Μια ακόμα ατέλειωτη λειτουργία που διέκοψε η εκδικητική μανία των Τούρκων
Ένας από τους εφιάλτες των Χριστιανών, στο ξεψύχισμα της επανάστασης του 21 στην Κρήτη, ήταν και ο Αλμπάν μπέης, από τους πιο αιμοβόρους γενίτσαρους. Ήταν απόγονος Ενετών φεουδαρχών που είχαν εξισλαμιστεί για να κρατήσουν τις περιουσίες τους μετά την υποταγή του νησιού στους Τούρκους.
Έχοντας κληρονομήσει τεράστιο βιος με περιουσίες στο Πέραμα, στην Αγία Τριάδα, στο μετόχι που φέρει ακόμα το όνομά του και αλλού διαφέντευε τα πάντα, ασκώντας την επιρροή του δυνάστη, από τους πιο σκληρούς μάλιστα. Ο ίδιος γεννήθηκε στη Λαμπηνή. Ακόμα σώζεται το αρχοντικό του στη θέση Πετραμώνας.
Στον μεγάλο ξεσηκωμό του 21 αναγκάστηκε κι αυτός να κατέβει στο Ρέθυμνο, για μεγαλύτερη ασφάλεια και επισκεπτόταν τη γενέτειρά του μόνο για την είσπραξη φόρων.
Οι Λαμπηθιανοί, που είχαν υποστεί τόσα βασανιστήρια και ταπεινώσεις από αυτόν, τον μισούσαν θανάσιμα και μόνο ένας Λαμπηθιανός ο Περδικογιάννης, του έδειχνε όχι απλά σεβασμό αλλά και αγάπη.
Είχαν μεγαλώσει μαζί και στο πρόσωπο του σκληρού αφέντη έβλεπε πάντα τον σιμμισάτορα των παιδικών του αναμνήσεων. Μα και ο Αλμπάνης είχε τα ίδια αισθήματα για τον άνθρωπο αυτό.
Η μεγάλη απόφαση
Είχε παραγίνει όμως το κακό και οι γενναίοι της Λαμπηνής αποφάσισαν να σηκώσουν κεφάλι. Οι κάποιες δολιοφθορές που έκαναν στην περιουσία του δεν τους ικανοποιούσαν. Προτίμησαν κάτι πιο αποτελεσματικό. Κι όταν έμαθαν πως έρχεται ο μπέης, για να εισπράξει το χαράτσι του, ένας από αυτούς, ο Φουρογιάννης, του έστησε ενέδρα να τον σκοτώσει. Πράγματι, όταν σίμωνε ο γενίτσαρος με τη συνοδεία του, τον πυροβόλησε. Για κακή του τύχη όμως η σφαίρα βρήκε το φέσι του και ο αιμοβόρος γενίτσαρος σώθηκε την τελευταία στιγμή.
Αφρίζοντας από την οργή του ορκίστηκε να εκδικηθεί. Βροντοφώναξε μάλιστα τον όρκο που πήρε, να σκοτώσει τον επίδοξο φονιά του και να ξεκληρίσει το χωριό, αλλά πήρε από τον Φουρογιάννη την απάντηση ότι θα τον περιμένει.
Πονηρός καθώς ήταν ο μπέης, δεν πραγματοποίησε άμεσα την απειλή του. Περίμενε να ξεχαστεί το πράμα, για να τους πιάσει στον ύπνο και να πάρει μεγαλύτερη εκδίκηση. Από την άλλη, οι Λαμπηθιανοί είχαν οργανωθεί, προκειμένου να προλάβουν το χειρότερο, όταν ξαναφανεί ο Αλμπάνης. Φυλούσαν σκοπιά σε καθημερινή βάση και περίμεναν.
Ξημέρωμα του Αγίου Ευθυμίου
Μια χειμωνιάτικη νύκτα, ξημέρωμα Κυριακής 20 Ιανουαρίου 1829, διάλεξε ο Αλμπάνης για να πάρει την εκδίκησή του. Ξημέρωνε του Αγίου Ευθυμίου και ο Τούρκος ήξερε πως θα βρει όλους τους χωριανούς στην εκκλησία.
Κατά σατανική σύμπτωση κείνη τη βραδιά, φυλούσε σκοπιά ο Φουρογιάννης. Ένας λαγός, όμως που βρήκε την ώρα να περάσει από μπροστά του, η πείνα που τον βασάνιζε από ώρα και οι προτροπές της γυναίκας του να επιστρέψει στο σπίτι μια και φαινόταν απίθανο να έρθουν οι Τούρκοι Κυριακάτικα, τον έπεισαν να αφήσει τη θέση του. Πήρε τον σκοτωμένο λαγό κι έσπευσε να τον απολαύσει στη ζεστασιά του σπιτιού του.
Όταν η ίδια η Φουρογιάνναινα είδε τους Τούρκους να ζώνουν το χωριό ήταν πλέον αργά.
Βέβαια οι χριστιανοί είχαν λάβει τα μέτρα τους και με προτροπή του οπλαρχηγού Καραγιάννη πήγαν οπλισμένοι στην εκκλησιά.
Όταν βρέθηκαν κυκλωμένοι οι Λαμπηθιανοί, έκλεισαν την πόρτα του ναού και περίμεναν έτοιμοι για όλα.
Πράγματι οι εχθροί έκαναν να μπουν στην εκκλησία, αλλά δυο τρεις από αυτούς βρήκαν αμέσως τον θάνατο από τις σφαίρες των υπερασπιστών του χωριού.
Πέρασαν δυο τρεις ώρες σε αφάνταστη ένταση. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Αλμπάνης τους φώναξε να παραδοθούν κι έδινε μάλιστα τον λόγο του ότι δεν θα πειραχτεί κανένας. Ο μόνος βέβαια που έδωσε πίστη στα λόγια του ήταν ο παιδικός του φίλος Περδικογιάννης, που προσπάθησε να πείσει τους άλλους να παραδοθούν. Κανένας όμως δεν του έδωσε σημασία.
Όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι δεν ωφελεί να περιμένουν, κατά τη προσφιλή τους μέθοδο, όπως είχαν κάνει στη Μίλατο (1823) και στο Μελιδόνι (1824) μούσκεψαν πανιά και άχυρα σε λάδι και τα πέταξαν αναμμένα από τα παράθυρα στο εσωτερικό του ναού.
Φωτιά και μαχαίρι
Μέσα σε λίγα λεπτά η ατμόσφαιρα στην εκκλησία είχε μεταβληθεί σε κόλαση, από τους πυκνούς καπνούς που έκοβαν την ανάσα. Ακόμα και τώρα όμως κι ενώ ο Αλμπάνης, για μια ακόμα φορά, τους καλεί να παραδοθούν εκείνοι συνεχίζουν να αντιστέκονται. Γυναίκες και παιδιά λιποθυμούν, αλλά οι άντρες μένουν ακλόνητοι στη θέση τους.
Τότε ο Περδικογιάννης παίρνει πρωτοβουλία και επωφελούμενος από τη σύγχυση, που επικρατεί, μαζεύει και πετά έξω τα όπλα των συγχωριανών του, ενώ οι Τούρκοι αφού έβαλαν φωτιά και έκαψαν την εξώθυρα του ναού, όρμησαν αφηνιασμένοι στο εσωτερικό του. Το μαχαίρι τους στέλνει στον θάνατο όσους αγωνιστές προλαβαίνει και μάλιστα πάνω στην Αγία Τράπεζα. Ούτε ο Αλμπάνης τους σταματά πια όταν προσπάθησε να πάρει από τα χέρια τους τον φίλο του Περδικογιάννη.
Η τραγική μοίρα των αιχμαλώτων
Όσοι σώθηκαν από τη σφαγή οδηγήθηκαν δέσμιοι στο Ρέθυμνο και πουλήθηκαν σκλάβοι.
Τραγική ήταν η μοίρα του παπά Παναγιώτη που υπέστη τα πάνδεινα από τους αλλόθρησκους. Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν έφθασαν στο Ρέθυμνο.
Όχλος τον υποδέχτηκε με χλεύη και εξευτελισμούς μέχρι που ανθρώπινο ράκος τον πήρε από τα χέρια τους ένας φιλεύσπλαχνος χότζας. Τον έσυρε στο τζαμί του και προσπάθησε να απαλύνει τους πόνους του. Ήταν όμως αργά. Λίγη ώρα μετά ο μαρτυρικός ιερέας παρέδωσε το πνεύμα.
Μια άλλη γυναίκα, που είχε λιποθυμήσει από τους καπνούς, όταν συνήλθε κατάλαβε πως ήταν δεμένη σφικτά στη σέλα ενός αλόγου. Παντού είχε αίμα ξεραμένο πάνω της, πιθανότατα από τη σφαγή του ανδρός της. Ήταν η Μηλιά Μουζουράκη πού σώθηκε με τη δίχρονη κόρη της Εργινούσα. Κάπου δυο βδομάδες προσπαθούσαν να την πουλήσουν σκλάβα οι Τούρκοι που την αιχμαλώτισαν. Ακόμα όμως φορούσε τα ματωμένα ρούχα που είχαν πια κρουσταλλιάσει στο βασανισμένο της κορμί και το θέαμα που παρουσίαζε ήταν τρομακτικό. Τότε βρέθηκε ένας άγιος άνθρωπος από την Πηγή και την αγόρασε, κάπου ογδόντα γρόσια, με το παιδί της. Ήταν ο πρόκριτος Σπυρίδων Παπαδάκις. Ήταν αυτός που φιλοξένησε λίγα χρόνια αργότερα τον Άγγλο περιηγητή Πάσλευ στον οποίο και διηγήθηκε τα γεγονότα της Λαμπηνής και η Μηλιά στη συνέχεια αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες. Στο φιλόξενο αυτό σπίτι βρήκε καταφύγιο η ταλαίπωρη γυναίκα με την κόρη της. Αργότερα η Εργινούσα της παντρεύτηκε στις Καρήνες τον Ιωάννη Κοκοτσάκη που την είχε γνωρίσει μικρό παιδί όταν ήταν μυλωνάς στο ελαιοτριβείο του Παπαδάκη. (πληροφορία από την έρευνα του Θανάση Απανωμεριτάκη).
Η μητέρα του οπλαρχηγού Πορτάλιου
Μια άλλη Μηλιά, σύζυγος Καραγιάννη, ακολουθώντας με τα παιδιά της τη θλιβερή πομπή των αιχμαλώτων, στην περιοχή της Αρβανιτιάς, κοντά στον Άγνωστο Στρατιώτη ένοιωσε ξαφνικά δυο χέρια να την τραβούν στο εσωτερικό μιας αυλής. Σωτήρας της ήταν μια Αράπισσα που τη λυπήθηκε βλέποντάς την να βασανίζεται με τα παιδιά της. Έκανε ό,τι μπορούσε να τη συνεφέρει και νύχτα τη φυγάδευσε από την παραλία προς Περιβόλια. Στο ύψος του Κόρακα Καμάρα η γυναίκα συνάντησε τον καπετάν Πορτάλιο από την Παντάνασσα Αμαρίου που τη μάζεψε και αδιαφορώντας για την επικήρυξη των Τούρκων την προστάτευσε και μετά από κάποιο διάστημα την παντρεύτηκε. Από το γάμο τους γεννήθηκε ο μεγάλος αρχηγός της επανάστασης του 1866 καπετάν Εμμανουήλ Πορτάλιος.
Η πορεία μιας σημαντικής έρευνας
Έτσι γράφτηκε το δράμα της Λαμπηνής και η εξέλιξη της ιστορικής έρευνας πέρασε από διάφορες διακυμάνσεις.
Ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις ενδιαφέρθηκε πρώτος για την ιστορική τεκμηρίωση του γεγονότος και αναφέρει σχετικά για την πορεία των ερευνών του «Πρώτος μου έδωσε πληροφορίες για το δράμα στη Λαμπηνή ο Στυλιανός Ρουκουνάκης. Εκείνος με παρέπεμψε για περισσότερα στον φίλο μου Αθανάσιο Απανωμεριτάκη, από το ίδιο χωριό, εισπράκτορα του Δημοσίου Ταμείου Αντανάσσου, που είχε έδρα το Σπήλι. Ο Αθανάσιος Απανωμεριτάκης, μου έστειλε γράμμα το 1932, στο οποίο μου εκθέτει όπως τη γνώριζε την τραγωδία της Λαμπηνής.
Ο Αθανάσιος Απανωμεριτάκης αναφέρεται στην περίπτωση της Μουζουράκη και στο πως διασώθηκε με το παιδί της. Η Μουζουράκη, σημείωνε ήταν από τη γενιά της μητέρας του στρατηγού Εμμανουήλ Μαρκογιαννάκη, καταγόμενου από το χωριό Καρήνες. Επικοινώνησα με τον στρατηγό στο σπίτι του στην Αθήνα (Χιμαίρας 5 -Πολύγωνο).
Εκείνος μου είπε ότι το κοριτσάκι που σώθηκε από την τραγωδία της Λαμπηνής ήταν η μάμμη του Εργινούσα το γένος Ιωάννου Μουζουράκη και η γυναίκα η μητέρα της και προμάμμη του Μηλιά σύζυγος Ιωάννου Μουζουράκι από τη Λαμπηνή. Προς χάρη της μάμμης της η μητέρα του στρατηγού είχε ονομαστεί Μηλιά. Ο Ιωάννης Μουζουράκης είχε τραγικό τέλος. Τον έσφαξαν οι Τούρκοι τη μέρα του δράματος στη Λαμπινή…».
Ο Μιχαήλ Παπαδάκις διόρθωσε και την ημερομηνία της τραγωδίας στη Λαμπηνή καθιερώνοντας το 1829 που είναι και το σωστό έτος.
Οι ποιητές Μιχαήλ Παππουτσιδάκης και Κώστας Απανωμεριτάκης μας έδωσαν το ματωμένο χρονικό με το στίχο τους, ενώ έριξε φως στο μυστήριο της διάσωσης των γυναικών από τη σφαγή ο Εμμανουήλ Καραγιαννάκης από την Παντάνασσα αναφέροντάς μου στην πρωινή εκπομπή που έκανα στον 980 τα εξής: «Ο Στέλιος Καραγιαννάκης, γιος της Μιλιάς (που όπως αναφέραμε είχε παντρευτεί τον Πορτάλιο, επέστρεψε στην Λαμπηνή, όπου παντρεύτηκε και απόκτησε ένα γιο τον Μανώλη, ο οποίος ήταν ο παππούς μου. Στη συνέχεια τα παιδιά που έκανε πέθαιναν και θεώρησε καλό να επιστρέψει στην Παντάνασσα, όπου έκανε πολυμελή οικογένεια, στην οποία ανήκω».
Τα συμπεράσματα του Κ. Απανωμεριτάκη
Τελικά μετά από ενδελεχή έρευνα και απόλυτη τεκμηρίωση ο κ. Θανάσης Απανωμεριτάκης, εκπαιδευτικός και λόγιος του τόπου μας, γιος του αξέχαστου ποιητή Κώστα Απανωμεριτάκη μας αποκαλύπτει τα εξής: «Μέχρι το 2007 οι γυναίκες που διασώθηκαν φαίνεται να ήταν δυο. Η χήρα του Ιωάννη Μουζουράκη η Μηλιά και η χήρα του Θεόδωρου Θεοδωράκη το γένος Βαλλέργα με άγνωστο το βαπτιστικό της όνομα.
Από επίσκεψή μου στην Παντάνασσα τον Ιανουάριο του 2007 εντόπισα και μια τρίτη γυναίκα που είχα αρχίσει να ερευνώ από τις 20 Ιανουαρίου 2006.
Η Μηλιά Μουζουράκη όπως σωστά αναφέρει ο Πάσλευ αγοράστηκε από τον προεστό της Πηγής τον Σπύρο Παπαδάκη μαζί με το παιδί της, 15 ημέρες μετά το Ολοκαύτωμα.
Η γυναίκα αυτή στις 21 Φεβρουαρίου του 1834, ατι σπίτι του Παπαδάκη, διηγήθηκε τα γεγονότα της Λαμπηνής στον Pasley και τα κατέγραψε. Δεν αναφέρεται σε καμιά πηγή ότι η Μουζουράκη δημιούργησε νέα οικογένεια. Είναι όμως γνωστό ότι μαζί με την κόρη της που την έλεγαν Εργινούσα κατέληξαν στην Πηγή και αργότερα η κόρη παντρεύτηκε στις Καρίνες τον Ιωάννη Κοκοτσάκη που την είχε γνωρίσει μικρό παιδί όταν ήταν μυλωνάς στο ελαιοτριβείο του Παπαδάκη.
Η δεύτερη γυναίκα η Θεοδωράκη επέστρεψε στη Λαμπηνή με τα τρία της παιδιά, τη Μαρία, τον Γεώργιο και τον Νικόλαο Θεοδωράκη.
Ο Θεόδωρος Θεοδωράκης καταγόταν από τον Άγιο Ιωάννη Αγίου Βασιλείου και η γυναίκα του από την Καρρέ.
Η Θεοδωράκη παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Ιωάννη Απανωμεριτάκη (Απανωμεριτάκης σημαίνει αυτός που κατάγεται από ψηλό χωριό – Στο «Ύμνος και Θρήνος αναφέρεται ως Σφακιανός), ο οποίος είχε έρθει και είχε εγκατασταθεί στο χωριό Απέκτησαν δυο γιους, τον Μανόλη και τον Ηλία που ήταν δίδυμοι. Αργότερα και οι Θεοδωράκηδες πήραν το επώνυμο του πατριού και έγιναν και αυτοί Απανωμεριτάκηδες.
Η τρίτη γυναίκα ήταν αυτή που έσωσε η αράπισσα στην Αρβανιτιά. Ο άντρας της ήταν. Η γυναίκα αυτή είχε δυο παιδιά τον Στέλιο και τη Δέσποινα. Η γυναίκα αυτή που το βαπτιστικό της όνομα και το γένος παραμένουν άγνωστα, συνάντησε μια ομάδα επαναστατών, της οποίας αρχηγός ήταν ο Νικόλαος Πορτάλιος από την Παντάνασσα.
Ο Πορτάλιος ήταν χήρος και είχε μια κόρη που πιθανολογείται ότι την έλεγαν και αυτή Δέσποινα.
Ο Πορτάλιος παντρεύτηκε τη γυναίκα αυτή, από τη Λαμπηνή, και απέκτησαν ένα γιο τον Εμμανουήλ Πορτάλιο, ο οποίος πολέμησε στο Αρκάδι μαζί με τον Κορωναίο και ο οποίος μετά τον θάνατο του Διογένη Μοσχοβίτη στις 26 Απριλίου του 1868, εκλέχτηκε παμψηφεί από την επαρχία Αμαρίου Γενικός Αρχηγός Αμαρίου και με την ιδιότητα αυτή έλαβε μέρος στις επαναστάσεις του 1878 του 1889, του 1896 και του 1897.
Αψευδής μάρτυρας ότι η γυναίκα από τη Λαμπηνή ήταν η γυναίκα που έσωσε η Αράπισσα, κατέληξε στην Παντάνασσα, είναι ένα περιβόλι το οποίο αγόρασε με τα χρήματα που της έδωσε η αράπισσα, το οποίο είχε μέσα δυο ροδιές από τις οποίες σώζεται μόνο η μία.
Ο Στέλιος Καραγιαννάκης παντρεύτηκε στη Λαμπηνή και είχε τέσσερα παιδιά. Τον Μανόλη, την Αγάπη, τη Στέλλα και την Ειρήνη. Ο Μανόλης, ο εγγονός δηλαδή του Εμμανουήλ Καραγιαννάκη, παντρεύτηκε από την Παντάνασσα και έμενε στη Λαμπηνή στο σπίτι των Καραγιαννάκηδων. Εγκατέλειψε όμως τη Λαμπηνή και εγκαταστάθηκε στην Παντάνασσα, γιατί του πέθαιναν τα παιδιά και το σπίτι των Καραγιαννάκηδων πουλήθηκε.
Όλα αυτά τα συζητήσαμε διεξοδικά στις 26 Ιανουαρίου 2007 με το μακαριστό Νικόλαο Καραγιαννάκη στο σπίτι του στην Παντάνασσα.
Εγώ συνέχισα τις έρευνές μου κρατώντας πάντα ενήμερο τον Νικόλαο Καραγιαννάκη, ο οποίος τις παρακολουθούσε με μεγάλη αγωνία.
Απευθύνθηκα στον δήμο Συβρίτου και μετά στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου είχε νοσηλευτεί ο Εμμανουήλ Πορτάλιος και στο Α Νεκροταφείο στο οποίο ενταφιάστηκε. Όλοι οι υπηρεσιακοί παράγοντες ανταποκρίθηκαν θετικά, αλλά αποτέλεσμα δεν υπήρξε…».
Αυτά για μια ακόμα τραγωδία από το μεγάλο ξεσηκωμό του 1821 που τιμάται και φέτος στη Λαμπηνή, θυμίζοντας εκτός από το τραγικό γεγονός της σφαγής και μια ακόμα ατέλειωτη λειτουργία στη γιορτή του Αγίου Ευθυμίου αυτή τη φορά …