Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΚΑΛΙΔΑΚΗ
Κάθε έτος, τούτο το μήνα, εδώ και 53 χρόνια τώρα, μου έρχονται στου νου εκείνες οι μαύρες ώρες, της 21ης Ιουλίου 1965. Φέτος δεν άντεξα και αποφάσισα να αφηγηθώ τα γεγονότα εκείνης της μέρας, όπως τα έζησα, τιμώντας τη μνήμη εκείνου που αναφέρεται παρακάτω.
Ήταν Τετάρτη απόγευμα όταν ξεκίνησα από τη Ναρσή 2, που ήταν η διαμονή μου, και ακολουθώντας ένα συνηθισμένο δρομολόγιο, δηλαδή τους δρόμους Νικηφόρου Ουρανού, Ασκληπιού και Ρήγα Φεραίου έφθασα στα Προπύλαια. Ο κόσμος ήταν λιγοστός, αλλά σιγά-σιγά πύκνωνε. Κάποια στιγμή βλέπω τον συμφοιτητή μου και καλό φίλο από τα Χανιά Νίκο Πιακή να περνά κρατώντας μια τσάντα-φάκελο στο χέρι του και όπως μου είπε πήγαινε Αγγλικά. Τότε του σύστησα να αφήσει το μάθημα των Αγγλικών και να διαδηλώσουμε για το «Γέρο της Δημοκρατίας» ακούγοντας και το κάλεσμα της ΕΦΕΕ. Βλέποντάς τον διστακτικό σκέφθηκα να του υπενθυμίσω τι έκαμε για εμάς τους φοιτητές.
Του λέω λοιπόν: «Ο Γέρος» μας απάλλαξε από το υπέρογκο ποσό της εγγραφής στο Πανεπιστήμιο, (εγώ είχα πληρώσει 2.500 δρχ. σε δύο δόσεις), μας απάλλαξε από τα δίδακτρα και εξέταστρα των καθηγητών, μας χορήγησε κουπόνια να τρώμε στην Πανεπιστημιακή Λέσχη, δημιούργησε το σπουδαστήριο στην Ιπποκράτους, πάνω από τα θέατρα Γκλόρια και Διάνα, να διαβάζουμε, έχοντας τα βιβλία δωρεάν (ήταν πολύ ακριβά), αλλά να έχουμε και ζέστη το χειμώνα. Επομένως νομίζω ότι αξίζει να τον υπερασπιστούμε, Κλονίστηκε και έμεινε.
Όταν τελείωσαν οι ομιλητές ξεκινήσαμε την πορεία προς τη Βουλή, για κατάθεση ψηφίσματος. Ακολούθησαν ως συνήθως την Ελ. Βενιζέλου (Πανεπιστημίου) εισήλθαμε στην Αιόλου και εν συνεχεία στη Σταδίου, με τα γνωστά συνθήματα της εποχής, αλλά με κορυφαίο και κυρίαρχο το «114».
Εγώ και ο Νίκος είμαστε πρώτοι-πρώτοι. Ενώ πλησιάζαμε τη Χρήστου Λαδά, βλέπουμε τον δρόμο κλειστό από αστυνομικούς και αστυνομικές κλούβες. Σταματήσαμε υποχρεωτικά και αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις. Άκουσα μάλιστα τους διαπραγματευτές να λένε: Η πορεία μας είναι ειρηνική. Αφήστε μας να περάσουμε να πάμε στη Βουλή να δώσουμε το ψήφισμα της συγκέντρωσης και θα υποχωρήσουμε όμορφα, όπως φθάσαμε ως εδώ. (Εμείς δεν είχαμε ούτε μολότοφ, ούτε πέτρες, μάρμαρα, λοστούς και καδρόνια. Είχαμε όπλα μόνο τον παλμό και τα συνθήματα). Όμως οι συζητήσεις δεν κατέληγαν πουθενά.
Εν τω μεταξύ δεχόμασταν πιέσεις από τους ακολουθούντες, που δεν ήξεραν τι συμβαίνει και γινόταν φοβερός συνωστισμός μπροστά από τους αστυνομικούς.
Κάποια στιγμή βλέπουμε δύο-τρεις να σηκώνουν τα χέρια κάνοντάς μας νεύμα να προχωρήσουμε ανάμεσα από τους αστυνομικούς και τις κλούβες.
Εγώ και ο Νίκος νομίσαμε ότι η αστυνομία συγκατετέθη, χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι και προχωρούμε, όπως και οι υπόλοιποι. Αμέσως όμως δεχόμαστε επίθεση. Ακολουθεί οπισθοχώρηση. Γίνεται χαλασμός Κυρίου. Έχασα το Νίκο σχεδόν αμέσως. Έπεσε κάτω και εξαφανίστηκε. Εγώ κατόρθωσα επειδή γυμναζόμουνα (είχα καλές επιδόσεις στον ακοντισμό, όπως θα επιβεβαίωνε και ο καλός και συνάδελφος, αείμνηστος Μιχάλης Μαράκης) να υποχωρήσω λίγο ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο, δεξιά όπως πάμε προς την Ομόνοια. Για καλή μου τύχη βλέπω δίπλα μου ένα χρυσοχοείο και έναν άνθρωπο να κατεβάζει το σιδερένιο δίχτυ. (Αυτό είναι σημαντικό 1ον διότι όταν έγινε το κακό τα καταστήματα θα ήταν ακόμη ανοικτά και 2ον δεν υπήρχε φόβος βανδαλισμών και πλιάτσικου). Πρόλαβα και πέρασα κάτω από το πλέγμα αλλά δεν πρόλαβα να δω τα δύο-τρία σκαλοπάτια που υπήρχαν στην είσοδο και βρέθηκα ταχύτερα του αναμενόμενου στο εσωτερικό του καταστήματος πέφτοντας κάτω.
Ο άνθρωπος τρομαγμένος και αυτός μου λέει: Πού πας παιδί μου! Θα κρουφτούμε εδώ μέσα. Κλείσε-κλείσε τη τζαμαρία του είπα εγώ. Καλύτερα εδώ παρά έξω στην κόλαση! Έκλεισε γρήγορα-γρήγορα, όμως το κατάστημα ήταν πήκτρα από τα δακρυγόνα και καπνογόνα. Δυσκολευόμαστε να αναπνεύσουμε, το βήξιμο ήταν ασταμάτητο και τα δάκρυα «ποταμός».
Αργότερα όταν τελείωσε ο κακός χαμός και είχαν γίνει οι συλλήψεις και η μεταφορά των τραυματιών, βγήκαμε έξω μαζί δειλά-δειλά (είχαμε γίνει και φίλοι εν τω μεταξύ) και εκτιμήσαμε την κατάσταση. Τώρα είναι καλά να φύγουμε. Άντε παιδί μου στο καλό και ο Θεός βοηθός, μου είπε. Τον ευχαρίστησα για τη φιλοξενία και ξεκίνησα για το σπίτι.
Πατούσα ρούχα, παπούτσια, χαρτοφύλακες, τσάντες, άδεια κουτιά από δακρυγόνα και καπνογόνα. «Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα» όπως λέει και ο Σωκράτης διά μέσου των απομνημονευμάτων του Ξενοφώντος για τον ανοργάνωτο στρατό. Εδώ βέβαια έχει άλλη έννοια. Κατηφόρισα λοιπόν λίγο τη Σταδίου, δεν είδα αστυνομικούς. Επικρατούσε όμως μια παράξενη ησυχία. Πέρασα από την παρακείμενη στοά στην Πανεπιστημίου, μπήκα στη Ρήγα Φεραίου και να σου δυο αστυνομικοί από το πουθενά, πίσω μου. Άρχισα να τρέχω ενώ είχα πάρει την Ασκληπιού και φθάνοντας στον θερινό κινηματογράφο «Νεάπολις» αν θυμάμαι καλά, ανεβαίνω τα σκαλοπάτια και σκυμμένος έφτασα τα τελευταία καθίσματα, χωρίς ταξιθέτρια και κάθισα σ’ ένα απ’ αυτά που ήταν άδειο. Βλέπω τους αστυνομικούς στο ημίφως της εισόδου και προσευχόμουνα να μη γίνει διάλειμμα. Περίμεναν εκεί κάπου ένα δεκάλεπτο. Εγώ για καλό και για κακό όμως κάθισα μέχρι που τελείωσε το έργο και όταν άναψαν τα φώτα και σηκώθηκαν οι θεατές, σηκώνομαι μαζί τους και βγήκα έξω.
Ανηφόρησα για το σπίτι μου σκεφτόμενος τον Νίκο. Την επομένη έμαθα λεπτομέρειες ότι κτυπήθηκε, έπεσε κάτω, ποδοπατήθηκε και βρίσκεται στον Ευαγγελισμό σοβαρά τραυματισμένος.
Ο Σωτήρης Πέτρουλας που έπαθε τα ίδια δεν είχε τυχερό, γιατί όπως έλεγαν τότε πέφτοντας κάτω τον κτύπησε στο κεφάλι κάποιο δακρυγόνο ή καπνογόνο. Τον μετέφεραν κάπου, αλλά δυστυχώς δεν γλύτωσε.
Στον Ευαγγελισμό δεν πήγα να δω τον Νίκο, γιατί φοβήθηκα ότι θα με έπιαναν και ποτέ δεν είπε με ποιους ήταν. Πήγαιναν όμως η μέλλουσα γυναίκα του Ζωή, καθώς και συμφοιτήτριές μας και απ’ αυτές μάθαινα τι κάνει.
Ένοιωθα όμως ενοχές, γιατί ίσως αν δεν τον πίεζα να μην ερχόταν στην πορεία.
Πάντως η γυναίκα του, που διορίστηκε ως καθηγήτρια αγγλικών σε κάποιο επαρχιακό σχολείο στον Ν. Ρεθύμνου, όπως ανταμώναμε σε συνελεύσεις των καθηγητών με απέφευγε, καθώς και εγώ θεωρώντας με ίσως υπεύθυνο για ότι έπαθε ο Νίκος.
Ο καλός μου λοιπόν φίλος, συμφοιτητής και συνάδελφος, ο ενάρετος πολίτης Νίκος, που για πολλά χρόνια ήταν πρωτοψάλτης στον καθεδρικό Ναό των Εισοδίων στα Χανιά εδώ και μερικά χρόνια έφυγε από τη ζωή νεότατος.
Όλα αυτά τα έγραψα τιμώντας τη μνήμη του και ακόμα για να μαθαίνουν οι νεότεροι πως εμείς αγωνιζόμαστε τότε, ότι τα Εξάρχεια ήταν από τις πλέον ήσυχες περιοχές της Αθήνας, ότι εμείς δεν κρατούσαμε καδρόνια και τα άλλα, που αναφέρω παραπάνω, ότι δεν κάψαμε εφημερίδες (Τα Νέα τα έκαψαν αυτοί, που έβγαλαν το παράρτημα, με δικούς τους ανθρώπους) το περισσότερο δε δεν κάψαμε αυτοκίνητα, καταστήματα και ανθρώπους στις πορείες και ότι δεν ζητήσαμε, οι περισσότεροι, ποτέ τίποτα.
* Ο Σκαλιδάκης Κωνσταντίνος είναι συνταξιούχους καθηγητής
Ρέθυμνο 12-7-2018