Ήταν ένας χείμαρρος φωτός, που ερχόταν ευθεία καταπάνω μου καθώς ο ήλιος του απογεύματος πλησίαζε ν’ ακουμπήσει τη θάλασσα -λίγο ακόμα και …κάθιδρος θα βυθιζόταν μέσα! Το πέλαγος του μυθικού βασιλιά Αιγέα με τη βοήθεια ενός ανέμου νωχελικού, πάσχιζε να βάλει σε τάξη τους κυματισμούς του, ενώ την ίδια στιγμή το σκάφος μας έσκιζε με απόλαυση την ρυτιδωμένη μπλε επιφάνεια σαν ένα γιγάντιο σιδερένιο δελφίνι.
-Ιδού η θάλασσα του Οδυσσέα, ιδού το θέαμα το Ομηρικό, φώναξα και έφυγε από μέσα μου ένα βάρος, που με αξίωσε ο θεός να βάλω μέσα στα μάτια μου ακόμη μια φορά αυτή την τρισυπόστατη ομορφιά της θάλασσας, τ’ ουρανού και των ανέμων.
Το σκάφος έπλεε προς το νοτιά, από την Πάρο προς τη Νιο κι από εκεί προς τη σκοτεινοπρόσωπη Σαντορίνη. Ιδού οι Κυκλάδες οι ονομαστές, ιδού το φως τους, ιδού τα βότσαλα του Ομήρου, ο φλοίσβος του Ελυτικού κύματος και η άμμος που το συντροφεύει στους αιώνες. Ακαριαία, αμέσως μετά την αναγγελία των μεγαφώνων, μερικές εκατοντάδες άνθρωποι όρμησαν στο κατάστρωμα για να δουν με τα μάτια τους, ή καλύτερα να καταθέσουν το θαυμασμό τους στο μυστήριο του σκοτεινού Σαντορινιού βράχου, ενώ συγχρόνως όλοι έκαναν με τη φαντασία τους ένα σιωπηλό φλας μπακ στη φοβερή στιγμή της έκρηξης του ηφαιστείου.
– Χαρείτε τις Κυκλάδες, χαρείτε το Αιγαίο, χαρείτε όλον αυτό το θησαυρό, όσο ακόμη μας ανήκει! Η φράση αυτή βγήκε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του Θωμά και κατευθύνθηκε προς το ευαίσθητο ακροατήριο που αμέσως πήρε φόρα:
– Αλήθεια είναι, αυτό συμβαίνει, όπως ακριβώς το είπες! Το νοιώθω μέσα μου πως το αδηφάγο κεφάλαιο θέλει να τ’ αρπάξει τα νησιά!
– Ποια νησιά; Τις Κυκλάδες μας; Μήπως θέλουν και τα Δωδεκάνησα, και τα Επτάνησα και τις Σποράδες; ρώτησε αναψοκοκκινισμένη η Λενιώ.
– Μήπως θέλουν και την Κρήτη; ρώτησε η Λυδία.
Τι αφελής ερώτηση! Όλα τα θέλουν φυσικά, ότι λιάζεται, ότι λούζεται στο φως κι ότι δροσίζεται με τον αέρα. Στεκούμενα, πλεούμενα, πετούμενα, όλα τα θέλουν να τα «αξιοποιήσουν». Την ίδια στιγμή, εμείς, ως λαός, δυστυχώς κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου!
Δεν μπορεί, θα φτιάξουν τα πράγματα, ελπίζουν από μέσα τους οι νεοέλληνες. Όλο και κάποιος …Αριστοτέλης, ή Ευριπίδης ή Σοφοκλής θα βρεθεί σαν από μηχανής θεός να μας σώσει. Έστω κάποιος Διογένης, κάποιος Αίσωπος ή κάποιος άλλος ξακουστός Αρχαίος Έλληνας τέλος πάντων -από αυτούς που πάντα σεβόταν οι … «κουτόφραγκοι»- θα βρεθεί να «καθαρίσει» για χάρη όλων μας! Κάτι τέτοιο ας γινόταν θεέ μου, για να συνεχίσομε εμείς να απολαμβάνομε το ύψιστο αγαθό της (παραθαλάσσιας κατά προτίμηση) καφετέριας (μόνο …φρέντο καπουτσίνο πίνουμε εμείς, εννοείται!).
Χιουμοριστική και σκωπτική γλώσσα χρησιμοποιώ, αλλά από μέσα μου βγαίνει μια απορία και μια αγανάκτηση: Διότι το σχέδιο νόμου για τον αιγιαλό και τις παραλίες το οποίο προωθείται, αγνοεί επιδεικτικά ότι οι ακτές αποτελούν έναν πολύτιμο, αναντικατάστατο και μη ανανεώσιμο φυσικό πόρο του ελληνικού χώρου και παραβλέπει την επιστημονικά κατοχυρωμένη θέση ότι η αποτελεσματική προστασία του φυσικού περιβάλλοντος του παράκτιου χώρου και η διατήρηση της αισθητικής των παράκτιων τοπίων αποτελούν υψίστης προτεραιότητας ζητήματα. Τι είναι ο παράκτιος χώρος και τα παράκτια τοπία; Είναι απλά οι αμμουδιές του Ομήρου. Ο ποιητής το είπε πριν απ’ τους τεχνοκράτες, γι’ αυτό πρέπει να τον ακούμε τον ποιητή.
Δεν συμπαθώ τα μακροσκελή κείμενα, γι’ αυτό θα κλείσω με μια διαπίστωση: Το πρόβλημα των Ελλήνων σήμερα είναι ότι ξορκίζουν κάθε δυσμενή εκδοχή και πιστεύουν (ή θέλουν να πιστεύουν) πως όλα όσα συμβαίνουν είναι απλά ένα κακό όνειρο που γρήγορα θα τελειώσει. Τρέφουν την αυταπάτη πως όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν. Αυτό ακριβώς είναι το ελληνικό δράμα: Αλίμονο όμως συνέλληνες, σύντροφοι και συμπατριώτες! Αυτοί που μας έδεσαν δεν πρόκειται να μας λύσουν. Ας το καταλάβομε επιτέλους πως δεν πρόκειται για αστείο. Τίποτα, μα τίποτα πια δεν θα είναι σαν και πριν. Μόνον οι πρωτογονικές ομορφιές των νησιών μας ελπίζω ότι θα παραμένουν αναλλοίωτες στους μελλούμενους καιρούς, έστω και σε μια τραγική συνύπαρξη με τη σύγχρονη νεοελληνική μας τραγωδία.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός