Καθώς η ηλικία πλέον απαιτεί ως άσκηση το καθημερινό περπάτημα, στον περίπατό μου σχεδόν πάντοτε κάνω στάση στο δημοτικό κήπο, όπου καθήμενος σ’ ένα παγκάκι χαζεύω τους νεαρούς γονείς να πηγαίνουν τους νεοσσούς τους στη γειτονική παιδική χαρά. Σήμερα έτυχα παρατηρητής ενός πατέρα όπου πήγαινε τον δύο-τριών χρόνων γιο του βόλτα, σπρώχνοντας ο ίδιος το παιδικό καρότσι, κι ο μικρός το πατίνι του. Στις ερωτήσεις του παιδιού: τι είναι αυτό; ο πατέρας προκαλώντας μου ευχάριστη έκπληξη απαριθμούσε ένα-ένα τα διάφορα είδη δέντρων και φυτών που κοσμούν το πάρκο. Έτσι έφτασε στο αυτί μου κι η αρωκάρια.
Πρόσφατα διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα του Ισπανού Rafael Chirbes «Στην άκρη του γκρεμού» εκδόσεις Κέδρος 2015, ο συγγραφέας ανιστορώντας την ζωή μιας οικογένειας επιπλοποιών το επάγγελμα των οποίων πήγαινε από πάππου προς πάππου, ξανασυνάντησα το είδος αυτού του δέντρου που φύεται κυρίως στη Βραζιλία και που όπως εξηγούσε ο ξυλουργός πατέρας στο νεότερο γιο του, εκτιμάται για το μελί χρώμα του ξύλου του, καθώς κι επειδή δεν έχει ο κορμός του δακτυλίους ανάπτυξης.
Ψάχνοντας λίγο παραπάνω -δεν μπήκα στον πειρασμό να γκουγκλάρω στο διαδίκτυο- στην εγκυκλοπαίδεια των παιδικών μου χρόνων, έμαθα ότι στο δημοτικό κήπο πρέπει να ευδοκιμεί η αρωκάρια ή «Υψικάρινος» κατεξοχήν καλλωπιστικό είδος, το οποίο καλλιεργείται στη χώρα μας για τη διακόσμηση πάρκων. Είναι δέντρο ψηλό, αειθαλές που διακρίνεται για την ομορφιά του, την ευθύτητα και το ύψος του κορμού του, τη συμμετρική σε σχήμα κώνου ανάπτυξή τους και την εκλεκτή ποιότητα του ξύλου και της ρητίνης (ρετσινιού) του.
Αυτές τις μέρες παρήγγειλα στο επιπλοποιό να μου φτιάξει μια καθωσπρέπει βιβλιοθήκη για να βρουν στέγη τα βιβλία μου, ξοδεύοντας ένα σημαντικό πόσο απ’ τις οικονομίες μου. Η ιδέα να φτιαχτεί από ξύλο αρωκάριας πάντως ήταν απαγορευτικό για το δικό μου βαλάντιο, αλλά θα ήταν μια ωραία εξέλιξη για την ιστορία μου.