Η ακρίβεια στα βασικά είδη διατροφής διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, ενώ δεν έχουν μείνει ανεπηρέαστες ούτε οι τιμές των προϊόντων που πωλούνται στη λαϊκή αγορά του Ρεθύμνου. Η λαϊκή αποτελούσε στο παρελθόν ένα καταφύγιο για τα νοικοκυριά, τα οποία προμηθεύονταν από τους παραγωγούς ποιοτικά προϊόντα σε χαμηλές τιμές.
Η ποιότητα ακόμα και σήμερα, όπως λένε οι παραγωγοί, παραμένει σε υψηλά επίπεδα, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις τιμές οι οποίες όπως παραδέχονται έχουν αυξηθεί. Οι ανοδικές τάσεις που καταγράφονται στις τιμές οφείλονται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του κόστους παραγωγής, που αποτελεί τα τελευταία χρόνια το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον αγροτικό κόσμο. Λιπάσματα και άλλα είδη έχουν εκτοξευθεί στα ύψη την ίδια στιγμή που το ενεργειακό κόστος έχει πλήξει σοβαρά τον αγροτικό κόσμο. Σε αυτή τη δυσμενή οικονομική συγκυρία έρχονται να προστεθούν οι ζημίες που υπέστησαν τα αγροτικά προϊόντα από τις υψηλές θερμοκρασίες και τους καύσωνες του προηγούμενου διαστήματος.
Τα προϊόντα στους πάγκους της λαϊκής αγοράς, σύμφωνα με τους παραγωγούς που μίλησαν στα «Ρ.Ν.», έχουν λιγοστέψει, συνέπεια του περιορισμού της παραγωγής.
Οι ίδιοι χαρακτηρίζουν την αγοραστική κίνηση στην κεντρική λαϊκή αγορά του Ρεθύμνου, που πραγματοποιείται κάθε Πέμπτη. Οι παραγωγοί, φανερά απογοητευμένοι με την κατάσταση που επικρατεί εκφράζουν τη δυσμενή θέση στην οποία βρίσκονται, με τις καταστροφές στη παραγωγή τους να μη τους επιτρέπουν να διατηρήσουν τις περυσινές, χαμηλότερες τιμές.
Μπορεί η καλοκαιρινή τουριστική ροή να έχει αυξήσει τους εβδομαδιαίους επισκέπτες, σύμφωνα με τους παραγωγούς, ωστόσο αυτό δεν συνοδεύεται με άνοδο στις πωλήσεις τους. Οι έμποροι, αντιθέτως, εμφανίζονται ικανοποιημένοι από τις πωλήσεις τους, και οι καταναλωτές φαίνεται να εξακολουθούν να στηρίζουν τη λαϊκή και την ποικιλία που τους προσφέρει, αγοράζοντας όμως πλέον τα απολύτως απαραίτητα.
Όπως αναφέρει στα «Ρ.Ν» ο κ. Ιωάννης Κόκκονας, παραγωγός οπωροκηπευτικών, «Ο κόσμος αγοράζει διστακτικά, πολύ λίγα πράγματα. Υπάρχει τεράστια διαφορά σε σχέση με πέρυσι. Οι τιμές δυστυχώς έχουν αυξηθεί πάρα πολύ και ο παραγωγός δεν γίνεται να χαμηλώσει παραπάνω, είναι πολύ μεγάλο το κόστος της παραγωγής πλέον με τα λιπάσματα, τα νερά, τα πετρέλαια, όλα είναι ακριβά. Αν δεν σταματήσει αυτό το κακό αλίμονο μας».
Παρόμοια εικόνα μεταφέρει ο κ. Σήφης από τον πάγκο των τυροκομικών: «Είναι δύσκολα τα πράγματα, ο κόσμος είναι πολύ ζορισμένος. Οι τιμές μας έχουν αυξηθεί γιατί είναι αυξημένο το κόστος της παραγωγής μας. Έχουμε ποιοτικά προϊόντα αλλά οι περισσότεροι απλώς κοιτάζουν, δεν προχωρούν σε αγορά».
Ο κ. Ραφαήλ Αλεξάκης, παραγωγός λαχανικών σημειώνει πως πολλοί είναι και οι τουρίστες που επισκέπτονται τη λαϊκή αγορά, αλλά χρειάζεται χρόνος μέχρι να αγοράσουν τα προϊόντα. «Οι τουρίστες ρωτάνε, ψάχνουνε, δεν θα πάρουν κατευθείαν κάτι, απλά θέλουν να μάθουν πληροφορίες, να δουν, να μυρίσουν τα προϊόντα, να τα δοκιμάσουν, και μετά θα αγοράσουν. Πρέπει πρώτα να τους μιλήσεις, να τους εξηγήσεις τι είναι το κάθε τι».
Και συμπληρώνει περιγράφοντας την κατάσταση που βιώνουν οι παραγωγοί το τελευταίο διάστημα. «Έχουμε πάθει μεγάλη ζημιά σε όλα οπότε έχουμε λίγα πράγματα στους πάγκους και δεν αγχωνόμαστε πια επειδή ξέρουμε ότι θα πουληθούν. Το άγχος και η μείωση των τιμών έρχεται όταν έχεις μεγάλη παραγωγή, και οι περισσότεροι φέτος από τον καύσωνα, τη λειψυδρία, τις ασθένειες, μειώσαμε αναγκαστικά την παραγωγή στο μισό. Για αυτό κάποια προϊόντα, όπως τα φασόλια και οι μπάμιες, δεν υπάρχουν πολλές φορές, έχουν μείνει τόσο λίγα που οι παραγωγοί προτιμάνε να τα στέλνουν σε εμπόρους χονδρική. Όλα αυτά έχουν φυσικά ως αποτέλεσμα οι τιμές να είναι υψηλές».
Η κυρία Ίρμα, παραγωγός, ενστερνίζεται την ίδια άποψη και δηλώνει ότι οι κερδισμένοι στη λαϊκή είναι οι έμποροι. «Πολύ χάλια είναι φέτος, πιο κερδισμένοι είναι οι έμποροι παρά εμείς οι παραγωγοί, ο κόσμος δεν αγοράζει, οι τιμές έχουν ανέβει γιατί υπάρχει μεγάλη ζημιά. Είναι υψηλότερο το κόστος της παραγωγής και μπαίνουμε μέσα. Οι έμποροι πουλάνε κάργα, ούτε κόπο κάνουν, ούτε κούραση, ούτε τίποτα».
Και πράγματι, οι έμποροι παρουσιάστηκαν εμφανώς πιο αισιόδοξοι, αφού αρκετοί καταναλωτές αναζητώντας χαμηλότερες τιμές στρέφονται στη λαϊκή αγορά για τις αγορές ρούχων και παπουτσιών. Ο κ. Στέφανος Λαμπαρδάκης, έμπορος και πωλητής αθλητικών ρούχων, δηλώνει ικανοποιημένος με την αγοραστική κίνηση στους πάγκους του. «Είμαι ικανοποιημένος, ειδικά εδώ πέρα που είναι η λαϊκή στο κέντρο βολεύει τους περισσότερους να έρθουν και ενδιαφέρονται για είδη πρώτης ανάγκης∙ φθηνά ρούχα, καθημερινά, τα έχει ανάγκη ο κόσμος και δείχνει την προτίμησή του. Έρχονται επίσης και πολλοί τουρίστες, είναι ένα ιβέντ για αυτούς οπότε υπάρχει προσέλευση, οι τιμές είναι πιο χαμηλές από τη χώρα τους γι αυτό και τους κεντρίζει το ενδιαφέρον».
Η κυρία Μαρία, έμπορος γυναικείων ρούχων συμφωνεί πως παρότι οι τιμές έχουν αυξηθεί αρκετά σε σχέση με πέρυσι, υπάρχει ενδιαφέρον αυτή την περίοδο, κατά βάση από τους επισκέπτες του Ρεθύμνου και όχι τους ντόπιους κατοίκους. «Τον Αύγουστο πήγαν καλά οι πωλήσεις, όπως και στις αρχές του καλοκαιριού, λίγο μέσα στον Ιούλιο το χάσαμε με τους καύσωνες, γιατί παίζει ρόλο και ο καιρός. Τότε ήθελε πολύ παζάρι για να αγοράσουν. Τώρα είναι μια χαρά με τους τουρίστες απλά πρέπει συνεχώς να έχεις καινούργια πράγματα γιατί τα κοιτάζουν, τα ψάχνουν».
Οι καταναλωτές επιλέγουν τη λαϊκή γιατί βρίσκουν μεγάλη ποικιλία και προσιτές τιμές
Από την πλευρά τους οι καταναλωτές στηρίζουν τη λαϊκή αγορά, ακόμη κι αν πρόκειται να προμηθευτούν τα απολύτως αναγκαία. Όπως υποστηρίζουν τα προϊόντα της είναι οικονομικότερα από εκείνα του σούπερ μάρκετ, πιο αγνά και με μεγαλύτερη ποικιλία. Πιο συγκεκριμένα, η κυρία Γεωργία μας λέει: «Οι τιμές είναι προσιτές για εμένα αλλά προτιμώ τη λαϊκή επειδή εδώ βρίσκω μεγαλύτερη ποικιλία, όχι μόνο για την τιμή που είναι καλύτερη. Εδώ θα βρω υπαίθριες ντομάτες που δεν υπάρχουν εύκολα στα σούπερ μάρκετ, και ντομάτες για φαγητό ακόμα και στα πενήντα λεπτά. Έχω τη δυνατότητα να διαλέξω, θα βρω το ντόπιο το αγγουράκι, το κατσικίσιο φρέσκο γάλα από τον παραγωγό, γι αυτούς τους λόγους κυρίως έρχομαι» και προσθέτει: «Δεν κάνω έρευνα αγοράς επειδή ζω εδώ και μετά από τόσα χρόνια ξέρω που να πάω, έχω συγκεκριμένους παραγωγούς για τα χωριάτικα μου τα αυγά και το φρέσκο μου γάλα, για τα λαχανικά όμως δεν με πειράζει, όπου βρω. Υπαίθρια να είναι απλά, της εποχής. Θέλω να δω ας πούμε και μια κάμπια ανάμεσά τους για να καταλάβω ότι δεν έχουν πολλά φάρμακα, να μην είναι η τέλεια ντομάτα δηλαδή».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η κυρία Μπατσολάκη εμφανίζεται ικανοποιημένη με τις τιμές: «Για εμένα που ξέρω τον κόπο του αγρότη, καθώς ο μπαμπάς μου ήταν αγρότης και ασχολούμαστε με τις ελιές, έχουμε χωράφια, μου φαίνονται καλές οι τιμές. Γνωρίζω ότι αν προσπαθήσω εγώ να καλλιεργήσω στον κήπο του σπιτιού μου θα δώσω πολύ περισσότερα και το αποτέλεσμα θα είναι αμφίβολο, οπότε ξέροντας τον κόπο των ανθρώπων, τα λαχανικά και τα φρούτα εδώ δεν μου φαίνονται ακριβά».
Καταλήγοντας, η κυρία Ελένη αναφέρει: «Για εμάς που είμαστε και μιας α’ ηλικίας η λαϊκή είναι η βόλτα μας πια. Θα έρθουμε από νωρίς κάθε Πέμπτη, θα μιλήσουμε με τους ανθρώπους, θα ψωνίσουμε όσα χρειαζόμαστε, θα γυρίσουμε τους πάγκους. Είναι ωραία εδώ».