Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Ιωάννης Κεφαλογιάννης, παρέστη στο Athens Security Forum, όπου συζητήθηκαν τα τρέχοντα ζητήματα ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, οι εξελίξεις στον πόλεμο της Ουκρανίας, η κρίση στη Μέση Ανατολή, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας που πραγματοποίησε, ο κ. Υφυπουργός υπογράμμισε ότι η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της πατρίδας μας είναι προϋπόθεση για την ειρήνη και την ευημερία των πολιτών, καθώς και ότι η συνέχιση των εξοπλιστικών προγραμμάτων αποτελεί μέρος μιας πολυεπίπεδης εθνικής στρατηγικής για την αμυντική θωράκιση της χώρας μας, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκονται μια σειρά από πολυμερείς ή διμερείς συνεργασίες στον τομέα της άμυνας.
Στην εισήγησή του ο κ. Κεφαλογιάννης. μεταξύ άλλων. ανέφερε:
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και η ευρύτερα η Δύση βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή γεωπολιτική πραγματικότητα ρωσικής απειλής για αρκετά από τα μέλη της και αυτό που, εν τέλει, διακυβεύεται είναι η δυνατότητά τους να προωθήσουν και να επιβάλλουν μια διεθνή τάξη που θα στηρίζεται σε κοινά αποδεκτούς κανόνες, βάσει και του Διεθνούς Δικαίου. Δίπλα σε αυτή την εστία ρευστότητας και γεωπολιτικής αστάθειας ήρθε δυστυχώς να προστεθεί και η σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς. Η σχέση Ισραήλ – Παλαιστίνης αποτελεί, ούτως ή άλλως, ένα από τα δυσκολότερα παζλ της σύγχρονης ιστορίας, με τις συνέπειες της μεταξύ τους σύγκρουσης να ξεπερνούν σχεδόν πάντα το γεωγραφικό της αποτύπωμα. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι η αποτρόπαια τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς έχει αποσταθεροποιήσει εκ νέου την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Το βάθος αυτής της αποσταθεροποίησης δεν είναι ακόμη εμφανές.Θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το εύρος το οποίο η σύγκρουση θα αποκτήσει. Διαφορετικές είναι οι γεωπολιτικές επιπτώσεις αν η σύγκρουση Χαμάς – Ισραήλ παραμείνει οριοθετημένη και διαφορετικές αν αυτή εξελιχθεί σε ένα πόλεμο δι’ αντιπροσώπων ή έναν πόλεμο, για παράδειγμα, μεταξύ Ισραήλ -Ιράν.Σε κάθε περίπτωση ο πόλεμος ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς δημιουργεί νέες προκλήσεις για την Δύση: Καταρχάς γιατί αναπροσανατολίζει εκ των πραγμάτων την προσοχή της Δύσης από το μέτωπο της Ουκρανίας σε εκείνο της Μέσης Ανατολής, αλλά υπάρχει και ο κίνδυνος να απορροφήσει ακόμα και πόρους και διπλωματικό κεφάλαιο που άλλως θα κατευθύνονταν στην Ουκρανία. Δεύτερον, γιατί θέτει σε κίνδυνο τη δημιουργία ενός ευρύτερου φιλοδυτικού μπλοκ που θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα κοινό αξιακό κώδικα,βασισμένο στη διπλωματία και το διεθνές δίκαιο για την επίτευξη της ειρήνης και της σταθερότητας.Είναι πλέον δυσκολότερο για τη Δύση να επιζητεί τη στήριξη χωρών εκτός δυτικού συνασπισμού, ιδιαίτερα των μετριοπαθών αραβικών χωρών σε άλλα ζητήματα – από το ουκρανικό ζήτημα, τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με την Κίνα και τον περιορισμό του ριζοσπαστικού Ισλάμ, -χωρίς να ληφθεί υπόψη η στάση σημαντικών χωρών όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες,αλλά και διεθνών οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ στην ισραηλο – παλαιστινιακή σύγκρουση. Τρίτον, η ισραηλο – παλαιστινιακή σύγκρουση επιτείνει την κόπωση και την ανασφάλεια της δυτικής κοινής γνώμης που έχει επέλθει από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις ενδεχόμενες, νέες συνέπειες που θα έχει σε αυτήν: Δίπλα στην ενεργειακή κρίση και την εκτίναξη των τιμών σε βασικά αγαθά που επέφερε η εισβολή στην Ουκρανία αναζωπυρώνεται ο φόβος για ένα νέο πληθωριστικό κύμα στη διεθνή οικονομία,για νέες μετακινήσεις προσφύγων προς την Ευρώπη, αλλά και για την ανάδυση ενός νέου ρεύματος ισλαμικού ριζοσπαστισμού.
Πάνω σε αυτή την ανασφάλεια κερδίζει έδαφος μια επικίνδυνη άποψη στη Δύση, όχι κατ’ ανάγκη φιλορωσική, που λέει ότι πρέπει σιγά σιγά να κλείνουμε μέτωπα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Δυτικές κυβερνήσεις που δεν κατάφεραν να μειώσουν ή να εξαλείψουν αυτές τις αμφιβολίες των πολιτών, απέτυχαν εκλογικά, με αποτέλεσμα να αναδύονται και να επικρατούν λαϊκίστικές δυνάμεις της Άκρα Δεξιάς και Αριστεράς στην Ευρώπη, όπως συνέβη πρόσφατα σε Ολλανδία ή όπως προκύπτει σε δημοσκοπήσεις σε Γαλλία, Γερμανία και αλλού.
Σε αυτό το περιβάλλον ρευστότητας και γεωπολιτικής αστάθειας, κινείται η χώρα μας, κουβαλώντας, αν μου επιτρέπεται ο όρος, τις δικές της ιδιαίτερες προκλήσεις ασφαλείας, που απορρέουν από την τουρκική επιθετικότητα. Αυτό δεν την έχει εμποδίσει ωστόσο να δηλώσει παρούσα σε όλα τα μεγάλα ζητήματα της περιοχής, στη βάση μιας στρατηγικής πολύ συγκεκριμένων αρχών. Έτσι, από θέση αρχής υποστήριξε την Ουκρανία ήδη από τις πρώτες ημέρες του πολέμου και μάλιστα πιο προωθημένα συγκριτικά με αρκετά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και συνεχίζει χωρίς αστερίσκους στην ίδια πορεία. Με προφανείς τις αναλογίες στη ρητορική, τις μεθόδους και τον εν γένει επιθετικό αναθεωρητισμό ανάμεσα σε Ρωσία και Τουρκία, η χώρα μας στέλνει με τη στάση της ένα σαφές μήνυμα σε συγκεκριμένα ακροατήρια ότι οι καθαρά επιθετικές ενέργειες που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο δεν θα γίνουν ανεκτές από την παγκόσμια κοινότητα των δημοκρατικών κρατών. Με τη στάση της αυτή η χώρα μας έχει ενισχύσει τη θέση της εντός της νατοϊκής συμμαχίας, ισχυροποιώντας έτσι τον λόγο και τα επιχειρήματά της. Πιστωνόμαστε σήμερα ότι δεν κρυφτήκαμε στα δύσκολα, και μάλιστα σε μία περίοδο που η Τουρκία, με τη δική της επαμφοτερίζουσα στάση και τη συναλλακτική διπλωματία που ασκεί, έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ ως προς τις προθέσεις της και τους απώτερους στόχους της.
Η αναιτιολόγητη καθυστέρηση από πλευράς Άγκυρας για το πράσινο φως της εισόδου της Φιλανδίας, μέχρι πρόσφατα, και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, αποτελεί ευθεία απειλή στα κοινά συμφέροντα της Συμμαχίας και ενισχύει έμμεσα τους εχθρούς της.Είναι, κατά την γνώμη, μου λάθος να μιλάμε για προβλέψιμους και απρόβλεπτους συμμάχους. Είναι ορθότερο να αναφερόμαστε σε ειλικρινείς και μη ειλικρινείς συμμάχους. Και σίγουρα δεν νοείσαι ως ειλικρινής σύμμαχος όταν δεν εφαρμόζεις τις συλλογικές αποφάσεις ως προς την διεύρυνση του οργανισμού του οποίου είσαι μέλος. Δεν είσαι ειλικρινής σύμμαχος όταν στον πόλεμο της Ουκρανίας παίζεις τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου κόντρα στις στρατηγικές επιδιώξεις της Συμμαχίας και έμμεσα ή άμεσα ενισχύεις τον στρατηγικό σου αντίπαλο. Ακόμα περισσότερο δεν είσαι ειλικρινής σύμμαχος, όταν διατηρείς ένα παράνομο casus belli έναντι συμμάχου σου στην περίπτωση που εκείνος ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, εν προκειμένω το Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.Με τις ίδιες θέσεις αρχών προσέρχεται η χώρα μας και στην ισραηλο – παλαιστινιακή σύγκρουση. Προς αυτή την κατεύθυνση ξέρουμε τί πρέπει να γίνει, όπως επίσης και ξέρουμε και τι δεν πρέπει να γίνει. Ξέρουμε, πρώτον, ότι πρέπει να υπερασπιστούμε το δικαίωμα στην αυτοάμυνα ενός κράτους, εν προκειμένω του Ισραήλ. Το μέτρο σύγκρισης ενός κράτους δεν μπορεί να είναι αντίστοιχο μιας τρομοκρατικής οργάνωσης, όπως η Χαμάς. Δεύτερον, ξέρουμε ότι οφείλουμε να διαχωρίσουμε τον παλαιστινιακό λαό από τη Χαμάς. Το δικαίωμα στην αυτοάμυνα του Ισραήλ πρέπει να ασκηθεί εντός των ορίων που ορίζει το διεθνές δίκαιο και ειδικότερα το jus in bello. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δεν θα υπάρξει επίθεση εναντίον αμάχων, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη δημιουργία ανθρωπιστικών διαδρόμων για την παροχή βοήθειας σε όσους διατρέχουν κίνδυνο. Τρίτον, γνωρίζουμε ότι θα πρέπει να αφεθούν άμεσα ελεύθεροι όλοι οι απαχθέντες και οι όμηροι. Η διεθνής κοινότητα και ιδίως οι αραβικές χώρες πρέπει να ασκήσουν εμφατικά πίεση προς αυτή την κατεύθυνση, διαφορετικά ο κίνδυνος κλιμάκωσης της σύγκρουσης είναι μεγάλος. Με αυτό το σχέδιο δράσης προσέρχεται η χώρα μας στο διεθνή διάλογο για την αποκλιμάκωση της βίας στην περιοχή. Γνωρίζουμε επίσης τι δεν πρέπει να γίνει. Δεν πρέπει η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς να οδηγήσει το Ισραήλ σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική κρίση. Μια κρίση που θα μπορούσε να παγιδεύσει το Ισραήλ στη Γάζα, να παρασύρει τη Δύση σε έναν ακόμη πόλεμο στη Μέση Ανατολή και να υπονομεύσει τρία από τα σημαντικότερα συμφέροντα της αυτή τη στιγμή: να βοηθήσει την Ουκρανία να απελευθερωθεί από τη Ρωσία και να ενταχθεί στους Δυτικούς θεσμούς και οργανισμούς, να περιορίσει την Κίνα και να διαμορφώσει ένα φιλοδυτικό μπλοκ που θα περιλαμβάνει την Αίγυπτο, το Ισραήλ, μετριοπαθείς αραβικές χώρες και τη Σαουδική Αραβία, το οποίο θα μπορούσε να αντισταθμίσει το Ιράν και να καταπολεμήσει την παγκόσμια απειλή του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Η παράλληλη προώθηση και επίτευξη των παραπάνω στόχων δεν είναι μια εύκολη άσκηση. Προσπαθούμε να διαδραματίσουμε ρόλο ως πυλώνας σταθερότητας στην περιοχή, σεβόμενοι τις, στρατηγικού χαρακτήρα, συμμαχίες μας με το Ισραήλ, αλλά ταυτόχρονα και με σημαντικές αραβικές χώρες, όπως η Αίγυπτος, εν μέσω μιας αντικειμενικά πολύ περίπλοκης κατάστασης. Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες παγκοσμίως που έχει αυτό το προνόμιο. Έχουμε συσσωρεύσει ένα σημαντικό κεφάλαιο αξιοπιστίας εξαιτίας αυτής της εξωτερικής πολιτικής αρχών, που μας επιτρέπει να συνομιλούμε με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, γνωρίζοντας τα τελευταία ότι δεν υποκρύπτεται πίσω από την στάση μας κάποιας μορφής συναλλακτική διπλωματία, όπως αυτή που ασκεί η Τουρκία. Σε αυτό έχει συμβάλλει αναμφίβολα και η αμυντική μας στρατηγική.
Έχει γίνει ευρέως αντιληπτό ότι η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της πατρίδας μας είναι προϋπόθεση για την ειρήνη και την ευημερία των πολιτών. Υπενθυμίζω εδώ ότι η συνέχιση των εξοπλιστικών προγραμμάτων αποτελεί μέρος μιας πολυεπίπεδης εθνικής στρατηγικής για την αμυντική θωράκιση της χώρας μας, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκονται μια σειρά από πολυμερείς ή διμερείς συνεργασίες στον τομέα της άμυνας. Επιπλέον, οι δεσμοί άμυνας που έχουμε αναπτύξει κυρίως με το Ισραήλ αλλά και αραβικές χώρες, όπως η Αίγυπτος δεν έχει έναν περιστασιακό χαρακτήρα: Εκτός του ότι απορρέει από τη διαχρονική φιλία των λαών μας, στηρίζεται πρωτίστως σε ένα κοινό όραμα για την ασφάλεια και σταθερότητα στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Και αυτό είναι που μας επιτρέπει αυτή τη στιγμή να είμαστε ένας αξιόπιστος συνομιλητής όλων των πλευρών στην ισραηλο –παλαιστινιακή διένεξη. Η τελευταία πάντως ανέδειξε στους δύσπιστους και τη χρησιμότητα μιας άλλης ενισχυμένης αμυντικής συμμαχίας – αυτής με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι μετά και την έκρηξη του πολέμου στη Μέση Ανατολή, πρακτικά η Ελλάδα αποτελεί τον μοναδικό αξιόπιστο εταίρο των ΗΠΑ, σε μια περιοχή η οποία βρίσκεται υπό διαρκή αναταραχή.
Επιπλέον κάνουμε την μέγιστη δυνατή χρήση των εργαλείων που μας παρέχει η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα τα προγράμματα της PESCO (Permanent Structured Cooperation) ώστε να αναπτύξουμε, σε συνεργασία με τους εταίρους μας, τις αμυντικές μας δυνατότητες σε δομές, τεχνολογία, εξοπλιστικά προγράμματα και ανθρώπινο δυναμικό. Χάρη σε αυτή τη στρατηγική της Ελληνικής Κυβέρνησης και τον επιχειρησιακό σχεδιασμό που ακολουθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδας μπορούμε σήμερα να συζητούμε σε μια νέα βάση με τη γείτονα. Για πολλούς λόγους, από πλευράς timing, αυτή είναι μάλλον η καλύτερη περίοδος για να ξεκινήσουμε μια ουσιαστική και ειλικρινή συζήτηση με την Τουρκία. Οι σχέσεις μας δεν εκτυλίσσονται εν κενώ, αλλά μέσα σε ένα διεθνές σύστημα στο οποίο η Δύση προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τoν ρόλο της και την περιφερειακή αλλά και παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφάλειας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Σε αυτή την ιστορική καμπή, κατά τη γνώμη μου, η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίσει τη διπλωματία του καταναγκασμού εις βάρος της χώρας μας χωρίς υψηλό κόστος. Σε ότι μας αφορά, προσερχόμαστε σε μια διαδικασία διαλόγου με τη γείτονα, η οποία επιδιώκει μια καλύτερη συνεργασία πάνω σε τρεις άξονες: Ο πρώτος είναι ο πολιτικός διάλογος, στον οποίο προφανώς θα τεθούν τα μεγάλα γεωπολιτικά ζητήματα, με σημαντικότερο αυτό που αναγνωρίζουμε ότι είναι η μοναδική διαφορά μας με την Τουρκία, δηλαδή η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Ο δεύτερος άξονας είναι τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και ο τρίτος είναι η λεγόμενη θετική ατζέντα που αφορά σε ζητήματα οικονομικής συνεργασίας, ενεργειακής συνεργασίας ή ακόμη και ζητήματα σε τομείς όπως η πολιτική προστασία. Γιατί τώρα; Γιατί αν παραπέμψουμε στο απώτερο μέλλον την απόπειρα διευθέτησης, ενδέχεται να βρεθούμε σε έναν κόσμο τελείως διαφορετικό και πολύ πιο επικίνδυνο, με εκκρεμή τα θέματά μας με την Τουρκία. Η διένεξη στη Μέση Ανατολή είναι αυτή τη στιγμή μια καλή υπενθύμιση για τον απρόβλεπτο χαρακτήρα που έχει λάβει το περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας στο οποίο είμαστε ενταγμένοι. Αν δεν το κάνουμε σήμερα, απλώς θα μετακυλήσουμε το πρόβλημα στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα πρέπει να το διαχειριστούν, κατά τα φαινόμενα, με χειρότερους όρους. Αν λοιπόν υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, έστω και μικρό, για την επίλυση της διαφοράς μας, στη βάση του διεθνούς δικαίου, και με τρόπο που να διασφαλίζει τα δικαιώματά μας, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή μας, έχουμε εθνικό χρέος να το αξιοποιήσουμε. Δεν διαπραγματευόμαστε από φόβο ή αδυναμία, αλλά με αυτοπεποίθηση την οποία αντλούμε από το διεθνές δίκαιο και από την ορθότητα των επιλογών στην εξωτερική μας πολιτική και χωρίς να διακοπεί ούτε στιγμή η συνεχής ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλων συντελεστών ισχύος και αποτροπής».