Ζητούν ποιότητα ζωής και ασφάλεια στον χώρο διαμονής τους
Η υπερβολική παραχώρηση του περιορισμένου ελεύθερου χώρου όπως προβλέπεται στο σχέδιο της κανονιστικής δεν είναι στην κατεύθυνση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης, το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει και ρυθμίσεις για τους μόνιμους κατοίκους
Τον περιορισμό της παραχώρησης ελεύθερου δημόσιου χώρου τόσο για τα καταστήματα εστίασης όσο και για τις εμπορικές επιχειρήσεις ζητά ο σύλλογος Κατοίκων Παλιάς Πόλης Ρεθύμνου.
Σε νέα επιστολή του προς τον δήμαρχο Ρεθύμνης, τον αρμόδιο αντιδήμαρχο παλιάς πόλης, το γραφείο προγραμματικής σύμβασης παλιάς πόλης και στα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου επισημαίνει ότι η εισήγηση που εστάλη από τον δήμο Ρεθύμνου για τη νέα κανονιστική της παλιάς πόλης τον Φεβρουάριο, δεν έχει λάβει υπόψη της τις προτάσεις των κατοίκων αλλά ούτε τις απόψεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ενώ υπογραμμίζουν πως ακόμα και τα έγγραφα της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής δεν εκφράζουν ρητά και με σαφήνεια την αποτελεσματική διέλευση και πρόσβαση των οχημάτων έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που αυτό χρειαστεί. Σημειώνουν μάλιστα ότι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο είναι απαραίτητος ο περιορισμός της παραχώρησης του ελεύθερου δημόσιου χώρου σε επιχειρήσεις εμπορικές και εστίασης, είναι ο κίνδυνος που εγκυμονεί για όλους, σε περίπτωση αιφνίδιων φυσικών φαινομένων, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται η άμεση διαφυγή των ανθρώπων.
Παράλληλα αναφέρονται στην απουσία αποτελεσματικών ελέγχων και προτείνουν η κανονιστική να παραμείνει ως έχει (2016) αλλά να εφαρμοστεί αποτελεσματικά, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες και τα δικαιώματα των κατοίκων.
Αναλυτικά, στην επιστολή του προς τη δημοτική αρχή ο σύλλογος Κατοίκων Παλιάς Πόλης Ρεθύμνου εν όψει και της συζήτησης και ψήφισης της νέας κανονιστικής από το Δημοτικό Συμβούλιο, επισημαίνει: «Ο σύλλογος Κατοίκων Παλιάς Πόλης Ρεθύμνου διαπιστώνει ότι ουδόλως έχουν ληφθεί υπόψη τα αναφερόμενα στο με αρ. πρ. 03/16-07-2024 σχετικό έγγραφό μας, ούτε οι απόψεις της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για την προστασία της παλιάς πόλης, όπως διατυπώνονται στο με αρ. πρ. 375552/29-10-2024 σχετικό έγγραφό της. Οι ελάχιστες τροποποιήσεις που έχουν γίνει στην τελική πρόταση της προτεινόμενης κανονιστικής, δεν επιφέρουν καμία σημαντική βελτίωση στην υπερβολική παραχώρηση του περιορισμένου ελεύθερου χώρου που δημιουργούν οι στενοί και λαβυρινθώδεις δρόμοι της παλιάς πόλης και σίγουρα δεν βρίσκονται στην κατεύθυνση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης, το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει και ρυθμίσεις για τους μόνιμους κατοίκους.
Με δεδομένα: α) Την αδυναμία αποτελεσματικού ελέγχου που έχει διαπιστωθεί την τελευταία 15ετία, λόγω της υποστελέχωσης των αρμόδιων Υπηρεσιών και των κενών της σχετικής νομοθεσίας, τα οποία τα ίδια τα μέλη των επιτροπών σας έχουν υπογραμμίσει στις κοινές μας συναντήσεις (χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα στην οδό Νικ. Φωκά, όπου τα τραπεζοκαθίσματα επιχείρησης, συνέχισαν να τοποθετούνται και μετά την θεαματική απομάκρυνσή τους με πρωτοβουλία της Δημοτικής Αρχής).
β) Την συνεχή αύξηση του αριθμού των επισκεπτών κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου και την διαρκή, αναγκαστική απομάκρυνση των μονίμων κατοίκων που είναι αδύνατον να διαβιώσουν εξαιτίας του κυκλοφοριακού χάους και της ηχορύπανσης (χαρακτηριστικά παραδείγματα οι οδοί Βερνάρδου, Θεσσαλονίκης, Ραδαμάνθυος, Τζάνε Μπουνιαλή, κλπ).
γ) Την υποβάθμιση και την αισθητική αλλοίωση του ιστορικού κέντρου, ένα από τα πέντε «ιστορικά διατηρητέα μνημεία» της χώρας το οποίο μετατρέπεται σε ένα υπαίθριο, κακής ποιότητας εμπορικό και ψυχαγωγικό κέντρο με αυτοσχέδιες, ημιμόνιμες κατασκευές, ποικιλόμορφα και κακόγουστα έπιπλα στους εξωτερικούς χώρους, ανάρμοστο φωτισμό κλπ (χαρακτηριστικά παραδείγματα στην προκυμαία, γύρω από την κρήνη Rimondi, Αγίας Βαρβάρας, Νικ. Φωκά κλπ).
δ) Τα σχετικά έγγραφα του τμήματος Τροχαίας, της Αστυνομικής Δ/νσης Ρεθύμνου και της Πυροσβεστικής που έχουν αποσταλεί (αρ. πρ. 1016/49/214/22-07-2024 και 2239/φ.74.1/12-07-2024 αντίστοιχα), δεν αναφέρουν με σαφήνεια αν συμφωνούν ή όχι με τη νέα πρόταση, αλλά αναφέρονται στις προαπαιτούμενες προδιαγραφές βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Απουσιάζει όμως η ρητή διαβεβαίωσή τους ότι σε καθημερινή βάση και πολύ περισσότερο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, θα μπορούν να επέμβουν επιτυχώς (πχ. Βερνάρδου, Αραμπατζόγλου, Βοσπόρου, κλπ).
ε) Την απουσία των γραπτών απόψεων του Συλλόγου Ξενοδόχων, ενοικιαζόμενων δωματίων, του ΕΚΑΒ και των υπευθύνων Πολιτικής Προστασίας στον Δήμο και οι οποίες θα βεβαιώνουν την ασφάλεια όλων σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, και τέλος.
στ) Την αποτελεσματικότητα της πρόληψης, έναντι της ανάγκης συνεχών ελέγχων και της αναποτελεσματικής και χρονοβόρας εν τέλει διαδικασίας επιβολής προστίμων και μηνυτήριων αναφορών που εκδικάζονται πολλά χρόνια μετά την παράβαση.
Κρίνουμε σκόπιμο να παραμείνει σε ισχύ η υφιστάμενη Κανονιστική του 357/2016, δηλ. παραμονή στην προ κορονοϊού κατάσταση, απόφαση στην οποία έχουν ήδη επανέλθει για αυτονόητους λόγους, και πολλοί άλλοι δήμοι με ανάλογα χαρακτηριστικά.
Διαπιστώνουμε δυστυχώς, ότι από το 2008 μέχρι σήμερα, κανένα από τα σοβαρά προβλήματα δεν έχει βελτιωθεί (κυκλοφοριακό, δακτύλιος, παραβάσεις στους παραχωρούμενους χώρους, ηχορύπανση), αλλά αντίθετα έχουν επιδεινωθεί δραματικά, παρά την έκδοση διαδοχικών κανονιστικών οι οποίες διαρκώς επεκτείνουν τον προς παραχώρηση δημόσιο χώρο (2008, 2009 και 2016). Χαρακτηριστικό είναι το συνημμένο απόσπασμα από το Πρακτικό 18/2008 του Δημοτικού Συμβουλίου (Απόφαση με αρ. 725/01-10-2008), το οποίο συμπεριλαμβάνεται στα έγγραφα που λαμβάνονται υπόψη για τις προτάσεις σας.
Τελικά, είναι ντροπή εδώ και πάνω από 15 χρόνια οι Αρχές να συζητούν ακριβώς τα ίδια προβλήματα, τα οποία έχουν διαπιστωθεί από όλους, και όπως είναι φυσικό έχουν διογκωθεί με την πάροδο του χρόνου. Αντί λοιπόν, να ερευνούν οι αρμόδιοι τα αίτια της ανεπιτυχούς διαχείρισης, με επιπτώσεις ιδιαίτερα δυσμενείς για τους κατοίκους της πόλης, αντί να υλοποιήσουν τις προαναφερόμενες εξαγγελίες, να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τις αδυναμίες, συνεχίζουν την ίδια αναποτελεσματική τακτική των Κανονιστικών που επικεντρώνονται αποκλειστικά και μόνο στην παραχώρηση του δημόσιου χώρου για ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων και εμπορευμάτων, αγνοώντας επιδεικτικά τις ανάγκες και τα δικαιώματα των κατοίκων, των διερχόμενων επισκεπτών και των ενοίκων μικρών ξενοδοχείων, οι οποίοι δικαιούνται το αυτονόητο: Ποιότητα ζωής και ασφάλεια στον χώρο διαμονής τους. Αναρωτιέται κανείς, τι δεν πήγε καλά από το 2008 και εξής. Ανικανότητα, ή έλλειψη πολιτικής βούλησης;
Στην παρούσα περίοδο ιδιαίτερα, ο σοβαρότερος λόγος για τον οποίο θεωρούμε απαραίτητο τον περιορισμό της παραχώρησης του ελεύθερου δημόσιου χώρου σε επιχειρήσεις εμπορικές και εστίασης, είναι ο κίνδυνος που εγκυμονεί για όλους, σε περίπτωση αιφνίδιων φυσικών φαινομένων, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται η άμεση διαφυγή των ανθρώπων. Η πρόσφατη σεισμική δραστηριότητα στις γειτονικές μας Κυκλάδες, θα πρέπει να αφυπνίσει τους αρμόδιους για την προστασία του πληθυσμού, και καλό θα ήταν οι σχετικές αποφάσεις να μην εγκλωβίζονται από προεκλογικές υποσχέσεις και διάθεση νομιμοποίησης αυθαιρεσιών των τελευταίων ετών (έχουν αποστείλει στη δημοτική αρχή σχετικά συνημμένο πίνακα, αλλά χρησιμοποιούνται ήδη από επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια), αλλά να στοχεύουν στην ισόρροπη ανάπτυξη και την αειφορία.
Δυστυχώς, μέχρι σήμερα οι επισημάνσεις απλών πολιτών, αποσιωπώνται/ υποτιμώνται με αποτέλεσμα να μην προστατεύεται η μόνιμη κατοικία (πατρογονικά ακίνητα τα περισσότερα) και η εύρυθμη λειτουργία της πόλης.
Κατά τα άλλα, ισχύουν όσα έχουν διατυπωθεί στο προηγούμενο έγγραφό μας (αρ. πρ.03/16-07-2024) στο οποίο επισημαίνονται: α) η ανάγκη ισόρροπης ανάπτυξης μεταξύ κατοικίας και επιχειρηματικότητας (δεν θέλουμε να ζούμε σε ησυχαστήριο, αλλά ούτε σε ένα άναρχο τσίρκο), β) η ανάγκη εκπόνησης ενός συνολικότερου σχεδίου δράσης στο οποίο θα συμμετέχουν ειδικοί και γ) σεβασμός στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία του ιστορικού κέντρου, που απαιτεί διακριτικότητα και ευαισθησία στις προτεινόμενες χρήσεις και παρεμβάσεις, για να παραμένει το Ρέθυμνο μια πόλη ζωντανή χειμώνα-καλοκαίρι, με μόνιμους κατοίκους και να μην συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ως «η κότα με τα χρυσά αυγά», διότι αυτή η πρακτική, ας μην εθελοτυφλούμε, οδηγεί σε αδιέξοδο».