Χρονιά ρεκόρ φέτος για τον ελληνικό τουρισμό, αφού οι προβλέψεις «σπάνε» από νέα ρεκόρ, και εκτός από τους πανηγυρισμούς άρχισε να μπαίνει για μια ακόμη φορά στο τραπέζι η βιωσιμότητα του υπάρχοντος μοντέλου. Μάλιστα, η έγκριτη εφημερίδα Η Καθημερινή εγκαινίασε πριν από δέκα περίπου ημέρες έναν διάλογο με το αφιέρωμά της «Φάκελος Τουρισμός – Τα ρεκόρ και οι φόβοι της επόμενης ημέρας», όπου μέσα από αναλύσεις, προτάσεις αλλά και απαντήσεις, εκτέθηκαν οι φόβοι και οι ανησυχίες για την επόμενη μέρα. Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί γιατί το αφιέρωμα γίνεται λίγο πριν από το ταμείο της φετινής χρονιάς, που απ’ ότι φαίνεται θα είναι υπεργεμάτο, ωστόσο, καλό είναι τα κεφαλαιώδη ζητήματα να τίθενται τη στιγμή που τα πράγματα πηγαίνουν καλά και όχι όταν έχουν επέλθει οι δυσκολίες.
Σε αυτό το πλαίσιο και χωρίς να περάσουμε σε επιμέρους σχολιασμό όσων γράφτηκαν, θεωρούμε ότι από τη μια πλευρά δεν χρειάζονται αρνητικοί συμψηφισμοί και αφορισμοί για τον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό τουριστικό υπόδειγμα, αλλά από την άλλη δεν μπορούμε να κρύβουμε κάτω από το χαλί διαχρονικές παθογένειες ή καινοφανή προβλήματα που εμφανίζονται με τάσεις μονιμοποίησης. Αφού παραδεχθούμε ότι ο Τουρισμός βοήθησε τη χώρα στις δύσκολες χρονιές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν λόγω της κρίσης «όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», δίνοντας δουλειές σε νέους ανθρώπους και οικογενειάρχες, ενώ ταυτόχρονα διέσωζε την ελληνική οικονομία, ώστε να ανταπεξέλθουμε στις διεθνείς μας οικονομικές υποχρεώσεις και στον ανταγωνισμό, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι για το μέλλον, άμεσο και μεσοπρόθεσμο, χρειάζεται στρατηγική και σχεδιασμός.
Βασικές παράμετροι αυτής της συζήτησης που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι κατά τη γνώμη μας ο πολυσχιδής χαρακτήρας του πολιτισμού παγκοσμίως, οι δυνατότητες των νυν υποδομών σε συνδυασμό με το χωροταξικό ζήτημα, ούτως ώστε ο λεγόμενος «υπερτουρισμός» να μην δίνει την εικόνα ενός «τουριστικού πλήθους» που συμπιέζεται σε λίγα τετραγωνικά μέτρα, το εργασιακό καθεστώς που θα καταστήσει εκ νέου ελκυστική τη δουλειά στον τουρισμό, η κοινή προσπάθεια στην κατεύθυνση του «τουρισμός όλο τον χρόνο». Και όλα αυτά σε συνδυασμό με την εμπέδωση της αντίληψης ότι ο τουρισμός δεν είναι ο βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ευκαιριακά, κάτι που έχουν καταλάβει οι σοβαροί επαγγελματίες και εργαζόμενοι του κλάδου.
Όσον αφορά στην Κρήτη και το νόμο Ρεθύμνου, είναι επιβεβλημένη στη συζήτηση που έχει ήδη ξεκινήσει, η συνειδητοποίηση ότι σε τόσο σε επίπεδο νησιού όσο και πανελλαδικά έχει αναπτυχθεί ένα know-how και έχει αποκτηθεί πολύτιμη εμπειρία, που εκτός του γεγονότος ότι έχει αναδείξει την περιοχή σε πρωτοπόρο της τουριστικής ανάπτυξης, πρέπει να καλλιεργηθεί περαιτέρω πάνω στα συνεχώς εξελισσόμενα δεδομένα. Ταυτόχρονα, όπως έχουμε ξαναγράψει είναι αδήριτη η ανάγκη της διάκρισης μεταξύ βορρά και νότου του νομού Ρεθύμνου και της Κρήτης γενικότερα, αφού θα είναι καταστροφικό να υιοθετηθεί το μοντέλο του βορρά για τον νότο. Η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει την ανατροφοδότηση. H luxury τουριστική πρόταση του βορρά μπορεί να αποκτήσει ένα υγιές δίδυμο αδελφάκι, πιο εναλλακτικής μορφής στον νότο. Αν δε, εκπονηθεί και ένα βιώσιμο σχέδιο για τουρισμό τον χειμώνα, τότε η πόλη του Ρεθύμνου και ο νομός θα ατενίζουν με ακόμη μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον.
ΥΓ. Στην τελευταία παράγραφο θα προσθέταμε και την αλλαγή νοοτροπίας για μια ελάχιστη μειοψηφία που δυσφημίζει τον τόπο.
*Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος – ιστορικός