Σε νεοελληνική μεταγραφή
Ακάθιστος ύμνος, ως γνωστόν, ονομάζεται γενικά κάθε ορθόδοξος χριστιανικός ύμνος που ψάλλεται από τους χριστιανούς πιστούς σε όρθια στάση. Το ότι έχει επικρατήσει, όμως, ο όρος αυτός να παραπέμπει άμεσα και ειδικά σε ένα ύμνο (Κοντάκιο) της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, το γνωστό ως «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ», είναι δηλωτικό της τεράστιας δημοτικότητάς του αλλά και σημαντικότητάς του ως σημαίνοντος και σημαινομένου.
Όπως επισημαίνει ο βυζαντινολόγος και συγγραφέας που θα γνωρίσουμε παρακάτω, «Πρόκειται για τον κατεξοχήν θεομητορικό Ακάθιστο Ύμνο, το θεολογικότερο, λυρικότερο και, ασφαλώς, δημοφιλέστερο λογοτεχνικό δημιούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας απ’ όσα έχουν αφιερωθεί στη Θεοτόκο». Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ψάλεται στους ναούς στην (όπως επισημαίνει ο ίδιος) «κατανυκτικότερη περίοδο του ορθόδοξου εκκλησιαστικού έτους, που δεν είναι άλλη από το προπαρασκευαστικό σαρανταήμερο – πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση – της Μεγάλης Σαρακοστής» και συγκεκριμένα τις πέντε πρώτες Παρασκευές της, τμηματικά τις πρώτες τέσσερις, και ολοκληρωτικά την πέμπτη.
Είναι αυτονόητο, επομένως, ότι «Θέλει αρετήν και τόλμην» – θα πρόσθετα και «βαθείαν γνώσιν» – το όποιο «εγχείρημα» σχετικά με τον εν λόγω Ύμνο. Και ασφαλώς αυτά τα «κατέχουν» η Χρύσα Κοντογεωργοπούλου και ο Διονύσιος Μαμαγκάκης, διδάκτορες βυζαντινολόγοι του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνδημιουργοί του βιβλίου με τον ποιητικό τίτλο: «Δροσερή της φυλλωσιάς σκιά – Ο Ακάθιστος Ύμνος σε νεοεληνική μεταγραφή» (Εκδόσεις 24 γράμματα, σ/ς 203)
Διευκρινίζεται ότι στο βιβλίο αυτό, μεταγράφονται ποιητικά στη νέα γλώσσα, ο Κανόνας και οι 24 Οίκοι (στροφές) της Θεοτόκου, το β΄ προοίμιο, (δηλαδή το Τη Ύπερμάχω) και το Θεοτοκίο Την Ωραιότητα της παρθενίας σου, που «κλείνει» την Ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου.
* * *
Ας «ακούσομε» όμως τους δύο συνεργάτες να μας συστήνουν το βιβλίο τους μέσα από την περιεκτική περίληψη του έξω-οπισθόφυλλού του:
«Δροσερή της φυλλωσιάς σκιά… Κάπως έτσι ποιητικά αποδώσαμε, ή καλύτερα, μεταγράψαμε – σύμφωνα και με το σεφερικό όρο – τους στίχους από τα θεσπέσια αυτά κείμενα που απαρτίζουν το βασικό μέρος της Ακολουθίας του Ακαθίστου Ύμνου. Ο Ύμνος, ο οποίος έχει ταυτιστεί όχι μόνο με τη μεγάλη πολιορκία του 7ου αιώνα, όταν οι Άβαροι πολιορκούσαν την Πόλη, αλλά και – πιθανόν – με μεγάλες στιγμές των αγώνων της Ρωμιοσύνης, εδώ μεταγράφεται στα νέα ελληνικά με μια απόδοση που σέβεται το βυζαντινό κείμενο μέσα από μια ποιητική διάθεση, επιπλέον με σχόλια και αναφορές στην επίδραση των κειμένων αυτών στη σύγχρονη ποίηση αλλά και με εκτενή αναφορά και διερεύνηση του αινιγματικού ιστορικού του πλαισίου. Κι αυτά, γραμμένα από έναν βυζαντινολόγο αλλά και από μία ποιήτρια βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών επίσης βυζαντινολόγο. Τέλος, οι δύο πίνακες του μεγάλου Κωνσταντίνου Παρθένη που διανθίζουν το βιβλίο, «συνομιλούν» με το έργο και τη νεοελληνική του απόδοση, τον τρόπο που μόνο τα έργα τέχνης μπορούν να κάνουν. Ο σύγχρονος αναγνώστης, έχει τη δυνατότητα – όχι μόνο να παρακολουθήσει τη «ραχοκοκαλιά» της ακολουθίας του Ακαθίστου με το βιβλίο αυτό -, αλλά – κυρίως – μπορεί να βρει απαντήσεις και νέους τρόπους προσέγγισης στο τόσο «δυνατό» αυτό κείμενο».
* * *
Ας προχωρήσουμε τώρα στα ενδότερα του βιβλίου για μια μεγαλύτερη δόση ενημέρωσης (και φυσικά όχι για… χόρταση, που μόνο η προσεκτική ανάγνωση του βιβλίου μπορεί να εξασφαλίσει στον αναγνώστη).
Ο Δ. Μαμαγκάκης ως ιστορικός μελετητής του Ακάθιστου Ύμνου, του «εθνικού ύμνου της Ρωμιοσύνης», όπως τον αποκαλεί αλλά και εμπεριστατωμένα εξηγεί ότι πρόκειται για «όνομα και πράμα», μας ξεναγεί στα ποικίλα ιστορικά προβλήματα που αφορούν στη μορφολογία, το περιεχόμενο, τη χρονολόγηση ή την πατρότητα του Ύμνου. Εκθέτει και αντιπαραθέτει απόψεις άλλων μελετητών, συμπληρώνει κάποιες ή αντιπαρατίθεται σε άλλες για τις «ανιστόρητες οπτικές» οπτικές τους, ξύνοντας τη σκουριά του χρόνου και διανοίγοντας «προ-οπτικές».
Έτσι, εμβαθύνει στην έννοια της Ρωμιοσύνης, της «διαμορφωμένης δηλαδή ελληνικής ταυτότητας κατά τη βυζαντινή περίοδο 330-1453» και τον ρόλο του Ελληνικού Διαφωτισμού του 18ου αι. στην απαξίωσή της με κύριο εκπρόσωπο τον Αδαμάντιο Κοραή. Σε αντίθεση με τη συναξαριακή παράδοση που συνδέει το κείμενο αυτό με της σωτηρία της βυζαντινής πρωτεύουσας κατά την πολιορκία της από τους Αβαροσλάβους και τους Πέρσες συμμάχους τους τον Αύγουστο του 626, επικροτεί τη θεωρία περί προρωμανικής καταγωγής του Ακάθιστου Ύμνου, που αρνείται την πατρότητα του μεγαλύτερου Βυζαντινού (Ελληνο-Σύρου) υμνογράφου και μουσικού Ρωμανού του Μελωδού, προβάλλοντας «τις σοβαρές παρεκκλίσεις του ρυθμοτονικού κειμένου (:του Α.Υ.) από την τυπική (ρωμανική) μορφολογία των κοντακίων. Εξάλλου, παρακολουθεί και εξηγεί τη διαχρονική – από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι και σήμερα- συμπόρευση του Ακάθιστου ύμνου με τα πάθη και τις συμφορές του γένους, λόγω του παρηγορητικού και νικηφόρου μηνύματός του, «αποτελώντας παράλληλα ισχυρό συνεκτικό κρίκο μεταξύ Ρωμιοσύνης και Ελληνισμού».
Όχι, δεν προσπέρασα χωρίς στάση την αφιέρωση της έρευνάς του: «Στη μνήμη της μητέρας του πρεσβυτέρας Ευαγγελίας». Έχει κι αυτή τη… σημειολογία της!
Η Χ. Κοντογεωργοπούλου επιχειρεί ένα δύσκολο, θα έλεγα παράτολμο, έργο, που χαρακτηρίζει ως «όνειρο ζωής»: την απόδοση/μεταγραφή ενός ιστορικού-ιερού ποιητικού κειμένου, με ιδιαίτερες επομένως απαιτήσεις ως σημαίνοντος και σημαινομένου. Απαιτήσεις, όπως η διατήρηση μέτρου, ρυθμού, ομοιοκαταληξίας, κοσμητικών στοιχείων, σχημάτων λόγου, ύφους, διάθεσης… Με ιδιαίτερη δυσκολία στην αντικατάσταση λέξεων στερεότυπων και κυριολεκτικά καθ-ιερωμένων μέσα στους αιώνες, που διατήρησε ή αντικατέστησε με λέξεις «δροσερές» από τους λειμώνες της δημοτικής μας παράδοσης ή της νεότερης ποίησής μας, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους ιεροπρέπειας που επιβάλλουν την ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας της επικοινωνίας με το Θείο και στη συγκεκριμένη περίπτωση με την Παναγία και ιδιαίτερα στους «Χαιρετισμούς» της. Λόγους που υπάγονται στο γενικό αντι-ισοπεδωτικό κανόνα που διαφοροποιεί τα γλωσσικά επίπεδα ανάλογα με την περίσταση. Η παράθεση, βέβαια, του πρωτότυπου κειμένου και της μεταγραφής του, πέραν της «πρακτικής ωφελιμότητας», δίνει άμεσα τη δυνατότητα στον αναγνώστη να διακρίνει όλα τα προαναφερόμενα αλλά και να κρίνει θετικά ή καμιά φορά με καλοπροαίρετη δημιουργική αντιπροσφορά της δικής του λεκτικής εκδοχής.
Άλλωστε, και οι δύο συνεργάτες αποδέχονται τον όρο «δοκιμή» για την εργασία τους, γεγονός που προσμετρείται στην ποιότητά τους ως ανθρώπων κατά της στατικότητας και υπέρ της δυναμικής των πραγμάτων.
* * *
Είναι αξιοσημείωτος ο τεράστιος πλούτος ειδικών και γενικών γνώσεων που προσφέρουν στον αναγνώστη τα σχόλια και οι σημειώσεις που αναφέρονται στα εισαγωγικά-θεωρητικά μέρη και τα κείμενα (πρωτότυπο και μεταγραφικό, όπως και η μη αναφορά στις 20 σελίδες (!!) βιβλιογραφίας, ελληνικής και διεθνούς, που «κλείνουν» το βιβλίο.
Ως προς τους πίνακες που αναφέρονται στην περίληψη του οπισθόφυλλου, σύμφωνα με εσωτερικές πληροφορίες, ο μεν του εξωφύλλου έχει τίτλο: «Μουσική» ο δε εσωτερικός: «Ο Ευαγγελισμός». Οι επιλογές προφανώς όχι τυχαίες.
Γενικά, το βιβλίο απευθύνεται στο νου και στην καρδιά του αναγνώστη, προσφέροντάς του πνευματική και ψυχική τέρψη. Και, όσο κι αν είναι κανείς επιφυλακτικός με τις μεταφράσεις/μεταγραφές/μεταγλωττίσεις τέτοιων κειμένων, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το επίπονο αυτό έργο των δύο εκλεκτών συναδέλφων και συνεργατών αποτελεί ένα άθλο με αυτοδίκαιο έπαθλο την αναγνώρισή του από τους αναγνώστες, και όχι μόνο τους σχετικούς αλλά και τους μη σχετικούς μα «ψαγμένους», γιατί όλοι έχουν να ωφεληθούν ποικιλοτρόπως. Αυτό θα είναι το επιστέγασμα της ηθικής ικανοποίησης που χάρισε στον Διονύση και στη Χρύσα (Ας με συγχωρήσει για την οικειότητά μου, που αυθαίρετα επέκτεινα σ’ αυτήν από το Διονύση, τον γιο του φίλου μου από τα μαθητικά χρόνια και πολυγραφότατου Πρωτ. Ανδρέα Μαμαγκάκη) το κοινό «ωραίο ταξίδι» τους, της έρευνας και της συγγραφής, αλλά και η κοινή επίγνωση ότι δημιούργησαν ένα «κτήμα ες αεί».
Εγώ, πάντως, τους συγχαίρω και τους ευχαριστώ «ακάθιστος» και τους εύχομαι υγεία και αμείωτα δημιουργική συν-έχεια…