Εκτεταμένες επιπτώσεις στη γεωργική, φυτική και ζωική παραγωγή, με ποικίλες προεκτάσεις σαφέστατα δυσμενέστερες σε σχέση με σήμερα, αναμένεται να επιφέρει σε βάθος χρόνου η κλιματική αλλαγή, ως απότοκα κι επίχειρα του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Η ισορροπία του πλανήτη έχει εγκλωβιστεί και κλονιστεί μέσα στον φαύλο κύκλο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων – επιλογών, συμπέρασμα το οποίο εξήγαγαν τόσο η Δρ. Ελένη Γουμενάκη, καθηγήτρια Γεωπονίας του ΕΛΜΕΠΑ όσο και ο Δρ. Αλέξανδρος Στεφανάκης, κτηνίατρος και πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ – Παρ. Κρήτης, οι οποίοι προσφάτως ανέπτυξαν τις θέσεις τους στη διαδικτυακή ημερίδα «Προσαρμογή της Περιφέρειας Κρήτης στην κλιματική αλλαγή», που συνδιοργάνωσαν η Περιφέρεια Κρήτης, η Ένωση Περιφερειών Ελλάδας (ΕΝ.Π.Ε.), η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας (Κ.Ε.Δ.Ε.) και η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ).
«Απειλείται η οικονομική βιωσιμότητα της ελαιοκαλλιέργειας»
«Κλιματική Αλλαγή και Γεωργική Παραγωγή. Προτάσεις για προσαρμογή» ήταν ο τίτλος της ομιλίας της κ. Γουμενάκη, που παρουσίασε τα αποτελέσματα μακροχρόνιων μελετών. «Το κλίμα στον πλανήτη μας αδιαμφισβήτητα αλλάζει και η τάση αυτή των αλλαγών για τις επόμενες 2-3 δεκαετίες δεν θα οδηγηθεί από αυτά που θα αποφασίσουμε από εδώ και πέρα, αλλά οδηγείται από τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια» ήταν η αρχική παρατήρηση της ίδιας.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση, η ρύπανση του νερού και του εδάφους και η απώλεια γενετικών πόρων και βιοποικιλότητας, είναι τα άμεσα κι ορατά αποτελέσματα των κακών πρακτικών που ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα.
«Η γεωργία και η κτηνοτροφία έχει υπολογιστεί ότι συνεισφέρουν στην κλιματική αλλαγή με ένα ποσοστό της τάξεως του 12%, που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο» σχολίασε η κ. Γουμενάκη.
Τα ερωτήματα που τίθενται, κυρίως για τις καλλιέργειες της Κρήτης, είναι ποια θα είναι τα αποτελέσματα από τις καταπονήσεις εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας που επικρατεί και θα επικρατήσει σε εντονότερο βαθμό στο μέλλον, της ξηρασίας και της αυξημένης συγκέντρωσης του ατμοσφαιρικού όζοντος. «Το ατμοσφαιρικό όζον είναι ο πλέον τοξικός ρύπος της ατμόσφαιρας που προκαλεί τις τελευταίες δεκαετίες και θα συνεχίσει να προκαλεί σε εντονότερο βαθμό σοβαρές ζημιές στη γεωργική παραγωγή, εξαιτίας της ανόδου των συγκεντρώσεων που ακολουθεί ή ταυτίζονται με την κλιματική αλλαγή» σημείωσε η καθηγήτρια Γεωπονίας του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου.
Ζητήματα θα προκύψουν από τις αλλαγές στη συχνότερη δριμύτητα ακραίων καιρικών φαινομένων, που βεβαίως διαφοροποιούνται ανά περιοχή και ανά καλλιέργεια. Δεδομένο επίσης είναι ότι οι ζώνες παραγωγής στη Μεσόγειο προβλέπεται να μετατοπιστούν βορειότερα «Και με τον τρόπο αυτό να προκαλέσουν αλλαγή στην κατανομή υψηλής παραγωγικότητας των γεωργικών περιοχών» επισήμανε η κ. Γουμενάκη.
Οι έρευνές της αφορούν τις κυριότερες καλλιέργειες του νησιού: την ελιά, το αμπέλι και τα κηπευτικά. Τα παραγόμενα αποτελέσματα «μάς προβληματίζουν έντονα» επειδή «το μοντέλο προβλέπει ότι οι αυξήσεις στις θερμοκρασίες σε ορισμένες περιοχές δεν θα επιτρέψουν μελλοντικά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της ελιάς σε ψύχος για την ανθοφορία και την παραγωγή καρπών. Σαν συνέπεια αυτού απειλείται η οικονομική βιωσιμότητα της ελαιοκαλλιέργειας στις σημερινές ζώνες σε περιοχές χαμηλού και μεσαίου υψομέτρου στην Κρήτη» προειδοποίησε η καθηγήτρια του ΕΛΜΕΠΑ.
Στην αμπελουργία, εφαρμόστηκαν δύο σενάρια κλιματικών αλλαγών: Ένα μετριοπαθές κι ένα απαισιόδοξο. Όπως ανέφερε η κ. Γουμενάκη, οι «Προβολές για το εγγύς μέλλον έδωσαν πρωίμιση στο άνοιγμα των οφθαλμών και στην παραγωγή κατά περίπου μία εβδομάδα, ενώ οι προβολές στο απώτερο μέλλον, 2060-2100, προβλέπουν πρωίμιση στη βλάστηση και στην παραγωγή κατά 11-18 μέρες».
Επομένως, «Η επιμήκυνση της καλλιεργητικής περιόδου που προβλέπει το μοντέλο έχει ήδη προκαλέσει προβληματισμό για τις δυνητικά σημαντικές επιπλοκές, που μπορούν να προκληθούν στα καλλιεργητικά συστήματα και τις μεγαλύτερες εισροές με επιπτώσεις στα περιθώρια κέρδους και κατά συνέπεια στην ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων προϊόντων».
Από την άλλη μεριά, συνέχισε η κ. Γουμενάκη, «Θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι εφόσον αυτά τα σταφύλια που παράγονται είναι επιτραπέζια – το μοντέλο αναπτύχθηκε στην ποικιλία σουλτανίνα – και φτάνουν στις διεθνείς αγορές σε καλή ποιότητα, θα μπορούσε η πρωιμότητα αυτή να εξαλείψει τις ζημιές από το υψηλότερο κόστος παραγωγής».
Στα κηπευτικά, τέλος, προκαλούνται ζημιές στις καλλιέργειες από τους ρύπους, με αποτέλεσμα τη μείωση της βλάστησης και της παραγωγής.
Τα μέτρα «μετριασμού και προσαρμογής» στην κλιματική αλλαγή, που προέκρινε η κ. Γουμενάκη στηρίζονται σε:
– Εργαλεία τεχνολογίας.
– Γεωργία ακριβείας, έξυπνη γεωργία, νανοτεχνολογία και νανοαισθητήρες για ταχεία ανίχνευση παθογόνων.
– Εναλλαγή της προσέγγισης και ολιστική και πιο βιώσιμη διαχείριση των διαθέσιμων φυσικών πόρων.
«Είναι ξεκάθαρο ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωργική παραγωγή και η αβεβαιότητα που σχετίζεται με αυτές απαιτούν προσαρμοστικές λύσεις και εστίαση στην ανθεκτικότητα των καλλιεργητικών συστημάτων από το επίπεδο της χώρας συνολικά έως και το επίπεδο του αγροκτήματος. Η νέα αγροτική επανάσταση για να ανταποκριθεί η γεωργική παραγωγή σε αυτές τις προκλήσεις απαιτεί θεμελιώδη επανεξέταση του ρόλου της επιστήμης, της τεχνολογίας και της αγροδυναμικής πρακτικής. Ο κεντρικός ρόλος της γνώσης και των έγκυρων επιστημονικών δεδομένων στη σχηματοποίηση λύσεων, σε νεοφανή προβλήματα, είναι προφανής για την ανάπτυξη των κατάλληλων μεθοδολογιών και τεχνολογιών, αλλά και για τον άμεσο σχεδιασμό της ενημέρωσης των παραγωγικών δικτύων, ώστε να ενδυναμωθεί η ικανότητα προσαρμογής της γεωργίας στην ορατή απειλή της κλιματικής αλλαγής» κατέληξε η κ. Γουμενάκη.
Οι επιπτώσεις στην φυτική και τη ζωική παραγωγή
Ο Δρ. Αλέξανδρος Στεφανάκης, κτηνίατρος και πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ – Παρ. Κρήτης ασχολήθηκε με την επίδραση της κτηνοτροφίας στην κλιματική αλλαγή και τούμπαλιν.
«Αναμφίβολα η κτηνοτροφία συμμετέχει στην αλλαγή του κλίματος, συμβάλλει στην παραγωγή των αερίων του θερμοκηπίου, στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη» ήταν η εισαγωγή του κ. Στεφανάκη.
Ειδικότερα, όπως είπε, η κτηνοτροφία:
– Ευθύνεται για το 15% των αερίων του θερμοκηπίου και χρεώνεται το 11% του διοξειδίου του άνθρακα.
«Για κάθε κιλό κρέατος παράγονται 35 κιλά διοξειδίου του άνθρακα» ανέφερε και πρόσθεσε ότι για «Την παραγωγή ζωικών προϊόντων απαιτούνται μεγάλες ποσότητες νερού, που σημαίνει και ενεργειακό αποτύπωμα παράλληλα. Δηλαδή θέλουμε 15 κυβικά για ένα κιλό κρέατος βοδινού και θέλουμε περίπου 300- 400 λίτρα, ήτοι από μισό μέχρι τρία κυβικά, για το καλαμπόκι ανάλογα με την περιοχή».
Ο πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ – Παρ. Κρήτης τόνισε ότι «Η επίδραση της κτηνοτροφίας στην κλιματική αλλαγή εξαρτάται από τον τρόπο που ασκούμε τη ζωική παραγωγή, από το σύστημα εκτροφής και διαχείρισης των ζώων, από τη μέθοδο και τις πρακτικές διατροφής που εφαρμόζονται, από τα εκτρεφόμενα είδη και τις φυλές και ασφαλώς από τη διαχείριση των αποβλήτων. Η επίδραση έχει άμεση σχέση με τη διαχείριση των ζώων και της κτηνοτροφίας».
Το ανάποδο αυτού «του φαύλου κύκλου» τον οποίο ανέλυσε ο κ. Στεφανάκης είναι η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στη ζωική παραγωγή.
«Ό,τι πάθουμε εμείς, πρώτα θα το πάθουν τα ζώα. Άρα θα (κινδυνεύσουμε να) μείνουμε από τρόφιμα» προειδοποίησε.
Οι άμεσες και σημαντικές επιδράσεις στη ζωική παραγωγή είναι οι ακόλουθες: Καταπόνηση ζώων, στρες, νοσήματα, κακής ποιότητας τρόφιμα, χαμηλή παραγωγικότητα. «Χάνουμε την παραγωγικότητα, χάνουμε τις πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας, όπως ορίζονται από τη βιοχημεία και τη φυσιολογία μας» εξήγησε ο πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ – Παρ. Κρήτης.
Παράλληλα, ανακύπτει μείωση και «ταλαιπωρία» της φυτικής παραγωγής απ’ την οποία προέρχονται οι ζωοτροφές. «Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την απόδοση των βοσκοτόπων» υπογράμμισε ο κ. Στεφανάκης, κάνοντας ειδική μνεία στην εισβολή «Ξένων ειδών και μετακίνηση παθογόνων μικροοργανισμών και παρασίτων που ήδη είναι γεγονός στην Κρήτη, όπως τσιμπούρια από την Αφρική».
Η «ισορροπία» ή η καταστροφή του περιβάλλοντος εξαρτάται εν πολλοίς από την κτηνοτροφία, καθότι «Παράγει το ανελαστικό αγαθό του ανθρώπου που λέγεται τρόφιμο υψηλής βιολογικής αξίας» υπενθύμισε ο κ. Στεφανάκης παραθέτοντας ένα τρομακτικά κι υπαρκτά παραδείγματα:
– Κότες σταματούν να μεγαλώνουν και να κάνουν αβγά
– Χοίροι καταλήγουν από το θερμικό στρες, ενώ αναστέλλεται η παραγωγή τους
– Αιγοπρόβατα κι αγελάδες παρουσιάζουν διαταραχή στην αναπαραγωγή και την παραγωγή γάλακτος.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ζωική παραγωγή είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της γεωργίας με αναμφισβήτητο κοινωνικό, οικονομικό και αναπτυξιακό ρόλο.
«Αν δεν συμβεί η βόσκηση σε ξηροθερμικές περιοχές όπως η Ελλάδα, απλά θα έρθει η φωτιά» ήταν η κυνική δήλωση του κ. Στεφανάκη. «Τα ζώα που τους χρεώνουμε την κλιματική αλλαγή πρέπει να δούμε πόσο κρατούν την ισορροπία στο περιβάλλον».
Ο σύγχρονος τρόπος παραγωγής και διατροφής επιβαρύνουν τον πλανήτη. «Είτε θα φάμε 1 κιλό κρέας, είτε έξι κιλά καλαμπόκι το ενεργειακό αποτύπωμα είναι ίδιο» υποστήριξε ο κ. Στεφανάκης.
Ποιες λύσεις απαιτούνται σύμφωνα με τον ίδιο:
– Διατήρηση βιοποικιλότητας και προστασίας από τις πυρκαγιές.
– Αξιοποίηση χλωρίδας του τόπου.
– Παραγωγή προϊόντων ζωικής προέλευσης για την ορθολογική διατροφή του πληθυσμού με δημιουργία ελάχιστων προβλημάτων στο περιβάλλον.
– Κατανάλωση φυτικών τροφίμων άμεσα, με τη βοήθεια της χημείας.
– Να αλλάξουμε τον τρόπο που παράγουμε και καταναλώνουμε και ζούμε. «Δεν είναι το ποιοτικό, αλλά το ποσοτικό που πρέπει να αλλάξουμε» ήταν η κατακλείδα του.