Η ανήλικη παραβατικότητα συνιστά όχι απλώς μια πράξη παρεκτροπής από τους κοινωνικούς κανόνες αλλά ένα πολυπαραγοντικό και πολύπλευρο ζήτημα, το οποίο διαχρονικά απασχολεί τον δημόσιο διάλογο.
Αυτό γιατί πίσω από τις παρεκκλίνουσες αντικοινωνικές συμπεριφορές των νέων όπως κλοπές, ληστείες, πράξεις βίας, σχολικές καταστροφές και πολλά άλλα συχνά κρύβονται φαινόμενα παραμέλησης, συναισθηματικές δυσκολίες, η αδυναμία του ίδιου του συστήματος να ψυχοεκπαιδεύσει και να βοηθήσει τους νέους να συγκροτήσουν ένα υγιές σύστημα αξιών, να διαχειριστούν τις παρορμήσεις της ηλικίας τους και να διοχετεύσουν δημιουργικά τα αρνητικά τους συναισθήματα.
Ως ένα ζήτημα, λοιπόν, που αφορά όλη την κοινωνία η Περιφέρεια Κρήτης σε συνεργασία με τον τομέα Ψυχιατρικής και Επιστημών της Συμπεριφοράς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, τον δήμο Ρεθύμνης και το Κέντρο Πρόληψης Ρεθύμνου, διοργάνωσαν το απόγευμα του Σαββάτου στο Σπίτι του Πολιτισμού εκδήλωση με θέμα «Ολιστική Προσέγγιση Εφηβικής Παραβατικότητας» όπου πολλοί γονείς και εκπαιδευτικοί παραβρέθηκαν και με μεγάλο ενδιαφέρον άκουσαν τις ομιλίες για το εν λόγω θέμα, του Γιώργου Σαμιωτάκη, ψυχίατρου Παιδιών και Εφήβων – ψυχοθεραπευτή και επιστημονικά υπεύθυνου του Πολυχώρου Φροντίδας Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων «Φρην», της Έλλης Σπυροπούλου εκπαιδευτικού – ψυχολόγου και μεταδιδακτορικής ερευνήτριας ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και της Χριστίνας Πεδιαδιτάκη κοινωνικής λειτουργού.
Τη συζήτηση συντόνισε η Μαρία Μπάστα, καθηγήτρια Ψυχιατρικής Πανεπιστημίου Κρήτης, διευθύντρια Ψυχιατρικής και Παιδοψυχιατρικής Κλινικής Πα.Γ.Ν.Η, η οποία επίσης παρέθεσε σημαντικά στοιχεία και πληροφορίες, ενώ χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε ο πρόεδρος του Κέντρου Πρόληψης, Μιχάλης Σαρρής.
«Στην περιοχή του Ρεθύμνου έχουμε αυξημένο ποσοστό ανήλικης παραβατικότητας»
Το ζήτημα της ανήλικης παραβατικότητας, όπως δήλωσε ο κ. Σαμιωτάκης, είναι πολυδιάστατο και είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τις αιτίες του για να μπορούμε να παρέμβουμε με ουσιαστικές λύσεις. Σύμφωνα με τον ίδιο, το φαινόμενο είναι συνδεδεμένο και με διάφορες ψυχοπαθολογίες που εμφανίζουν οι έφηβοι όμως δεν απέκλεισε τη θεραπεία και τη μείωσή του.
Στην Κρήτη, πάντως όπως δήλωσε «έχουμε τουλάχιστον το μέσο όρο της Ελλάδας σε κάποιες περιοχές και σε κάποιες άλλες έχουμε αυξημένα ποσοστά παραβατικότητας όπως στην περιοχή του Ρεθύμνου», πράγμα που όπως εξήγησε χαρακτηριστικά οφείλεται σε κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και πολιτισμικούς παράγοντες: «Αυτό που πολλές φορές σε άλλες περιοχές θα ονομάζαμε παραβατικότητα, στην Κρήτη ονομάζεται ανδραγαθία, ωρίμανση, ενηλικίωση», τόνισε.
Από την πλευρά της η κ. Μπάστα, για το ζήτημα ιδίως του αλκοόλ το οποίο «πληγώνει» τις σχολικές κοινότητες στην Κρήτη και η κατανάλωση του οποίου οδηγεί σε παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, ανέφερε: «Το αλκοόλ στην Κρήτη δυστυχώς είναι προσβάσιμο και αποδεκτό και σε ανήλικους. Αλλά και όλες οι άλλες ουσίες που υπάρχουν – και στο Ρέθυμνο ίσως παραπάνω αλλά σίγουρα και σε όλη την Κρήτη- μπορεί να αυξήσουν την παρορμητικότητα και να οδηγήσουν σε συμπεριφορές βίαιες ως και επικίνδυνες, και για τον εαυτό αυτού που κάνει τη χρήση αλλά και για τους γύρω του», ενώ στην ομιλία της ανέφερε πως το αλκοόλ είναι απαγορευτικό για έναν ανήλικο καθότι «το σώμα του δεν είναι αρκετά ώριμο να μεταβολίσει την αιθανόλη που περιέχει το αλκοόλ και μπορεί να του προκαλέσει βλάβες οι οποίες δεν είναι εύκολα ανατρέψιμες όπως γίνεται σε έναν ενήλικα».
Οι κλοπές η μεγαλύτερη σε ποσοστό παραβατική πράξη
Η κ. Μπάστα, στη συνέχεια της ομιλίας της ανέφερε ενδιαφέροντα επιδημιολογικά στοιχεία σε παγκόσμιο επίπεδο από τα οποία διαφαίνεται ότι τα ποσοστά των συλλήψεων και των καταδικών των ανήλικων, σημειώνουν μια πτωτική πορεία τις τελευταίες δύο δεκαετίες, «Παρόλα αυτά, σε πολλές χώρες υπάρχουν σταθερά υψηλά ποσοστά παραβατικότητας σε ετήσια βάση», τόνισε και σημείωσε πως ο λόγος που ενδέχεται να παρουσιάζεται αυτή η πτωτική πορεία ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα περιστατικά πολλές φορές δεν καταγγέλλονται καν στην προσπάθεια των γονέων να βρουν άλλους τρόπους να ρυθμίσουν τις καταστάσεις και να προστατεύσουν τα παιδιά τους. Παράλληλα, σημείωσε πως οι ώρες που καταγράφονται οι παραβατικές συμπεριφορές των παιδιών και των εφήβων είναι συνήθως μεσημεριανές, δηλαδή αμέσως μετά το σχολείο.
«Για την κατάσταση στην Ελλάδα γενικά μελέτες ερευνητικές υπάρχουν ελάχιστες. Κάποια στοιχεία υπάρχουν από την ελληνική αστυνομία από τις καταγγελίες που γίνονται και αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι το 26%, δηλαδή το 1 στα 4 παιδιά που θα κάνει την παραβατική συμπεριφορά ξεκινάει νωρίς, από τις ηλικίες των 8 έως 14 ετών. Το 2023 είχαν καταγραφεί σχεδόν 11.000 παράνομες πράξεις από ανήλικους στην Ελλάδα εκ των οποίων τα 1.000 άτομα περίπου ήταν ηλικίας 11 ετών και τα 1.400, 12-14 ετών. Και όσον αφορά την κατανομή των πράξεων που σχετίζονται με την παραβατικότητα στους εφήβους: Το πιο υψηλό ποσοστό, 25% το κατέχουν οι κλοπές, μετά 21% είναι οι παραβιάσεις του Κ.Ο.Κ. και εννοεί παιδιά νεαρά που οδηγούν χωρίς δίπλωμα, τρακάρουν, οδηγούν χωρίς κράνος, μεθυσμένα κ.λπ. Άλλο ένα 20% είναι οι ναρκωτικές ουσίες και μετά πέφτουμε σε χαμηλότερα ποσοστά φασαρίες σε αθλητικούς χώρους, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, γενετήσια ελευθερία, σωματικές βλάβες, απειλές, δυσφήμιση – εξύβριση», εξήγησε στο κοινό η κ. Μπάστα.
Από την πλευρά της, η κοινωνική λειτουργός Χριστίνα Πεδιαδιτάκη στην ομιλία της ανέφερε επίσης ότι για το έτος 2023 – το τελευταίο που υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για το φαινόμενο – καταγράφηκαν στην Κρήτη 568 ανήλικες παραβάτες για κακουργήματα και πλημμελήματα με το μεγαλύτερο ποσοστό, το 62% να προέρχεται από την Π.Ε. Ηρακλείου, ένα 15% από το Ρέθυμνο και τα υπόλοιπα ποσοστά να κατανέμονται στους άλλους δύο νομούς.
Σχολικές καταστροφές και η σημασία τους
Ανάμεσα στις πράξεις παραβατικότητας, συγκαταλέγονται και οι καταστροφές στο σχολικό περιβάλλον όπου εδώ συχνά έφηβοι και παιδιά προκαλούν φθορές και ζημιές εσκεμμένα στις σχολικές εγκαταστάσεις και στον εξοπλισμό, βάφοντας τοίχους, μουτζουρώνοντας και χαράσσοντας θρανία κ.ά.
Η Έλλη Σπυροπούλου στην ομιλία που πραγματοποίησε εξήγησε πως τέτοιες συμπεριφορές δεν έχουν πάντα αρνητικό πρόσημο καθότι μπορεί να συνδέονται με την ανάγκη των εφήβων να εκφράσουν την ιδεολογία τους, τον προβληματισμό τους, να νιώσουν μια ένταση, πράγμα φυσιολογικό κατά την εφηβική ηλικία.
Παρόλα αυτά η κ. Σπυροπούλου παρέθεσε μια ενδιαφέρουσα θεωρία κατά την οποία «αν το σχολικό περιβάλλον παραμένει κατεστραμμένο οι μαθητές μπορεί να θεωρήσουν ότι η παραβατική συμπεριφορά είναι αποδεκτή. Αν λοιπόν έχει υποστεί βλάβες ένα κτίριο και δεν υπάρχει αποκατάσταση και οι μαθητές συνεχίζουν να φοιτούν εξοικειώνονται με αυτή την εικόνα και στην πορεία θεωρώντας ότι αυτό είναι κάτι φυσιολογικό και αποδεκτό συνεχίζουν να καταστρέφουν. Αντίθετα, όταν οι μαθητές είναι μέσα σε ένα όμορφο και φροντισμένο περιβάλλον αυξάνει τις πιθανότητες να μην υπάρξουν τέτοιες καταστροφές», ανέφερε χαρακτηριστικά σημειώνοντας και την ευθύνη της πολιτείας στη διατήρηση των σχολικών συγκροτημάτων σε αξιοπρεπή κατάσταση προάγοντας τον σεβασμό και την υπευθυνότητα απέναντι στη δημόσια περιουσία.
Μεταξύ άλλων, η κ. Σπυροπούλου τόνισε, πως η φθορά των σχολικών εγκαταστάσεων ενδέχεται να οφείλεται και στην εκτόνωση των αρνητικών συναισθημάτων που δημιουργούνται από στρεσογόνες καταστάσεις και εκεί σημείωσε πως οι ενήλικες οφείλουν να μάθουν στα παιδιά να διοχετεύον τα δύσκολα αυτά συναισθήματα σε δημιουργικές δραστηριότητες όπως οι τέχνες και ο αθλητισμός.
Προειδοποιητικά σημάδια και η ανάγκη συμμαχίας εκπαιδευτικών και γονέων
Η κ. Πεδιαδιτάκη στην ομιλία της επιπλέον παρέθεσε τα προειδοποιητικά σημάδια που μαρτυρούν την εμπλοκή του παιδιού σε παράνομες δραστηριότητες.
«Η πτώση της σχολικής επίδοσης, οι συχνές αποβολές από το σχολείο ξαφνικά, οι πολύωρες απουσίες χωρίς αιτιολογία, η συναναστροφή με πολύ μεγαλύτερα άτομα ή άτομα που δεν γνώριζε προηγουμένως το παιδί, η ξαφνική αλλαγή στο ντύσιμο που παραπέμπει σε συμμορίες, όταν αρχίζει να κλείνεται στον εαυτό του, όταν αρχίζει να χρησιμοποιεί ουσίες, αλκοόλ, να καπνίζει ή ξαφνικά βλέπουμε να αποκτά ακριβά αντικείμενα με χρήματα που δεν τα έχουν δώσει οι γονείς, όλα αυτά θα πρέπει να αρχίσουν να μας προβληματίζουν», ανέφερε.
Από την άλλη, η κ. Μπάστα τόνισε τη σημαντική επίδραση που ασκεί η οικογένεια στο παιδί το οποίο μπορεί από τη μια να μιμηθεί αρνητικές συμπεριφορές, ενώ συχνά η υπερπροστατευτικότητα λειτουργεί καταπιεστικά και οδηγεί τον νέο σε παρεκκλίνουσες συμπεριφορές: «Η έλλειψη φροντίδας και επίβλεψης που δεν βάζουν στο παιδί τα επαρκή όρια ώστε να μεγαλώσει σωστά και να ξέρει η συμπεριφορά του μέχρι που είναι επιτρεπτή, εντείνουν τα φαινόμενα παραβατικότητας. Και φυσικά όταν μέσα στην οικογένεια υπάρχουν ουσίες, επεισόδια βίας κ.ά., αυτό αποτελεί ένα πολύ κακό παράδειγμα μίμησης για τα παιδιά. Ο άλλος πόλος είναι οι υπερπροστατευτικές οικογένειες γιατί όταν υπάρχει υπερβολή μπορεί το παιδί να μην μπορεί να εκφραστεί, να καταπιέζεται, να δημιουργούνται διάφορες αντιδράσεις και μετά να οδηγηθεί σε συμπεριφορές οι οποίες είναι ακραίες».
Τέλος, η κ. Πεδιαδιτάκη σημείωσε την ανάγκη οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να βρίσκονται σε συνεχή συνεργασία καθότι όπως τόνισε «η πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας αποτελεί ουσιαστικό μέρος της πρόληψης της κοινωνίας συνολικά, γιατί μια παραβατικότητα στην εφηβεία δεν σημαίνει ότι αυτό θα μας δημιουργήσει έναν εγκληματία στην ενήλικη ζωή αρκεί να πάρουμε τα σωστά μέτρα και να υποστηρίξουμε κάθε παιδί που εμφανίζει τέτοιες παρεκκλίνουσες συμπεριφορές».