Και βέβαια δεν θα μπορούσε έναν εγκρατή κλασικό φιλόλογο και συγγραφέα και δόκιμο λειτουργό τής τοπικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που πέρασε επιτυχώς απ’ όλες τις βαθμίδες της και την υπηρέτησε αφοσιωμένα για σειρά ετών και από τη θέση του Προϊσταμένου, να τον άφηνε αδιάφορο το θέμα της Παιδείας του τόπου και των πρώτων αυτής διδαξάντων. Ο λόγος για το βιβλίο του καλού φίλου και συνεργάτη κ. Θεοδώρου Πελαντάκη «Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και διδάξαντες στα σχολεία του Νομού Ρεθύμνης από το 1800 μέχρι το 1913».
Πρόκειται για μιαν εργασία που ακολουθεί μια λογική συνέχεια ανάμεσα στις παλαιότερες και στις νεότερες ερευνητικές προσπάθειες του είδους και εμπλουτίζει γενναία τόσο την Ιστορία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης όσο και τον κατάλογο των διδαξάντων στα σχολεία του νομού κατά την παραπάνω χρονική περίοδο.
Ειδικότερα στην εν λόγω εργασία γίνεται λεπτομερής αναφορά στα πρώτα σχολεία, τα κοινά όπως ονομάζονταν, που τα δημιούργησε η βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία (1760), που απλώθηκε, στη συνέχεια, σε όλα τα κράτη της Ευρώπης, φτάνοντας, τελικά, και στα τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια. Η νέα κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα χρειαζόταν ανθρώπους με περισσότερη παιδεία, που επιδιώχθηκε να δοθεί μέσω των σχολείων αυτών. Επινόημα της Αγγλίας είναι και τα αλληλοδιδακτικά σχολεία που ακολούθησαν τα κοινά. Εδώ τη διδασκαλία την έκαναν οι άριστοι μαθητές κατευθυνόμενοι σε τούτο από τον δάσκαλο.
Στην μελέτη του κ. Πελαντάκη παρακολουθούνται, επίσης, και τα σχολεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με τα οποία η Εκκλησία επεδίωκε να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες της σε αναγνώστες, ψάλτες, διακόνους, ιερείς και επιτρόπους. Εδώ, το εκπαιδευτικό σύστημα ονομαζόταν «Σταυρέ, βοήθει μοι» και τα εκκλησιαστικά βιβλία Ψαλτήριον, Οκτωήχι και Απόστολος χρησιμοποιούνταν ως διδακτικά εγχειρίδια για τους μαθητές. Αυτά ήταν τα- και άλλως- λεγόμενα ιερά γράμματα ή κολλυβογράμματα, με κύριο χαρακτηριστικό τους την διά της αναγνώσεως αποστήθιση και μάθηση.
Ειδικής βαρύτητας η παρατήρηση του συγγραφέα ότι αυτό το σύστημα εκπαίδευσης, που επί αιώνες ακολουθήθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι που διεφύλαξε και καλλιέργησε την ελληνική γλώσσα και την πολιτιστική κληρονομιά που αυτή κρύβει, ως ελληνική συνείδηση, που συνετέλεσε στην εύκολη διάδοση του Διαφωτισμού και του επαναστατικού πνεύματος όταν ήλθε η ευλογημένη ώρα.
Επόμενη βαθμίδα σχολείου ήταν το ονομαζόμενο Ελληνικό Σχολείο, το Σχολαρχείο, όπως αλλιώς ακουγόταν, τριετούς φοίτησης, με προσανατολισμό στα Αρχαία, κυρίως, Ελληνικά Γράμματα (Γραμματική, Συντακτικό, θεματογραφία). Τα σχολεία αυτά, τα σχολαρχεία, επί Κρητικής Πολιτείας (1899) καταργήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν πολύ μακριά από τις οικονομικές ανάγκες της κοινωνίας και, μετά από πολλούς σχεδιασμούς, ξαναϊδρύθηκαν το 1901 ως Ημιγυμνάσια, με προσθήκη μαθημάτων (όπως γεωπονικά, γαλλικά και τεχνικά). Αργότερα, τα σχολεία αυτά μετεξελίχθηκαν σε πλήρη εξατάξια γυμνάσια, που αποτελούσαν πια δεύτερη βαθμίδα μετά από το εξαετές δημοτικό σχολείο. Στο Ρέθυμνο, να σημειωθεί, μόλις το 1909 κατέστη πλήρες το Γυμνάσιο.
Ακολουθεί η καταγραφή των σχολείων του νομού, με έμφαση στο «λαβυρινθώδες συγκρότημα», όπου στεγάζονταν (όπως και γύρω από τον ναό της αγίας Βαρβάρας) όλα τα σχολεία της πόλης: Ελληνικό Σχολείο, Γυμνάσιο, Ανώτερο Παρθεναγωγείο, και Δημοτικά Αρρένων και Θηλέων.
Στην επαρχία Αγίου Βασιλείου ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ιστορία της περίφημης Μονής και Σχολής του Αγίου Πνεύματος Κισσού, ενώ ιδιαίτερα σημαντικός κρίνεται και ο Πίνακας με τα Ελληνικά Σχολεία του Ν. Ρεθύμνου, που ήταν: Ρεθύμνου Αρρένων και Παρθεναγωγείου, Αγίου Πνεύματος Κισσού, Σπηλίου, Μοναστηρακίου, Μυλοποτάμου, Ιερατική Σχολή Αγίας Ειρήνης, Αγίου Κωνσταντίνου, Ανωγείων, Αρχοντικής, Ατσιπόπουλου, Κοξαρές, Μελάμπων, Μέρωνα, Μύρθιου, Ρουστίκων, Σελλιών, Ζουριδίου και Αμνάτου.
Ξένες και αδιανόητες για την εποχή μας φαίνονται οι πληροφορίες που αφορούν στην επίπλωση των πρώτων αλληλοδιδακτικών σχολείων, με τους περίφημους πίνακες αναγνώσεως και αριθμήσεως, τη δασκαλοκαθέδρα (με τη φυλακή από κάτω για τους ατακτούντες μαθητές), τον πίνακα της ατιμώσεως (μομφής), τα πρωτόγονα θρανία κ.λπ., καθώς, επίσης, και οι σε άθλια κατάσταση τελούσες αίθουσες διδασκαλίας, αλλά και η από τους διδασκάλους επιδεικνυόμενη αυστηρότητα, που ακολουθούσε τις παιδαγωγικές μεθόδους της εποχής με τον άφθονο ξυλοδαρμό. «το κρέας δικό σου και τα κόκκαλα δικά μου», έλεγε ο γονιός παραδίνοντας τον γιο του στον δάσκαλο. Βρισκόμαστε στην εποχή που θεωρούνταν ότι το ξύλο διαπαιδαγωγούσε τους μαθητές και τους έκανε σωστούς ανθρώπους και αυτό, μάλιστα, με τη σύμφωνη γνώμη και των γονέων.
Αναφέρονται, τέλος, και τα εφόδια με τα οποία, επί πολλές δεκαετίες, γινόταν κάποιος δάσκαλος στα σχολεία των Κοινών Γραμμάτων (κοινά), διδασκόμενος με τη σειρά: τα πινακίδια, τη φυλλάδα, την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι και τον Απόστολο.
Σημαντική η πληροφορία ότι για τη συντήρηση και λειτουργία των σχολείων του Νομού Ρεθύμνου συνεισέφεραν οι μονές Αρκαδίου, Αρσανίου, Χαλέπας, Βωσάκου, Αγίας Ειρήνης, Χαλεβή, Ρουστίκων και Πρέβελη, οι συντεχνίες (συνάφια) των επαγγελματιών του νομού και ομογενείς του εξωτερικού. Τα σχολεία, τότε, μαζί με τους ναούς, τα νοσοκομεία, τους πτωχούς και τα ορφανά, αποτελούσαν τα λεγόμενα «κοινά της πόλεως καταστήματα», που όλα έχρηζαν των συνεισφορών του κοινού.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με παράθεση, κατά χρονολογική σειρά, πίνακα των 147 διδαξάντων, κατά την εν λόγω χρονική περίοδο, στα σχολεία του νομού Ρεθύμνης, μεταξύ των οποίων σπουδαίες μορφές, όπως ο Σχολάρχης και αγωνιστής του 1821 Πρακτικίδης Ζαχαρίας (1774- 1845), ο διαπρεπής φιλόλογος και Γυμνασιάρχης Νικόλαος Παλιεράκης (1855- 1925), ο σπουδαίος Κρητολόγος και Γενικός Επιθεωρητής Κρήτης Εμμανουήλ Γενεράλις (1860- 1943), ο γενναίος Μακεδονομάχος και πανεπιστημιακός Χρίστος Μακρής (1880- 1912), ο σοφός Αρδακτιανός φιλόλογος και Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκης (1886- 1953), ο Μελαμπιανός φιλόλογος και πολιτισμικός του τόπου παράγων Μιχαήλ Τρουλλινός (1852- 1940), και ο σοφότερος των επισκόπων και κατόπιν Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος Ξηρουδάκης (1850- 1920).
Συμπερασματικά- απ’ ό,τι αφήσαμε με τα παραπάνω να διαφανεί- η μελέτη του κ. Πελαντάκη αποτελεί ένα κείμενο καταλυτικής σημασίας στη διάσωση πληροφοριών και στην ενημέρωση των σχετικών με την Ιστορία της Εκπαίδευσης στην Κρήτη, των σχολείων και των διδαξάντων σε αυτά κατά τους 18ο και 19ο αιώνες. Ένα κείμενο γνήσιο, καθαρό, δόκιμου και τορνευμένου ελληνικού λόγου, στο οποίο ο συγγραφέας φαίνεται να έχει βαθιά ενσυναίσθηση των σπουδαίων ικανοτήτων του στον χώρο τής Παιδείας και του Πολιτισμού των σχολείων, όπου υπηρέτησε ευσυνείδητα και για πολλές δεκαετίες. Είναι, όθεν, άξιος του «δικαίου επαίνου» και γι’ αυτό το νέο πόνημά του, που αποτελεί, τωόντι, περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας μελέτη για τον τόπο αλλά και για τη εκπαιδευτική, γενικότερα, ιστορία του και τον πολιτισμό του.