Γράμμα στον παππού…
Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΖΑΝΑΚΗ*
Ευτυχώς παππού έφυγες νωρίς για να μη δεις τα «γίβεντα» -όπως θα τα ‘λεγες- της χώρας που πολέμησες σε δυο πολέμους κι έχασες τον μοναδικό αδελφό σου και πολλούς συγγενείς και φίλους. Δεν μπορώ να σε φανταστώ ν’ ακούς και να βλέπεις διεστραμμένες φάτσες να διαπραγματεύονται για τους …πλειστηριασμούς των σπιτιών που μας αφήσατε δουλεύοντας σκληρά για μια ζωή εσύ κι η γιαγιά μου. Δε θα ‘θελα να δω την αντίδρασή σου στο άκουσμα της φορολόγησης του «μελισσόκηπου» σου στα δυτικά Αστερούσια, εκεί που «ζάλιζες» με τον καπνό τις κυψέλες και τα πήλινα φρασκιά για να πάρεις το κρητικό χρυσάφι, όπως έλεγες το μέλι.
Πρόλαβες παππού να φύγεις με άλλη γεύση της χώρας και της ιστορίας της, όπως την έγραψες εσύ κι οι όμοιοί σου κι όχι όπως τη γράφουν τα ψοφοειδή που ζουν μόλις με 5.500 ευρώ το μήνα συν τα 2.500 ευρώ των ατελειών τους. Σε θυμάμαι απ’ τα παιδικά μου χρόνια να λες και να ξαναλές ιστορίες της Μικρασίας και μ’ άφησες μια υπερπολύτιμη κληρονομιά, την αλληλογραφία σου απ’ το μέτωπο με τα ονόματα της Σμύρνης, της Κιουτάχειας και του Εσκί-Σεχήρ να στροβιλίζουν ακόμα το μυαλό μου.
Πολέμησες και κακοπάθησες για να πατήσεις σε δυο «πατουχιές» γης όπως έλεγες, τα ίδια χώματα, που χέρσα πια, τα θέλουν για ηλιακό πάρκο.
Το σούρουπο μ’ έπαιρνες απ’ το χέρι για να δούμε τον κατακόκκινο ήλιο να ρίχνει το τελευταίο πυρωμένο βλέμμα του στα κάθετα βράχια του «Μπρίκου», εκεί που τώρα ξεφυτρώνουν σιδερένιοι ανεμόμυλοι για να βοηθήσουν στην «ανάπτυξη» κάποιων εταιρειών και να δώσουν θέσεις εργασίας.
Πραγματικά δε θα ‘θελα να περάσεις τη βεγγέρα σου βλέποντας τον Πρετεντέρη να μιλά με τον Πάγκαλο, καθισμένος στο μαγκάλι που σιγόκαιγε την πυρήνα σαν καύσιμη ύλη.
Ποιος το περίμενε όμως παππού να χρησιμοποιούμε κι εμείς μαγκάλια σήμερα, μετά από τόση δουλειά που έκανες σ’ όλη σου τη ζωή;
Αλήθεια παππού ήσουν πολύ τυχερός που πείνασες και πολέμησες αγωνιζόμενος για να κάνεις πιο μεγάλη την Ελλάδα και δεν έζησες να τη δεις να πεινά και να «πολεμά» για να μειώσει το Φ.Π.Α. στη μπουγάτσα!
Δεν ξέρω παππού, αλλά δε θυμάμαι μόνο τη χαρά σου θυμάμαι και το θυμό σου. Τότε που εντελώς αυθόρμητα κι ανεπιτήδευτα έλεγες με τη βροντερή φωνή σου και βάζοντας βαθύ τον τόνο για όσους θεωρούσες αναξιόπιστους και αφερέγγυους: «αυτοί είναι μωρέ, μαϊμούνια…»
* Ο Μιχάλης Τζανάκης είναι φιλόλογος-συγγραφέας
istor.tzanakis@gmail.com