το δώρο που πήρε ήταν ότι ο Τούρκος Κιοπρουλής τον θεώρησε φίλο του και μια από τις διακρίσεις, που του έδωσαν ήταν ο τίτλος: «Ο τύπος και ο υπογραμμός του έθνους των Χριστιανών ο Ανδρέας». Έτσι τιμούνταν και τιμούνται οι προδότες αν και δεν ήταν υπήκοοι της χώρας τους.
Προσωπικά θα παρομοίαζα την εν γένει αναγραφομένη ιστορικά ζωή και συμπεριφορά του με εκείνη του ισχυρού Μαφιόζου.
Και για τον προδοτικό αυτό τρόπο παράδοσης του Μεγάλου Κάστρου στους μουσουλμάνους Οθωμανούς, ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης ποιητής του Κρητικού πολέμου, Ζάνε Μπουνιαλής, ο οποίος έζησε στο Ρέθυμνο στη συνέχεια κατέφυγε στο Χάνδακα και από εκεί ως πρόσφυγας στην Κέρκυρα, για να ολοκληρώσει τελικά το ποίημα «Κρητικός Πόλεμος» στη Βενετία, όπως σημειώνει ο Στ. Αλεξίου: Αναγράφει στο τέλος του ποιήματός του την πάσαν αλήθεια της κατάληψης του Μεγάλου Κάστρου, έχοντας πάντα κατά νουν την όλη μυστική προδοσία. Τελειώνοντας το υπέροχο έργο του με το έξης στίχο, με τον οποίον πολλά κατοπινά μας φέρνει στο μυαλό:
«Κι ήρθες και με πολέμησες και θέλεις να διγάσαι
Μα πως με πήρες με σπαθί ποτέ σου μην καυχάσαι».
Φέρνω δε στη μνήμη όλων των Κρητών, τα, κατά καιρούς, διαχρονικά παραδοσιακά Ριζίτικα Κρητικά τραγούδια του Κρητικού Αντριωμένου προς κάθε εσωτερικό ή εξωτερικό κατακτητή και προτρέπω μια σύγκριση και θα διαπιστώσουμε ότι ολίγον διαφέρουν από τα λόγια του αείμνηστου Κρητικού Ρεθεμνιώτη ποιητή Τζανέ Μπουνιαλή.