– Η εκπαίδευση για την αειφορία καλλιεργεί περιβαλλοντική συνείδηση, προωθώντας τη βιώσιμη ανάπτυξη και συμβάλλοντας στη δημιουργία υπεύθυνων πολιτών για ένα ισορροπημένο μέλλον
Ο καθοριστικός ρόλος της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση περιβαντολλογικών συνειδήσεων και στην υιοθέτηση πρακτικών εξασφάλισης της βιωσιμότητας σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο είναι πιο κρίσιμη από ποτέ. Στη σημερινή εποχή της διαρκώς αυξανόμενης κλιματικής κρίσης και της ανάγκης για εξασφάλιση της αειφόρου ανάπτυξης, το σύγχρονο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει οδηγηθεί σε αλλαγές των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προκειμένου να παρέχονται κίνητρα στη μαθητική κοινότητα και τους μελλοντικούς πολίτες, για περιβαντολογική κινητοποίηση και ευαισθησία. Μέσα από προγράμματα, δράσεις και βιωματικά εργαστήρια, τα νέα παιδιά έρχονται σε επαφή με θέματα που αφορά συνολικά το περιβάλλον και βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με εκφάνσεις της καθημερινότητας που προβληματίζουν την ελληνική κοινωνία. «Οποιοδήποτε επιστημονικό κομμάτι πρέπει να αγκαλιάζεται από την εκπαίδευση», δήλωσε μεταξύ άλλων στα «Ρ.Ν.», η Σοφία Θεοδωρίδου, σύμβουλος εκπαίδευσης, μέλος της επιστημονικής επιτροπής και συντονίστρια των εκπαιδευτικών εισηγήσεων του διεθνούς συνεδρίου «Open Earth 2024» που διεξάγεται αυτές τις μέρες στο Ρέθυμνο, με θέμα την ενίσχυση της αειφορίας του αγροτικού περιβάλλοντος.
Τα Κέντρα Περιβαλλοντολογικής Εκπαίδευσης αποτελούν μία από τις σημαντικότερες και πιο επιδραστικές πρωτοβουλίες του υπουργείου Παιδείας, στην προσπάθεια για ένταξη μαθητών και εκπαιδευτικών σε προγράμματα που αφορούν την πράσινη ανάπτυξη και την αειφορία. Ωστόσο, η έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων τα τελευταία χρόνια έχει περιορίσει τις δράσεις και το έργο των κέντρων, με αποτέλεσμα το εκπαιδευτικό μας σύστημα να υστερεί σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά και με παράλληλα εξελισσόμενα προγράμματα σε χώρες όπως η Κύπρος.
«Κέντρα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, προγράμματα περιβαλλοντικής και εργαστήρια δεξιοτήτων»
Η κ. Θεοδωρίδου ανέφερε: «Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είχε και έχει ακόμη, αλλά δυστυχώς παρακμάζει, ένα φοβερό δίκτυο υπηρεσιών, τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, που αποτελούν το πιο δυνατό δίκτυο του υπουργείου Παιδείας και είναι εξαπλωμένα σε όλη την Ελλάδα. Σε αυτά λοιπόν, σε τοπικά, ωραία περιβάλλοντα γίνονται μελέτες και προγράμματα περιβαλλοντικής από τους επισκέπτες μαθητές. Αυτό συνδυάζεται με το θεσμό των προγραμμάτων σχολικών δραστηριοτήτων, που είναι πολύμηνα πρότζεκτ εκτός ωρολογίου προγράμματος. Αυτήν την εποχή ασκείται από το Υπουργείο μία πολιτική πρασινίσματος, μέσα από ένα καινούργιο θεσμό, που λέγεται εργαστήρια δεξιοτήτων, όπου και εκεί εκπαιδευτικοί και μαθητές έχουν τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν θέματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και όχι μόνο, αλλά μπορούν να προσεγγίσουν όλες τις εκφάνσεις της σύγχρονης ζωής».
Η βιωματικότητα είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι των σχολικών μονάδων, με την περιβαλλοντική εκπαίδευση να στηρίζεται σε δράσεις εξωστρέφειας και επαφής των μαθητών με τον έξω κόσμο, όπως σημείωσε η κ. Θεοδωρίδου: «Αυτό που μεταξύ άλλων εισήγαγε η περιβαλλοντική εκπαίδευση είναι ένα βιωματικό μοντέλο εκπαίδευσης, τα παιδιά λοιπόν βγαίνουν από την τάξη, μαθαίνουν να ερμηνεύουν παραμέτρους που συνηγορούν στη δημιουργία ενός προβλήματος, αλλά και παραμέτρους που μπορούν να οδηγήσουν στην επίλυσή του. Επίσης, το ζουν με όλες τις αισθήσεις, πηγαίνουν σε ωραία περιβάλλοντα και προβληματίζονται ομαδικά, παρέα. Μόνο καλό έχει να κάνει αυτή η εκπαίδευση και αξιοποιείται πλέον και από άλλα μαθήματα. Έχουμε συνεργασία με ένα διακρατικό πρόγραμμα που λέγεται «Χρυσοπράσινο φύλλο» με την Κύπρο. Σε αυτό έχουν τακτική χρηματοδότηση και ενώ το μοντέλο που ανέπτυξαν με κέντρα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης το υιοθέτησαν από την Ελλάδα, το έχουν πλέον αναπτύξει πολύ. Δεν γίνεται εμείς που δώσαμε τα φώτα να είμαστε τόσο πίσω και να υστερούμε».
«Υπάρχουν προϋποθέσεις, χρειάζεται βούληση»
Τα ζητήματα χρηματοδότησης αποτελούν το μεγαλύτερο αγκάθι για τα κέντρα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, όπως επεσήμανε στα «Ρ.Ν.», η κ. Θεοδωρίδου: «Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ παλαιότερα είχαμε μία τακτική χρηματοδότηση, τώρα έχει μειωθεί το προσωπικό των κέντρων και έχουν εξαφανιστεί σχεδόν εξ ολοκλήρου τα χρηματοδοτικά εργαλεία. Δυστυχώς, χωρίς κάποια, έστω και ελάχιστα χρήματα, τα οποία προέκυπταν από ευρωπαϊκά προγράμματα δεν μπορεί να γίνει κάτι. Στην Κρήτη υπάρχουν πάρα πολύ δραστήρια κέντρα περιβαλλοντολογικής εκπαίδευσης, τα οποία εξετάζουν θέματα τουρισμού, τοπικά περιβάλλοντα, στις Αρχάνες, στον Βάμο, στη Νεάπολη και την Ιεράπετρα. Αν δεν μπορούν να καλύψουν βασικά έξοδα των παιδιών και δεν δημιουργήσουν εκπαιδευτικό υλικό για να στηρίξουν το έργο τους, είναι αδύνατον να γίνει περιβαλλοντική εκπαίδευση. Υπάρχει μία συγκεκριμένη διαδικασία για να αντλήσει το υπουργείο χρηματοδοτήσεις για να τρέξει προγράμματα, έχει μοναδιαίο τελικό δικαιούχο, ο οποίος είναι το ΙΝΕΔΙΒΙΜ, ενώ υπάρχει και ένα ευέλικτο διαχειριστικό σύστημα ως ιδιωτικό πρόσωπο νομικού δικαίου. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν, η βούληση χρειάζεται και πλέον όσο γίνονται πιο επίκαιρα τα περιβαντολογικό πρόβλημα, με αιχμή του δόρατος την κλιματική αλλαγή, θα πρέπει να ενεργοποιηθεί το υπουργείο».
«Η εκπαίδευση δημιουργεί πολίτες με περιβαντολογική υπευθυνότητα»
Ο Γιώργος Μαμάκης, διευθυντής Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Λασίθι και συνεργαζόμενος φορέας του υπουργείου Παιδείας μιλώντας στα «Ρ.Ν.», αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στα συμπεράσματα της διάσκεψης των παγκόσμιων ηγετικών δυνάμεων για το κλίμα στο Μπακού, που διεξήχθη νωρίτερα μέσα στο μήνα και τόνισε την αξία της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης τώρα περισσότερο από ποτέ: «Η αυλαία της τελευταίας διάσκεψης για το κλίμα που έγινε στο Μπακού δείχνει την ανεπάρκεια των ηγετών σε πλανητική κλίμακα, να διαχειριστούν με τρόπο βιώσιμο περιβαλλοντολογικά θέματα. Η τυπική περιβαλλοντική εκπαίδευση έχει αποτύχει στο να διαμορφώσει πολίτες και ηγέτες, οι οποίοι είναι σε θέση να παίρνουν σωστές αποφάσεις, όσον αφορά τη διαχείριση των κρίσιμων περιβαλλοντολογικών προβλημάτων. Αυτό αναδεικνύει τη μεγάλη σημασία της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στην παραγωγή πολιτών όχι απλά με περιβαντολογική ευαισθησία, αλλά και με περιβαντολογική υπευθυνότητα. Συνεπώς, η εκπαίδευση αναδεικνύεται ως το πιο σημαντικό εργαλείο που μπορεί να μας οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε μία βιώσιμη ανάπτυξη του πλανήτη».
Ο κ. Μαμάκης κατά τη διάρκεια της χθεσινής παρουσίας του στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, όπου διεξάγεται το διεθνές συνέδριο Open Earth 2024 πραγματοποίησε ομιλία με τίτλο: «Ο ρόλος της εκπαίδευσης για τη βιωσιμότητα στα ελληνικά σχολεία», διατυπώνοντας τις επισημάνσεις και τα συμπεράσματά του για το ρόλο του περιβάλλοντος στα σχολικά ιδρύματα της χώρας: «Στο συνέδριο εξετάσαμε το βαθμό ενσωμάτωσης της εκπαίδευσης για την αειφορία στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ουσιαστικά μία επισκόπηση της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στη χώρα μας, από την οποία διαπιστώσαμε ότι τα τελευταία χρόνια η εκπαίδευση για την αειφορία έχει ενταχθεί στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας, με τρόπο ικανοποιητικό. Το βάρος δεν δίνεται μονοδιάστατα πλέον μόνο στο περιβάλλον, αλλά οι προβληματισμοί αναφέρονται και σε ζητήματα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά, που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του πλανήτη».
«Όλο σχολείο»: Ένα μοντέλο πράσινης, εναλλακτικής, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης
Τέλος, ο κ. Μαμάκης υπογράμμισε την πρόταση που έχει καταθέσει σχετικά με τη δημιουργία ενός εντελώς διαφορετικού και αποστασιοποιημένου από τις παραδοσιακές διδακτικές μεθόδους, μοντέλου προώθησης της αειφορίας και της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, με τίτλο «Όλο σχολείο». Ο κ. Μαμάκης σημείωσε: «Η στοχοθεσία των περιβαντολλογικών προγραμμάτων που υλοποιούνται στις σχολικές μονάδες έχει υιοθετήσει πολλά επιμέρους ζητήματα που τίθενται από την εκπαίδευση για τη βιωσιμότητα. Οι πρακτικές έχουν εκσυγχρονιστεί, το σχολείο βγαίνει πια έξω από τα όριά του, συναντά την κοινωνία και τους πολίτες, όμως παρόλα αυτά διαπιστώνουμε ότι η περιβαλλοντική εκπαίδευση για την αειφορία παραμένει ακόμα σε σημαντικό βαθμό στο περιθώριο των προγραμμάτων σπουδών. Γι’ αυτό πρότεινα το πρότυπο του «όλου σχολείου», όπου το σχολείο συνολικά σαν σύστημα, με τη συνδρομή όλης της επιστημονικής κοινότητας αλλάζει τις εκπαιδευτικές πρακτικές, ενσωματώνει τον κοινωνικό και οικονομικό περίγυρο, αλλάζει τη διδακτική του μεθοδολογία και συνολικά υιοθετεί βιώσιμες λύσεις και πρακτικές σε όλες τις επιμέρους του δραστηριότητες. Δεν μιλάμε μόνο για αποσπώδεις αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά για συστημικές αλλαγές που θα καταστήσουν την κάθε εκπαιδευτική μονάδα βιώσιμη διδακτικά, παιδαγωγικά και περιβαντολογικά. Πρέπει να αλλάξει η διδακτική μεθοδολογία και οι διδακτικές προσεγγίσεις, μέσα από βιωματικές δράσεις των παιδιών, που θα γίνονται και έξω από το σχολείο και μέσα στο σχολείο».