Και άλλοτε έχομε αναφέρει για μια πλειάδα νέων ανθρώπων, που ξεχωρίζει για το κοφτερό της μυαλό και την αγάπη της σύμφωνα με τη ρεθεμνιώτικη παράδοση, για τα γράμματα. Εντυπωσιάζει αυτή η πλειάδα της νεότερης ρεθεμνιώτικης γενιάς για την ευρεία εκπόνηση λογοτεχνικού είτε επιστημονικού έργου και για όλα, τα εν γένει, πνευματικά επιτεύγματα.
Μέσα σ’ αυτό το βιβλιογραφικό πλούτο ένας πολυγραφότατος συμπολίτης, ασυνήθιστο φαινόμενο συγγραφικού έργου συνεχίζει με πάθος και ενθουσιασμό την έκδοση των αλλεπάλληλων, πολυδιάστατων πονημάτων του. Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι αξιέπαινος, για μία ακόμα φορά, για τη νέα ενδιαφέρουσα και διεξοδική έρευνα τη σχετική με τα «370 μνημειακά κενά στην ιστορική τοπογραφία του Ρεθύμνου». Μνημείο είναι κάθε αρχιτεκτονικό ή γλυπτό έργο προς τιμήν και ανάμνηση κάποιου προσώπου ή γεγονότος, κάθε έργο τέχνης και κάθε μεμονωμένο σύνολο κτισμάτων, που έχουν διασωθεί, που παρουσιάζουν αρχαιολογικό ενδιαφέρον και έχουν τη μεγαλοπρέπεια και την επιβλητικότητα του μνημείου.
Πλέον τούτων ο Χάρης Στρατιδάκης αισθάνεται θαυμασμό και για κάθε τι το ξεχωριστό, με υπερφυσικό γνώρισμα στο περιβάλλον. Ούτω πως διευρύνει τον ορισμό του μνημείου και επέκεινα π.χ. μνημειακά είναι και τα γιγαντόσωμα, μεγάλου διαμετρήματος και πολυετή ελαιόδεντρα, οι βελανιδιές, τα πλατάνια κλπ., όπως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, γραφικά σπήλαια κλπ.
Ο συγγραφέας επίσης διαχωρίζει και αντιδιαστέλλει τις καταστροφές των μνημείων σε φυσικές και σε ανθρωπογενείς. Φυσικές είναι οι σεισμοί, οι πλημμύρες, οι τρικυμίες, τα παλιρροϊκά κύματα, οι σιφώνες, και οι πανωλεθρίες. Αναφέρονται εν συνόλω 45, από το 368 π. Χ. μέχρι πρόσφατα το 1991. Ανθρωπογενείς καταστροφές στην Κρήτη, μνημείων προκάλεσαν οι εμπρησμοί, οι επαναστάσεις, οι βομβαρδισμοί και οι διαρπαγές.
Στη σελίδα 33 του βιβλίου αναφέρονται με χρονολόγιο τριάντα μεγάλες καταστροφές μνημείων στην Κρήτη και μεταξύ αυτών η αδιαμφισβήτητης αξίας, αλησμόνητη αίθουσα των Τριών Ιεραρχών, στην οποία εδίδοντο εντυπωσιακές διαλέξεις. Επίσης το απαράμιλλης τέχνης ενετικό ρολόι κρυμμένο κατά το ήμισυ πίσω από το φούρνο του Ροδινού. Ανεξάλειπτα μένουν στη μνήμη μας τα Κασαπιά με τα τρία γραφικά καφενεδάκια, τις λεύκες και την κρυμμένη αισθητική. Εξ’ άλλου ένας ανυπολόγιστος αριθμός από κιόσκια προσέδιδε στην πόλη μιαν ανατολίτικη ατμόσφαιρα. Ανεξίτηλη, θλιβερή η ανάμνηση της ανίερης, αχαρακτήριστης και ανομολόγητης βεβήλωσης από τους Ούννους του πρώτου, παλαιού Ιερού Ναού των Τεσσάρων Μαρτύρων, που κατεδαφίστηκε σε προγενέστερη εποχή. Κατά την κατοχή οι Γερμανοί άρπαξαν από τα χωριά τα γαϊδούρια και τα στάβλισαν μέσα στην παλιά εκκλησία. Βέβηλη και ανίερη πράξη, πολλώ μάλλον όταν μια αδέσποτη είδηση κυκλοφόρησε, ότι θα τα έστελναν στη Γερμανία για.. κονσερβοποίηση!…
Από τότε μέχρι σήμερα λες και πέρασε πάνω από την πόλη ένα καταστροφικό, ολέθριο pogrom. Εκ παραλλήλου μια σειρά από εφιαλτικά, αδιανόητα για τον σημερινό πολίτη γεγονότα αλλοίωσαν, μεταμόρφωσαν και ενίοτε, σε ορισμένες περιπτώσεις παραμόρφωσαν την πόλη. Η άλλοτε γραφική, επιβλητική και ελκυστική όψη της χάθηκε και κατάντησε μια πόλη «βλοσυρή» και «συνοφρυωμένη».
Οι παλαιότεροι κάτοικοι της παλιάς πόλης είχαν διαμορφώσει και αποκρυσταλλώσει μια κοντόφθαλμη αντίληψη, απλοϊκή και απατηλή. Ότι όλα αυτά κιόσκια, τα τζαμιά, οι μιναρέδες, τα μεζάρια, οι κρήνες κλπ. απεικόνιζαν δυσάρεστες αναμνήσεις και μετέφεραν στη μνήμη μιαν εποχή θλιβερή και οδυνηρή. Ότι η ιστορία τους αφήνει κατάλοιπα τυραννικής σκλαβιάς και η παρουσία τους οπωσδήποτε δυσαρεστούσα. Επομένως έπρεπε να αφανιστούν.
Από πού ξεκίνησε; Ποιά ήταν η πρωταρχική αιτία της φθοράς του μιναρέ, που αναστηλώνεται σήμερα; Κάποια αλησμόνητη εποχή ασύδοτοι τραμπούκοι, οπλοφόροι είχαν βάλει στόχο τη σιδερένια ημισέληνο στην κορυφή του μιναρέ. Ήταν η εποχή κατά την οποία θριάμβευε το κυνήγι των μαγισσών. Αυτά υπήρξαν τότε τα κατορθώματα και τα ανδραγαθήματα ανθρώπων αδαών καθυστερημένων αντιλήψεων. Από τις τουφεκιές ωστόσο προκλήθηκαν δυσαναπλήρωτες φθορές και με το πέρασμα του χρόνου άκρως επικίνδυνες. Κάποτε κατέπεσε ένας πέτρινος όγκος από το μιναρέ. Ο κίνδυνος για συνεχιζόμενες επακόλουθες πτώσεις ήταν προφανής. Ο αείμνηστος πρόεδρος του Ωδείου και φίλος Μάνος Αστρινός έσπευσε ανάστατος, να ενημερώσει το υπουργείο Πολιτισμού. Μετά από ενοχλητική επιμονή και φορτικότητα στην γραμματέα Μενδόνη επέτυχε την εκπόνηση μελέτης και την ανάθεση σε εργολάβο μια μεθοδική αναπαλαίωση.
Σε άλλες εποχές κυκλοφορούσε ευρύτατα στον απλοϊκό κάτοικο η δοξασία, ότι όλοι αυτοί οι γερασμένοι μαχαλάδες με τα κιόσκια, η λέξη μνημείο ήταν άγνωστη, εκθέτουν, υποβαθμίζουν ακόμα και εξευτελίζουν την πόλη.
Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια τους τακτικούς θαμώνες του φαρμακείου, να συζητούν και να θεωρούν στίγμα για την πόλη τους μιναρέδες και κάθε άλλο τουρκικό αρχιτεκτονικό μνημείο και να αισθάνονται γι’ αυτά καταισχύνη. Αντιθέτως θαύμαζαν τον Άγιο Νικόλαο. Η πόλη αυτή κάποτε πυρπολήθηκε από τους Ενετούς και έκτοτε παρέμεινε ερειπωμένη. Η νέα πόλη ανοικοδομήθηκε μετά την τουρκοκρατία με πολεοδομικό σχέδιο.
Στις συζητήσεις ακουγόταν και άλλη διαδεδομένη άποψη, λίγο πολύ εύλογη, την οποία υιοθετούσαν τα παλαιά δημοτικά συμβούλια και την απεδέχοντο ανεπιφυλάκτως ως επιβεβλημένη αναγκαιότητα. Ότι τα στενοσόκακα καταπίεζαν τους κατοίκους, ότι η πόλη ασφυκτιούσε, ότι σάπιζε από την υγρασία κι έπρεπε ν’ ανασάνει. Ν’ ανασάνει πώς; Με διαπλατύνσεις, με διανοίξεις, με διευρύνσεις. Με πλάτεμα και φάρδεμα των στενών, ενώ αδιαφορούσαν είτε αγνοούσαν την μνημονειακή αξία παραδοσιακών κτισμάτων.
Ο αναγνώστης ασφαλώς θα αναρωτιέται. Όλες αυτές οι ανεπανόρθωτες καταστροφές στο όνομα του εκσυγχρονισμού, οι οποίες έκαναν την πόλη «σα γριά μ’ αχτένιστα μαλλιά» όπως λέει το τραγούδι, δεν ξεσήκωσαν, δε σόκαραν; Δεν κουνήθηκε κανένας;
Παλλόμενες φωνές ενιστάμενες και εξανιστάμενες ακούστηκαν αλλά ελάχιστες. Αντιστάσεις σθεναρές υπήρξαν αλλ’ αναποτελεσματικές. Έντονες υπεραστικές αρθρογραφίες δημοσιεύτηκαν, αλλά ενταφιάστηκαν.
Στη σελίδα 237 ο συγγραφέας αναφέρει έναν έντονο διάλογο μεταξύ του Δημάρχου Τίτου Πετυχάκη και του δικηγόρου και παλαιού μου γείτονα Σπύρου Λίτινα σχετικό με την κατεδάφιση του ενετικού ρολογιού. Ο Σπύρος Λίτινας στάθηκε ακλόνητος στο ύψος των περιστάσεων και εναντιώθηκε σθεναρά στην κατεδάφιση του ρολογιού.
Υπήρξα εξ’ άλλου αυτήκοος μάρτυς έντονου διαπληκτισμού μεταξύ Λίτινα και παλαιού Δημάρχου σχετικά με το κόψιμο των δέντρων στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων και στον αυλόγυρο του Ι. Ναού των Εισοδίων (λεύκες και πασχαλιές). Μάταιος και ο αγώνας του επίσης εξαίρετου δικηγόρου Μιχάλη Παπαδάκη για να περισώσει το θαλερό, πυκνό πευκώνα της άλλοτε πλατείας Αβέρωφ (σήμερα Ηρώων Πολυτεχνείου).
Στους «αντιστασιακούς» για τη διάσωση μνημείων αναφέρεται από το συγγραφέα και ο γυμνασιάρχης Κ. Ξεξάκης, ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης και ο Νικ. Πλάτων.
Ελάχιστοι άλλοι υιοθέτησαν και μόχθησαν για τη διάσωση μνημειακών κτισμάτων. Μνήμη αγαθή για τον Πολύβιο Τσάκωνα και τον Μανόλη Βογιατζάκη. Με πρωτοποριακές αντιλήψεις για την εποχή και με ολόψυχη αφοσίωση στη διάσωση της παλιάς πόλης αποδύεται και μάχεται ο Χρίστος Μακρής. Το 1969 δίδει τρεις διαλέξεις, οι οποίες προκάλεσαν οξύτατες αντιδράσεις. Ο καθηγητής υπήρξε αποδέκτης όχι μόνον παραπόνων και διαμαρτυριών, αλλά ακόμα και θανάσιμων απειλών.
Για την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, με πρωτοβουλία του δημάρχου Δημ. Αρχοντάκη, τη σχετική με τη διατήρηση ως ιστορικού μνημείου της παλιάς πόλης, ο δήμαρχος υπήρξε θύμα φραστικών και σωματικών βιαιοπραγιών.
Εν κατακλείδι. Ο Χάρης Στρατιδάκης ασχολήθηκε επιστημονικά και με ιδιαίτερη φροντίδα για να εκπονήσει μια προσεκτική, πρωτοποριακή μελέτη. Το έργο του τον καθιστά ένα από τα πολύτιμα επιστημονικά κεφάλαια του τόπου. Με την πρωτότυπη, εμβριθή και εμπεριστατωμένη εις το έπακρον μελέτη του, η οποία αποτελεί σταθμό για τα νεοελληνικά γράμματα, ο συγγραφέας μας καταπλήσσει. Με την αυξημένη ευαισθησία του και την υποδειγματική οικογενειακή αγωγή και παιδεία, διασώζει με αδιάσειστα ντοκουμέντα την επιβλητική αρχιτεκτονική και αναδεικνύει, την αδιαμφισβήτητη αξία και το κύρος που έχαιρε άλλοτε η πόλη του Χορτάτζη.
Η συμβολή του βιβλίου στην παιδεία προοιωνίζεται ανεκτίμητη. Το πολιτισμικό περιεχόμενό του θα διδάσκει, θα διαφωτίζει, θα ενημερώνει και θα μεταλαμπαδεύει στις επόμενες γενιές τη γνώση του «ιστορικού γίγνεσθαι» της πόλης. Για το «τι έχασε, τι έχει, τι της πρέπει» που μας λέει ο Σολωμός.