Η αλλαντίαση είναι μια σπάνια, αλλά σοβαρή παραλυτική που προκαλείται από μια νευροτοξίνη, η οποία παράγεται από το βακτήριο Clostridium butulinum και μερικές φορές από στελέχη των βακτηριδίων Clostridium butyricum και Clostridium baratii και επιτίθεται στα νεύρα του σώματος προκαλώντας δυσκολία στην αναπνοή, μυική παράλυση, ακόμη και θάνατο. Υπάρχουν έξι είδη αλλαντίασης α) η τροφιμογενής, β) η βρεφική, γ) η εντερική των ενηλίκων, δ) η τραυματική, ε) η ιατρογενής και στ) η εισπνευστική.
Πως παράγεται η παραλυτική τοξίνη
Τα βακτήρια που παράγουν την παραλυτική τοξίνη, σπάνια μας προσβάλλουν ακόμα και αν καταναλωθούν διατροφικά. Υπό ορισμένες συνθήκες όμως μπορεί ωστόσο μπορεί να αναπτυχθούν, παράγοντας θανατηφόρες τοξίνες. Οι συνθήκες αυτές είναι:
– Περιβάλλον χαμηλής περιεκτικότητας σε οξυγόνο ή χωρίς οξυγόνο (αναερόβιο)
– Χαμηλή οξύτητα
– Χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη
– Χαμηλή περιεκτικότητα σε αλάτι
– Ορισμένο εύρος θερμοκρασίας
– Ορισμένη ποσότητα νερού
Έτσι λοιπόν η τοξίνη παράγεται συνήθως σε τρόφιμα ακατάλληλα παρασκευασμένα ή κονσερβοποιημένα που είναι εκτεθειμένα στις παραπάνω συνθήκες, καθώς και σε μη παστεριωμένα ή ελαφρώς μαγειρεμένα τρόφιμα που δεν έχουν καταψυχθεί, ειδικά σε αυτά σε αεροστεγή συσκευασία (π.χ. καπνιστά ψάρια, προϊόντα κρέατος, σάλτσες κ.ά.). Η τοξίνη καταστρέφεται με το βρασμό (85οC για 5 πέντε λεπτά ή περισσότερο), ενώ τα σπόρια απαιτούν περισσότερο χρόνο για να καταστραφούν.
Συμπτώματα
– Τα πρώτα συμπτώματα που παρατηρούνται περιλαμβάνουν αδυναμία, ίλιγγο, θαμπή όραση, ξηροστομία, δυσκολία κατά την κατάποση και την ομιλία εξαιτίας της προσβολής των κρανιακών νεύρων από την αλλαντική τοξίνη. Δεν παρατηρείται πυρετός ή απώλεια συνείδησης, ενώ είναι πιθανόν να συνυπάρχουν γαστρεντερικές διαταραχές, εμετός, δυσκοιλιότητα ή σπανιότερα διάρροια. Τα νευρολογικά συμπτώματα είναι απόρροια της μυικής παράλυσης που προκαλείται από την αλλαντική τοξίνη.
Η μη έγκαιρη αντιμετώπιση μπορεί να αποβεί μοιραία για τον προσβληθέντα.
– Η βρεφική αλλαντίαση τα συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσκοιλιότητα, απώλεια όρεξης, αδύναμο κλάμα, αδύναμο μυικό τόνο, λήθαργο και απώλεια ικανότητας στήριξης του κεφαλιού. Μπορεί να είναι ήπια, χωρίς να απαιτείται εισαγωγή στο νοσοκομείο, αλλά μπορεί να προκαλέσει και αιφνίδιο θάνατο. Κάποια προβλήματα στα βρέφη οφείλονται στο γεγονός ότι σε αυτές τις ηλικίες δεν έχει εγκατασταθεί πλήρως η φυσιολογική χλωρίδα του εντέρου που ανταγωνίζεται την εγκατάσταση των παθογόνων μικροβίων.
Μελέτες αναφέρουν την κατανάλωση μελιού ως προθεσμιακό παράγοντα της βρεφικής αλλαντίασης, γι’ αυτό και υπάρχει οδηγία τα βρέφη να μην καταναλώνουν μέλι, μέχρι να συμπληρώσουν το πρώτο έτος ζωής τους.
Περιστατικά βρεφικής αλλαντίασης έχουν καταγραφεί σε Αμερική, Αργεντινή, Αυστραλία, Καναδά, Ιταλία και Ιαπωνία.
– Η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων πολύ σπάνιο είδος αλλαντίασης και αφορά αυτούς με ανατομικές ή λειτουργικές διαταραχές στην κοιλιακή χώρα.
– Η τραυματική αλλαντίαση προκαλείται σε τραύμα ή παραμελημένο ανοικτό κάταγμα μολυσμένο από το βακτηρίδιο Clostridium botiuinum. Από τη δεκαετία του 1990, καταγράφονται περιστατικά σε χρήστες ναρκωτικών ουσιών, σε αποστήματα που δημιουργούνται από υποδόριες ή ενδομυϊκές ενέσεις.
– Η εισπνευστική αλλαντίαση προκαλείται από εισπνοή τοξίνης με τη μορφή αερολύματος. Έχει καταγραφή μόνο σε προσωπικό εργαστηρίων. Η θνησιμότητα αυτής της μορφής -αλλαντίασης- ανέρχεται στο 3-5%.
Χρόνος εκδήλωσης των συμπτωμάτων
Η διάγνωση της τροφιμογενούς αλλαντίασης στηρίζεται στην ανεύρεση (α) της αλλαντικής τοξίνης στον ορό, στα κόπρανα, στις γαστρικές εγκρίσεις του ασθενούς και στο τρόφιμο που ενοχοποιείται για τη μόλυνση ή (β) στην ανεύρεση του Clostrinum botulinum σε καλλιέργεια γαστρικών εκκριμάτων ή κοπράνων του ασθενούς.
Τα συμπτώματα μπορεί να ξεκινήσουν είτε πολύ νωρίς, μέσα σε έξι ώρες από την κατανάλωση της μολυσμένης τροφής, είτε αργά ακόμη και δέκα μέρες. Ο μέσος χρόνος επώασης της νόσου κυμαίνεται από 18 έως και 36 ώρες.
Η νόσος έχει παγκόσμια κατανομή. Σποραδικά κρούσματα και επιδημίες τροφιμογενούς αλλαντίασης συμβαίνουν όταν καταναλώνονται τροφές που παρασκευάζονται ή συντηρούνται με ελλιπή τρόπο, όπως περιγράφονται αναλυτικά παραπάνω.
Στην εισπνευστική αλλαντίαση ο χρόνος επώασης είναι μεγαλύτερος και κυμαίνεται από 12 έως 80 ώρες μετά την έκθεση, ενώ στη βρεφική παραμένει άγνωστος.
Δεν έχει καταγραφεί μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Πως προστατευόμεθα
Πρέπει να ελέγχομαι τα τυχόν αλλοιωμένα χαρακτηριστικά στα τρόφιμα που πρόκειται να καταναλωθούν δηλ. χρώμα, οσμή, γεύση, προπαντός τις κονσέρβες. Τυχόν διογκωμένες ή οξειδωμένες κονσέρβες πρέπει να απορρίπτονται. Συνιστάται να χρησιμοποιείται κατά την μαγειρική αλάτι ή λεμόνι και να τηρείται σωστή μαγειρική.
Πηγές – Βιβλιογραφία:
– Υγιεινή των τροφίμων