Αν ζούσαν τώρα κάποιοι Ρεθεμνιώτες που άφησαν εποχή με τη δράση τους, όπως η Λέλα Κούνουπα για παράδειγμα, και μας έβλεπαν να τρέχουμε και να μη φθάνουμε κλεισμένοι στον εαυτό μας, παραμιλώντας για τις υποχρεώσεις που δεν καλύπτονται, την απογοήτευσή μας, γιατί και φέτος οι γιορτές δεν θα είναι καλύτερες,θα μας θύμιζαν ότι υπήρξαν κι εποχές χειρότερες.
Φτώχεια δεν σήμαινε δεν έχω να πάρω τσιγάρα ή δεν με φτάνουν ούτε για βενζίνη. Δεν ήταν χρέη από πιστωτικές που δεν σε άφηναν να ανασάνεις.Ήταν, όπως μου έλεγε ο μακαριστός και αξέχαστος συμπολίτης μας Μανός Αστρινός, μια εποχή, που πολλά παιδιά τη νύχτα έπεφταν μπρούμυτα στο κρεβάτι, για να αισθάνονται κάποιο βάρος στο στομάχι που ήταν άδειο και φυσικά διαμαρτυρόταν.
Ήταν εποχή που οι πατεράδες δεν είχαν πιθανότητα ούτε για μεροκάματο και οι μανάδες στο σπίτι αυτοσχεδίαζαν με αλεύρι και νερό να καταφέρουν να υπάρξει κάτι στο τραπέζι για να μην κλάψουν πάλι από πείνα τα παιδιά.
Κείνες τις εποχές ξεπεράστηκαν πολλές δυσκολίες από τη διάθεση μερικών ανθρώπων να ενώσουν τα χέρια σε μια κοινή προσπάθεια για την ανακούφιση της ανθρώπινης δυστυχίας.Για παράδειγμα ο Εμμανουήλ Καούνης, στον οποίο κάναμε στο χθεσινό μας φύλλο εκτενές αφιέρωμα. Μπορεί να μην έγινε γιατρός, αφού μόλις είχε γραφτεί στο πανεπιστήμιο πέθανε ο πατέρας του και υποχρεώθηκε να αφήσει τις ανώτερες σπουδές. Θεράπευε όμως μέχρι το τέλος της ζωής του την ανθρώπινη δυστυχία.
Πόσοι και πόσοι δυστυχείς δεν γλίτωναν τη φυλακή από χρέη χάρις στον άνθρωπο αυτό. Τέτοιες μέρες μάθαινε ποιος είχε φυλακιστεί ή ποιος κινδύνευε από χρέη κι έσπευδε να πληρώσει και να τον στείλει σπίτι του.
Η Μαρία Παπαϊωάννου, μια επίσης αγιασμένη ψυχή, περίμενε να σκοτεινιάσει και να κοιμηθούν τα παιδιά της κι έπειτα έπαιρνε τσάντες με ό,τι μπορούσε να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες και τις άφηνε στις πόρτες, εκεί στα χαμόσπιτα γύρω από τη Φορτέτζα που ήξερε ότι υπήρχαν δυστυχείς.
Ούτε περίμενε ευχαριστίες. Άγγελος καλοσύνης πήγαινε στις πόρτες αυτές, άφηνε την τσάντα και εξαφανιζόταν. Η δράση της αυτή δεν θα γινόταν γνωστή αν οι συγκυρίες δεν οδηγούσαν στην αποκάλυψη.
Το μυστικό της αποκαλύφθηκε ένα βράδυ που ξυπνώντας ο άνδρας της αντιλήφθηκε την απουσία της. Όταν μετά από παρακολούθηση έμαθε τον λόγο, της φίλησε το χέρι και της είπε πόσο περήφανος ένοιωθε για τη γυναίκα του.
Κι ένα ακόμα περιστατικό που δείχνει το μεγαλείο ψυχής εκείνης της γυναίκας, με τη πολυσήμαντη κοινωνική δράση.
Ένα απόγευμα όπως ανηφόριζε στη Φορτέτζα αντιλήφθηκε ένα παλικάρι που έκλαιγε γοερά. Έτρεξε αμέσως κοντά του να το ρωτήσει τι έχει. Κι εκείνο με σπασμένη φωνή από τους λυγμούς της είπε πως είχε πεθάνει η μητέρα του και δεν είχε ούτε μια πεντάρα. Πώς να την έθαβε;
Η μεγαλόκαρδη εκείνη γυναίκα δεν έμεινε να ακούσει περισσότερο. Έτρεξε, φρόντισε τα πάντα και η μητέρα του νεαρού είχε μια αξιοπρεπή κηδεία.
Είχαν τόση φλόγα οι άνθρωποι εκείνης της εποχής για κοινωνική προσφορά που δεν τους ένοιαζε αν έδιναν λαβή ακόμα για αναίτιες υποψίες ολισθημάτων ηθικής. Γιατί όπως λέει και ο σοφός λαός μας «Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται».
Στόμα με στόμα μαθευόταν οι ευεργεσίες τους κι άναβε το καντήλι της μνήμης σε αιώνιο μνημόσυνο.
Υπήρξαν και προσπάθειες που ανακούφιζαν μεγάλες ομάδες ανθρώπων όπως οι πολύτεκνες οικογένειες.
Που να εύρισκε ένας πολυφαμελίτης χρήματα για να σπουδάσει παιδιά, όταν είχε και το πρόβλημα της στέγης, αφού οι περισσότεροι έμεναν σε χωριά.
Στον τομέα αυτό έλαμψαν με την προσφορά τους μορφές που μόλις απέκτησαν ισχυρή οικονομική δύναμη έσπευσαν να βοηθήσουν τον τόπο τους.
Η μεγάλη προσφορά του Μ. Σταυρακάκη
Από τους μεγάλους ευεργέτες των Ανωγείων και ο Μιχαήλ Σταυρακάκης από τα Ανώγεια, που έδωσε στον τόπο του ανάσα με τις τόσες του προσφορές.
Σύμφωνα με στοιχεία που δανειζόμαστε από την Ανωγή και το αρχείο του γυμνασίου Ανωγείων, ο φιλοπρόοδος αυτός Ανωγειανός μόλις απέκτησε μεγάλη περιουσία στην ξενιτιά έκτισε το Σταυράκειο γυμνάσιο Ανωγείων με τη συνδρομή και της συζύγου του Λετίτσια. Ξεπέρασε μάλιστα και τον κυκεώνα της γραφειοκρατίας, γιατί έπρεπε να ενημερώσει και το υπουργείο Παιδείας. Έκανε όμως το όνειρό του πραγματικότητα και το σχολείο λειτούργησε για πρώτη φορά το 1954. Το σπουδαίο, για την ευρύτερη περιοχή του Ψηλορείτη, αυτό γεγονός γίνεται γνωστό στον επισκέπτη από εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα που βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του αύλειου χώρου του σχολείου, μέχρι και σήμερα.
Ο ιδρυτής του γυμνασίου Μιχαήλ Σταυρακάκης δαπάνησε για την ανέγερση του κτιρίου 35.000 δολάρια, ποσό υπέρογκο για την εποχή εκείνη.
Το γυμνάσιο τα πρώτα χρόνια λειτουργούσε με πολλές ελλείψεις ως προς τη στελέχωσή του από καθηγητές. Υπήρχαν και πολλά άλλα εμπόδια, υπήρχε όμως και πολύ μεράκι για να σταθεί το σχολειό αυτό στα πόδια του.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μετά από αρκετές συζητήσεις το σχολείο και οι τοπικοί φορείς καταλήξανε στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος για να ισχυροποιηθεί και να εδραιωθεί το γυμνάσιο Ανωγείων, ήταν να φοιτήσουν σε αυτό πολλοί και ξένοι μαθητές.
Έτσι, δημιουργείται ένα πραγματικό δημοτικό οικοτροφείο για μαθητές και μαθήτριες, το οποίο έμελλε να προκαλέσει κοσμοσυρροή ξένων μαθητών στα Ανώγεια και τη θεαματική βελτίωση της ποιότητας του γυμνασίου. Οι βασικές διατάξεις του καταστατικού των οικοτροφείων αρρένων και θηλέων ήταν η δωρεάν διαμονή και διατροφή όλων των αριστούχων φτωχών και ορφανών μαθητών και μαθητριών, η συμβολική καταβολή μικροποσού των μαθητών του «Λίαν καλώς» και ένα ελάχιστο από τους υπόλοιπους. Μαθητές παραπεμπόμενοι ή απορριφθέντες δεν είχαν θέση στο οικοτροφείο.
Στα αμέσως επόμενα χρόνια οι ξένοι μαθητές ξεπέρασαν κατά πολύ τους διακόσιους από διαμερίσματα του νομού Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Λέγεται πως μόνο οι Μεσαρίτες συμπλήρωναν ένα λεωφορείο στις μετακινήσεις τους.
Το πλήθος των αριστούχων και επιμελών ξένων μαθητών και μαθητριών και η συγκινητική ευγενής άμιλλα με τους Ανωγειανούς μαθητές, έφεραν την δεκαετία του ’70 και του ’80 το γυμνάσιο Ανωγείων στις πρώτες θέσεις μεταξύ των σχολείων της Κρήτης, όπως έδειχναν οι μεγάλες επιτυχίες στα ΑΕΙ. Φυσικά, μετά την μεταπολίτευση, το εξατάξιο Σταυράκειο γυμνάσιο, όπως όλα τα σχολεία της Ελλάδας, χωρίστηκε σε γυμνάσιο και λύκειο και με αυτή τη μορφή ακολούθησε την καλή του πορεία μέχρι σήμερα.
Ένα κερί στη μνήμη τους
Ψυχοθεραπεία είναι για μένα τα δημοσιεύματα αυτά. Γιατί ξαναζώ στιγμές με αγαπημένους που δεν υπάρχουν πια και δυστυχώς το κενό τους δεν αναπληρώνεται.
Μια από αυτές τις μορφές που μνημονεύω συχνά και η Φανή Παπαδουράκη. Ομολογώ με την ευκαιρία ότι ενώ έχω γράψει εκατοντάδες νεκρολογίες στα 50 χρόνια της καριέρας μου, όταν πέθανε η Φανή δεν μπόρεσα να γράψω ούτε αράδα. Σαν να είχαν απολιθωθεί οι λέξεις στο νου μου. Η σεβαστή και πολύτιμη Ρεθεμνιώτισσα κυρία Μαρία Τσιριμονάκη, διαβάζοντας τις γραμμές αυτές θα με καταλάβει. Αλλά και κάθε Ρεθεμνιώτης που έζησε τη μοναδική αυτή γυναίκα.
Έζησε το Ρέθυμνο όταν ακόμα ήταν στα σπάργανα της ανάπτυξης. Κι είναι μεταξύ των άλλων ευφυών συμπολιτών που στήριζαν τότε την τοπική οικονομία με τις επιτυχημένες επιχειρήσεις τους.
Η Φανή Χουρδάκη, γόνος της επιφανούς οικογενείας είχε συνδέσει τη ζωή της με έναν επίσης λαμπρό επιχειρηματία το Γρηγόρη Παπαδουράκη που είχε το χάρισμα του επιχειρείν. Η Φανή είχε ένα πρότυπο για την εποχή του εμπορικό κατάστημα που απευθυνόταν κυρίως στο απαιτητικό καταναλωτικό κοινό. Ήταν στην Αρκαδίου, ακριβώς απέναντι από το τότε παντοπωλείο Βουλουμπασάκη. Όλες οι κυρίες είχαν καημό να δούνε τις νέες παραλαβές γιατί η Φανή είχε πάθος με την ποιότητα και ανεβασμένη αισθητική για το μέτρο της εποχής.
Η ίδια καθόταν πάντα κοντά στην είσοδο στο γραφείο της και με ξάφνιαζε ο τρόπος που διαχειριζόταν παράλληλα τα θέματα δουλειάς και σωματείων. Γιατί είχε αναπτυγμένη δράση στον κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα με τη λογική και την προθυμία του απλού στρατιώτη. Στη δραστηριότητα αυτή δεν την εμπόδιζαν τα καθήκοντα της μάνας. Ο Τάσος και η Ελένη της, οι δυο της μεγάλοι θησαυροί έπαιρναν από τα μικρά τους χρόνια μαθήματα κοινωνικής προσφοράς, καθώς τα είχε υποχρεωτικά μαζί της στις συνεδριάσεις, ιδιαίτερα στον Τίμιο Σταυρό.
Μου είχε απαγορεύσει όταν ζούσε να κάνω οποιαδήποτε αναφορά στο φιλανθρωπικό της έργο που ήταν τεράστιο και απόλυτα διακριτικό. Η δουλειά μου όμως επέτρεπε να το ζω από κοντά.
Η Φανή τηρούσε τη γνωστή επιταγή του Ευαγγελίου και κανένας ποτέ δεν ήξερε πόσους ανακούφιζε. Απορούμε αν και η οικογένειά της γνώριζε αυτή τη δραστηριότητά της, γιατί όλοι την έβλεπαν μόνο σαν ένα δραστήριο μέλος της κοινωνίας μας, με συμμετοχή σε συλλόγους και σωματεία.
Κι όμως η Φανή στέγνωσε πολλά δάκρια συνανθρώπων της όσο ζούσε. Και δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε ευχαριστώ.
Η Έλλη Βότζη
Είχαμε δεθεί με την Έλλη κι ας είχαμε διαφορά ηλικίας. Μιλούσαμε για τα πάντα εκτός όμως από τον εαυτό της. Ακόμα και μια φωτογραφία της δεν αξιώθηκα ποτέ να έχω. Κι ότι έμαθα από γύρω γύρω μπορώ σήμερα να καταθέσω απόλυτα διασταυρωμένο από έγκριτες πηγές.
Η Έλλη Βότζη γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Ήταν από πολύ φτωχή αλλά και περήφανη οικογένεια. Προχωρούσε στο σχολείο, επιμελής πάντα, ενώ διακρινόταν για το ήθος και την ευγένειά της. Κάποιος άρχοντας και στην καρδιά συμπολίτης, από τους πλέον σεβαστούς, πρόσεξε την έφεση της Έλλης στα γράμματα και δεσμεύτηκε στην οικογένειά της να σπουδάσει το κορίτσι τους.
Η νεαρή κοπέλα πετάει στα σύννεφα. Ήθελε πολύ να σπουδάσει. Εκεί στην Αθήνα φροντίζει να μη χάνει χρόνο από τις σπουδές. Οι καιροί είναι δύσκολοι.
Η Κατίνα Σηφακάκη, σε ανύποπτο χρόνο, μας είπε πως τη θυμόταν σε μια αποστολή στη διάρκεια της Αντίστασης. Μάταια περίμενα να διασταυρώσω την πληροφορία αυτή και από άλλες πηγές. Όσο για την Έλλη, δεν μιλούσε για την ίδια όταν έπρεπε. Θα μου έλεγε για την όποια της ηρωική πράξη;
Μια μέρα όμως όταν την είχα πιέσει αρκετά μου είπε με θυμό:
«Δεν υπήρξε φοιτητής να μη βοηθά την πατρίδα του …Γιατί να πάρουμε όλοι περγαμηνές; Για ένα στοιχειώδες καθήκον;».
Μια υποδειγματική επιστήμων
Κατεβαίνει στο Ρέθυμνο με την ειδικότητα της μικροβιολόγου και θέτει σε εφαρμογή όσες σύγχρονες μεθόδους είχε διδαχθεί, ανοικτή πάντα σε κάθε καινοτόμο δράση. Καθιερώνει την υποχρεωτική εξέταση για ομάδα αίματος, γίνεται απόστολος για την ανάγκη δημιουργίας σταθμού αιμοδοσίας, προσπαθεί με τη στενή συνεργασία των διοικητών Συντάγματος και σχολής Χωροφυλακής να έχει μια σταθερή ποσότητα αίματος για τις ανάγκες του νοσοκομείου. Αυτός ο σταθμός αιμοδοσίας γίνεται σκοπός ζωής. Και τον οργανώνει με τον καλύτερο τρόπο.
Το πράσινο μετά ήταν η μεγάλη της αδυναμία. Εκεί πια μου έκανε σεμινάριο για να ξεκινήσω σταυροφορία μέσα από τις στήλες της εφημερίδας.
Ο Λεωνίδας Καούνης μου είχε πει, ότι το δέντρο που βρίσκεται στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων και δίνει σκιά στο κιόσκι του δήμου, ήταν δώρο στην πόλη, από τον σύλλογο Φίλων του Πρασίνου και το είχε φέρει η Έλλη από το εξωτερικό με δικές της δαπάνες.
Μόλις έβλεπε μια γωνιά ανθισμένη η αξέχαστη φίλη έκανε σαν παιδί. Ονειρευόταν μικρές αλτάνες εκεί στα στενά της πόλης, στις πλατείες.
Όταν ο Γιάννης Χαλκιαδάκης την κάλεσε να γίνει μέλος στην επιτροπή κρίσης για το ωραιότερο μπαλκόνι η Έλλη Βότζη ενθουσιάστηκε.
«Να μια ωραία αφορμή να γίνουν τα μπαλκόνια ομορφότερα και η πόλη πιο ανθρώπινη» μου είπε με ενθουσιασμό.
Λάτρευε τη φύση και πολλές φορές με το αυτοκίνητο, καθώς οδηγούσε περίφημα, έκανε τις εξορμήσεις της.
Το ιατρείο της στην οδό Γερακάρη ήταν κέντρο διερχομένων. Η Έλλη είχε ταυτίσει την επιστήμη της με το όνομά της και ο κόσμος συνέρρεε, γιατί έδινε και μια εικόνα σιγουριάς στον ασθενή ή μια ανάσα ελπίδας αν κάτι χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα. Όσο για τους αναξιοπαθούντες έφευγαν με το αποτέλεσμα της εξέτασης, γεμάτοι ευγνωμοσύνη για τη γενναιοδωρία της Έλλης.
Ένας πλούσιος κόσμος
Σου έδινε την εντύπωση μιας ανεξάρτητης ανέμελης γυναίκας, όπως την έβλεπες, πάντα κομψή, χωρίς να είναι επιτηδευμένη στο ντύσιμό της, πάντα φροντισμένη, με την έμφυτη αρχοντιά της να κυριαρχεί και να γοητεύει.
Ποιος να φανταζόταν ότι πίσω από την ανέμελη αυτή εμφάνιση κρυβόταν ένας άγγελος καλοσύνης.
Καταθέτει συμπολίτισσα:
– Μου τυχαίνει απροσδόκητα ένα πρόβλημα υγείας στην οικογένεια και βρίσκομαι στο νοσοκομείο, άλλης πόλης, ολομόναχη, χωρίς συγγενείς να με στηρίξουν χωρίς δουλειά. Αρκετές φορές αναγκαζόμουν να παίρνω από το περίσσευμα των δίσκων που περίμεναν την τραπεζοκόμο να τους μαζέψει, για να διασκεδάσω την πείνα μου. Και μια μέρα με ειδοποιούν στην διεύθυνση του Νοσοκομείου να πάρω κάτι. Πηγαίνω και μου δίνουν 40.000 δραχμές!!! Αυτά για την εποχή που μιλώ, ήταν λεφτά. Ποιος τα στέλνει; Ρωτώ. Κάποιοι φίλοι μου λέει ο διευθυντής. Πέρασε καιρός, το πρόβλημα ξεπεράστηκε και μια μέρα τυχαία έμαθα ότι «Οι κάποιοι φίλοι μου» ήταν η Έλλη Βότζη. Μάταιη κάθε προσπάθεια να την ευχαριστήσω. Εκείνη αρνιόταν αλλά το χαμόγελο στην άκρη των χειλιών της την πρόδιδε.
Η Έλλη Βότζη ποτέ δεν ήθελε να ξέρει κανένας τι έκανε για τον συνάνθρωπο και γινόταν θηρίο όταν αναφερόσουν στην φιλανθρωπική της δράση. Αναρωτιέμαι τι έμενε για τον εαυτό της όταν μετρούσα παιδιά που σπούδαζε, οικογένειες που ανακούφιζε, υποχρεώσεις που αναλάμβανε όπως τα τροφεία παιδιών που φιλοξενούσε η Παιδική Εστία, αρρώστους που βοηθούσε…
Ήταν ένας άγγελος προσφοράς. Κι επάξια της είχε γράψει κάποτε ο Κωστής Καλλέργης:
«Πάντα την πίστη στο Θεό
έχει για οδηγό τζη
γι’ αυτό και ευεργέτησε
πολλούς η Έλλη Βότζη».
Η ευαίσθητη ψυχή της τρεφόταν με κάθε τι πνευματικό. Από τα «Μουσικά Νιάτα» που δεν έχανε καμιά συναυλία, μέχρι διαλέξεις, θεατρικές παραστάσεις, φρόντιζε να είναι παρούσα.
Λάτρευε τον πολιτισμό. Από την πρώτη στιγμή συμπαραστάθηκε ηθικά στην προσπάθεια του Μπάμπη Πραματευτάκη για τη δημιουργία Συμφωνικής Ορχήστρας. Παρούσα σε κάθε συναυλία με φίλες της και από τους πρώτους που δικτυώθηκε στον σύλλογο Φίλων της Συμφωνικής Ορχήστρας.
Η σχέση της με την πολιτική ήταν συγκεκριμένη και ποτέ δεν άλλαξε. Η ίδια όμως ποτέ δεν μπήκε στη διαδικασία του πολιτικού προσηλυτισμού. Θαύμαζε προσωπικά επιφανή πολιτικό άνδρα, είχε οικογενειακή σχέση με αυτόν, στήριξε αργότερα και συγγενικά του πρόσωπα, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα δυσαρέσκεια, όταν φίλοι της ήταν πολιτικά αντίθετοι με τις επιλογές της.
Σεβόταν, τιμούσε, έκανε την κλασική της παιδεία, γιατί είχε και αξιόλογη μόρφωση, τρόπο ζωής.
Ο χρόνος που βάραινε στους ώμους της, τα τελευταία χρόνια, δεν την επηρέασε ποτέ για να παραιτηθεί από τη ζωή. Είχε το πρόγραμμά της, τον κύκλο των φίλων της, παρακολουθούσε την πολιτική και πολιτιστική ζωή. Κοντά πάντα στο Θεό κι ένα πρότυπο Χριστιανικής αντίληψης και στο θέμα της ελεημοσύνης.
Είναι σαν να τη βλέπω να με μαλώνει. Μεγάλο το κείμενο να μου λέει και τι τα ήθελες όλα αυτά… Τα συνηθισμένα της.
Ας είναι ελαφρό το χώμα που σκεπάζει και αυτό τον «Άγγελο» καλοσύνης που στέγνωσε τόσα δάκρυα στην επίγεια ζωή της, χωρίς να περιμένει τις γιορτές για να θυμηθεί τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Χωρίς ποτέ να ζητήσει την ελάχιστη ανταπόδοση για τη μεγάλη προσφορά της.