Σίγησε μια από τις τελευταίες φωνές της ξεριζωμένης γενιάς
Η κ. Ανδρονίκη ήταν η χαρά κάθε ιστορικού ερευνητή της πορείας των ξεριζωμένων της Ιωνίας, που είχαν κάνει δεύτερη πατρίδα τους το Ρέθυμνο.
Είχε το ύφος, την αρχοντιά, τη φιλαρέσκεια των γυναικών, που αντιπροσώπευαν μια μαρτυρική γενιά ανθρώπων, αλλά πάντα στις επάλξεις του αγώνα κόντρα στην άδικη μοίρα τους.
Πάντα περιποιημένη, γεμάτη ενέργεια, πάντα φιλόξενη και γλαφυρή στις αφηγήσεις της. Μια πραγματική αρχοντογυναίκα που τιμούσε τις Μικρασιάτικες ρίζες της. Η καταγωγή της ήταν και η αφορμή να βρεθώ κοντά της πολλές φορές και να την προκαλέσω να μιλήσει για το παρελθόν της. Έτσι για να θυμόμαστε.
Η πρώτη της δουλειά μόλις βρισκόμασταν στο σπίτι της ήταν να με φιλέψει από τις δημιουργίες των χεριών της. Κι εγώ απολαμβάνοντας γεύση μαγική αφηνόμουν στη συναρπαστική της αφήγηση που πρόσθετε όμως και ένα κομμάτι στο παζλ της σύγχρονης ιστορίας. Μου είχε πει μεταξύ άλλων η αξέχαστη φίλη: – «Γεννήθηκα στο Ρέθυμνο το 1930 και οι γονείς μου ήταν από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Ήρθαν εδώ το ’22, ο μπαμπάς μου διώχτηκε το ’13 και ήρθε εδώ φαντάρος κληρωτός 20 χρονών και ξαναγύρισε πίσω στην Μικρά Ασία και ξαναδιώχτηκε το ’22. Η οικογένεια ήταν πάντα στα Βουρλά, ο παππούς μου παντρεύτηκε δύο φορές, πήρε μια γυναίκα με παιδιά και έκανε και δικά του. Βρήκε πέντε ορφανά, τα μεγάλωσε και τη γιαγιά μου την λέγανε Ειρήνη, αλλά επειδή ήταν καλή μητριά τη λέγανε Kαλομάνα. Είχε το όνομα Καλομάνα και όχι Ειρήνη. Αγαπούσε πολύ τον Γρηγόρη Βοργιαδάκη τον παπά, που ήταν και αυτός από τα Βουρλά. Ήταν ακροσυγγενείς και καθημερινά πήγαινε εκεί η γιαγιά. Η γιαγιά είχε δεκάξι παιδιά μετά τα πέντε που βρήκε. Έχουμε συγγενείς στην Αμερική, στην Αθήνα, στη Σύρο, στο Ηράκλειο, στις Γούβες, στα Χανιά. Αδέρφια του πατέρα μου. Ο παππούς μου είχε ρίζες από τη Χίο, όπως αναφέρει το βιβλίο του π. Μαμαγκάκη, που μου έστειλε. Αναφέρει επίσης ότι έκανε ταξίδια με καράβι κάρβουνο στη Μικρά Ασία και εκεί παρέμεινε στα Βουρλά. Έκανε οικογένεια και είχε δική του αποικία που έκανε πολλά παιδιά. Ο παππούς μου δε, ήταν στο όνομα Αποστόλης και έψελνε στα Βουρλά στον Άι Γιώργη.
Στον πρώτο διωγμό κατεβήκαν όλοι, τρέχανε και κατεβήκανε στην Σκάλα στα Βουρλά. Εκεί μπαίνανε στα καράβια και φεύγανε. Άλλους αφήνανε στη Χίο, άλλους στην Σύρο, άλλους αφήναν στην Μυτιλήνη, εκεί έχει πάρα πολλούς πρόσφυγες. Όλα τα νησιά είναι γεμάτα πρόσφυγες. Όλα τα νησιά μας έχουνε πρόσφυγες. Να σας πω μια ιστορία, εγώ είχα μια θεία και είχε εννιά παιδιά, ο άντρας της φαντάρος, τι να τα κάνει τα εννιά παιδιά; Το ένα την τράβαγε από τη φούστα, το άλλο από το χέρι, ξεκίνησε από τα Βουρλά να κατεβαίνει στη Σκάλα να έρθει και αυτή όπου πάει ο κόσμος. Ένα κοριτσάκι που είχε δύο χρονών δεν μπορούσε να το τραβάει, βρήκε μια αμυγδαλιά, Αύγουστος μήνας, του έβαλε καμπόσα αμύγδαλα στην ποδιά του, το άφησε κάτω από την αμυγδαλιά και έφυγε. Το παιδί έπαιζε με τα αμύγδαλα, αυτή πήρε τα οκτώ παιδιά και έφυγε και μπήκε στο καράβι κάτω στα Βούρλα, στη Σκάλα. Περνώντας ένα γέρος με τη γυναίκα του που δεν είχανε παιδιά, της λέει της γυναίκας του «να το πάρουμε το παιδάκι Ειρήνη, αφού δεν έχουμε παιδιά;», λέει «πάρ’ το». Όταν ο γέρος ή ο άντρας κρατούσε ένα παιδί, δεν τον πειράζανε οι Τούρκοι και αυτός πήρε το κοριτσάκι και μπήκε στο ίδιο καράβι που ήτανε η μάνα του παιδιού. Η μάνα του παιδιού με τα οκτώ παιδιά ήταν στο αμπάρι, κάτω. Τη θεία μου την έπιασε πόνος και λέει του γιου της, 12 χρονών τότε, «Γιώργο πήγαινε πάνω να μου φέρεις ένα τσάι». Ο Γιώργος ανέβηκε πάνω να πάρει ένα τσάι και βλέπει τον γέρο και κράταγε την αδερφούλα του και του λέει «θείε, αυτό είναι δικό μας» λέει «ποιανού είσαι;» λέει «της Ειρηνάκης». Ήταν συγγενείς ο γέρος με τη θεία μου και το δίνει το παιδί πάλι στη μάνα και αυτή ελευθερώθηκε, το πήρε. Φύγανε τα καράβια. Όταν φτάσανε στη Χίο έβγαινε κόσμος για να αδειάσει το καράβι και της φεύγουνε δύο κορίτσια και μένουν στην Χίο, το καράβι φεύγει. Έρχεται αυτή στην Κρήτη και τότε ο Ερυθρός Σταυρός μίλαγε μέσω Ερυθρού Σταυρού και τα βρήκε τα κοριτσάκια και τα ξαναφέρανε εδώ».

«Δεν μας έλειπε τίποτα»
«Όταν ήμουν μικρό παιδί, ο μπαμπάς μου αναλάμβανε τα αμπέλια και έσκαβε, τότε δεν είχανε μηχανήματα. Ο μπαμπάς μου ήταν στα αμπέλια αμπελουργός. Η μαμά οικιακά ήμασταν τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια, περνούσαμε πολύ ωραία, όχι φτωχικά. Δεν μας έλειπε τίποτα, τα πιο καλοντυμένα παιδιά ήμασταν, τα πιο στολισμένα, αλλά εξαιτίας της μάνας μου. Η μάνα μου μας έδωσε αυτήν την ανατροφή που έχουμε».
• Θυμάστε να κρατήσατε τις συνήθειες από την πατρίδα;
«Φυσικά. Τα Χριστούγεννα, ήταν 12 η ώρα τότε, μας ξυπνάγανε να κοινωνήσομε και να γυρίσομε μετά να φάμε τη σούπα. Άκουγα σε όλα τα σπίτια το γουδί να χτυπάνε το πιπέρι, δεν είχε τότε έτοιμα φακελάκια. Εμείς καθόμασταν στον συνοικισμό, εδώ στα 12 σπίτια τα προσφυγικά και από δίπλα είχαμε ένα δωμάτιο την γιαγιά μου την Καλομάνα. Την παίρναμε το βράδυ να φάμε μαζί την σούπα και μετά να μας καληνυχτίσει να πάει να κοιμηθεί. Περνούσαμε πολύ ωραία. Την Πρωτοχρονιά, ήμουν η πρώτη εγώ και ο πατέρας μου, μου έλεγε «Πάρε ένα ποτήρι να πας να πάρεις νερό από τη βρύση αμίλητο, όποιος να σε δει δεν θα του μιλήσεις και να πάρεις και μια πέτρα και να λες όσο βαραίνει η πέτρα, να βαραίνει και η τσέπη του μπαμπά μου». Γύριζα και έβαζα την πέτρα πίσω από την πόρτα και το νερό από την βρύση».
• Οι γονείς σας νοσταλγούσαν την πατρίδα;
«Ο πατέρας μου πάντα αναστέναζε και έλεγε να γύριζε στην πατρίδα. Τους τάζανε ότι θα γυρίσουν, η γιαγιά μου ειδικά. Έλεγε θα γυρίσομε, θα πάμε πίσω. Όταν η γιαγιά μου, της μάνας μου η μάνα, της δώσανε την περιουσία, σε άλλους περιουσία, σε άλλους λεφτά, της γιαγιάς μου της είπανε «κυρία Αγάπη εσύ τι θέλεις;», «Εγώ θέλω στην πόλη σπίτι, να πηγαίνουν τα παιδιά μου στο σχολείο και στην εκκλησία» και πήρε σπίτι στον Μασταμπά».
• Πως ήταν οι κοινωνικές συνθήκες τότε στο Ρέθυμνο;
«Με τους Μικρασιάτες πάντα σμίγαμε. Απόκριες κάναμε όλοι μαζί, έβαζε ο καθένας ό,τι είχε, μαζευόμασταν όλοι οι συγγενείς σε ένα σπίτι, σε μια ξαδέρφη μου που δεν ήταν παντρεμένη και ζούσε με τη μάνα της, μεγαλοκοπέλα. Εκεί μαζευόμασταν όλη η οικογένεια, ο καθένας πήγαινε κάτι. Στην κατοχή, που δεν υπήρχε τίποτα, λίγο ο καθένας, μια μου ξαδέρφη έφερε ένα κουτί μπάμιες και ανοίγει τις μπάμιες, τις ψήνουνε και άρχισε να βάζει του καθένα μια μπάμια και να λέει Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Να μοιράζει τις μπάμιες στα πιάτα. Να γλεντάμε, να χορεύομε, να ντυνόμαστε μασκαράδες, ωραία περνάγαμε, έσμιγε ο κόσμος, η γειτονιά, η βεγγέρα, το κάψιμο του Μάι, πηδήματα στις φωτιές, όλα αυτά. Να βάζουμε από τον κλήδονα νερό στο στόμα μας και να γυρίζομε στη γειτονιά να ακούσομε ένα όνομα. Λέγανε όταν ακούσεις αυτό το όνομα, έτσι θα λένε τον άντρα που θα πάρεις. Πηγαίναμε σε πηγάδια και κοιτάζαμε μέσα 12 η ώρα να δούμε αυτόν που θα πάρουμε, παραμύθια.
Τα λες και δεν τα πιστεύουνε».
• Έτυχε να επισκεφθείτε την πατρίδα;
«Ναι πήγα στα Βουρλά. Ο γιος μου είχε γνωρίσει ένα Τούρκο, τον πήρε τηλέφωνο, θα έρθει η μάνα μου στο τάδε ξενοδοχείο, λέει θα πάω να την πάρω. Ήρθε με πήρε, μαζί με μια ανιψιά μου και μας πήγε με το δικό του αυτοκίνητο στα Βουρλά. «Πάμε να σας ξεναγήσω εγώ, γιατί με το λεωφορείο δεν θα δείτε τίποτα» και μας πήγε και μας ξενάγησε στα Βουρλά. Βλέπουμε έναν Τούρκο με τη βράκα του και τον ρωτάει «Γνώριζες την οικογένεια Φατσή;». Φατσής Απόστολος λεγόνταν ο παππούς μου. Λέει «Αυτή η πεδιάδα που βλέπετε εδώ η πλατεία, ήταν του Φατσή το σπίτι που είχε τα πολλά παιδιά και το γκρεμίσανε και το κάνανε πλατεία. Εδώ ζούσε ο Φατσής ο Αποστόλης που έψελνε στον Άι Γιώργη. Μπήκαμε στην αγορά, μας ξενάγησε, πήγα στο σχολείο της μάνας μου στην οδό Τσίστερ. Στη οδό Μπαλαλάκη ήταν το σπίτι της μάνας μου και με πήγε, εγώ τα γύρισα όλα αυτά. Μετά μας πήγε σπίτι του, μας έκανε ένα πολύ ωραίο τραπέζι, με ασημικά και με χαλιά που βουλάγαν τα τακούνια σου. Μετά πάλι μας πήγε στο ξενοδοχείο και μείναμε.
Εγώ πήγα και στο Αϊβαλή, στο σπίτι του Παντάρη. Εκεί στο σπίτι του Παντάρη έχουν τη φωτογραφία του και όταν μπήκαμε λέω αυτός ήταν έτσι, «από αυτόν τ’ αγοράσαμε» με είπε η Τουρκάλα. Δεν την πετάξανε τη φωτογραφία, την είχαν στολισμένη. Εκεί κοντά ήταν και του Πίσσα το σπίτι, στο Αϊβαλή, ωραίο το Αϊβαλή, πολύ πλούσιο μέρος».

«Πούλησε έξι αυγά και ξεπλήρωσε το σπίτι»
Πολλές ήταν οι μνήμες της Ανδρονίκης και από τον πόλεμο που έγραψε και της προσφυγοπούλας ένα καινούργιο συναξάρι. «Η μαμά μου, έλεγε, ήρθε εδώ 11 χρονών και πήγε στην πέμπτη τάξη και ο μπαμπάς μου ήταν φαντάρος, πολύ πιο μεγάλος από την μαμά. Εδώ οι ντόπιοι δεν θέλανε τους πρόσφυγες, δεν θέλανε πιο πολύ τις γυναίκες. Οι άντρες οι Κρητικοί να μην πάρουν πρόσφυγα γυναίκα. Άντρα όμως να πάρουνε οι ντόπιες, γιατί οι άντρες οι πρόσφυγες ήταν καλογυναικάδες. Οι άντρες οι πρόσφυγες αγαπούσαν τις γυναίκες τους, τις προσέχανε».
Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, οι πιο πολλοί μείνανε στο τζαμί, εκεί στα σπιτάκια στο τζαμί. Μείνανε πολλές οικογένειες, γιατί που θα μείνανε μέχρι να τους δώσουνε. Μετά τους δώσανε, άλλοι πήρανε περιουσία και χτίσανε. Ήτανε 12 προσφυγικά και πήρε και ο πατέρας μου και το πληρώσανε, τους τα είχανε χρεώσει. Η μάνα μου στην κατοχή δεν το είχε ξεπληρώσει το σπίτι. Στην κατοχή, λοιπόν, που ήταν τα εκατομμύρια του Τσολάκογλου, πούλησε έξι αυγά και πήγε και ξεπλήρωσε το σπίτι, τότε. Τα λεφτά επί Τσολάκογλου δεν είχαν αξία. Ήρθε ο Γουδής από την Αθήνα, ο γενικός του αποικισμού, κάλεσε όλους τους πρόσφυγες στο ορφανοτροφείο και τους ρώτησε αν είναι ευχαριστημένοι με την περιουσία, με αυτά που τους δώσανε. Είπαν όλοι ότι είναι ευχαριστημένοι. Πήγε όμως με αλφαβητική σειρά, φωνάξανε έναν Βασίλη Ζαμπιός, στον Μασταμπά καθότανε, λέει «παρόν», λέει «Βασίλη Ζαμπιέ, τι περιουσία σου δώσανε;» λέει αυτή και αυτή και τον ρωτάνε «Τι κρατάς;», λέει «Τα πούλησα» και τον λένε «Γιατί τα πούλησες;», λέει «Γιατί μας είπαν ότι θα μας δώσουν κι’ άλλα».
Οι γιαγιάδες μας, μας έλεγαν πολλά παραμύθια, πολλά ανέκδοτα».
«Το 1946 πήγα στην μοδίστρα την Πηνελόπη Σταυρουλάκη, έμαθα μοδίστρα, πήγα μεροκάματα και έραβα, έραβα στο σπίτι. Δεν είχα μάθει όμως στη μοδίστρα να ράβω εσώρουχα, να ράβω του πατέρα μου ένα πουκάμισο. Έτσι με έστειλε η μάνα μου στην Συραννού στην Αρμένισα και έμαθα εκεί εσώρουχα. Το 1951 παντρεύτηκα και το 1952 έκανα τον Μανώλη και στη συνέχεια άλλα τρία κορίτσια».
• Είχατε κάποιες άλλες ασχολίες;
«Μου άρεσε το τραγούδι. Ήμουν καλλίφωνη. Συμμετείχα και στη χορωδία στο ΚΑΠΗ. Οικογενειακό μας ήταν η καλλιφωνία. Είχα έναν αδερφό που του λέγανε να πάει να βγάλει δίσκο. Και η αδερφή μου που την έχασα δυστυχώς, έψελνε τα εγκώμια στον Άι Γιάννη στο Ηράκλειο, τέτοια φωνή, ωραία».
Η Ανδρονίκη είχε πάντα κι ένα λόγο να μνημονεύσει τους ευεργέτες των προσφύγων Έλεγε πολλές φορές: «Η Λέλα Κούνουπα είχε βοηθήσει πάρα πολύ τους Μικρασιάτες. Είχα μια ξαδέρφη την Ασημίνα τη Μιχάλα. Αυτή είχε αρρωστήσει στο σχολείο, στο τούρκικο σχολείο, είχε πολύ πυρετό και πήγε η κ. Κούνουπα που μοίραζε το συσσίτιο, το είδε το παιδί και είχε πολύ πυρετό. Έβγαλε το παλτό της, το τύλιξε και το πήγε στη μάνα του. Η κ. Λέλα Κούνουπα βοήθησε πάρα πολύ και στα πιο νέα η κ. Μαρία Τσιριμωνάκη, η κ. Βαγγελίτσα Μαραγκουδάκη, πολύς κόσμος βοήθησε. Η κ. Στραπατσάκη, η κ. Ιωάννα, όλες αυτές βοηθήσανε πολύ τους Μικρασιάτες, πάρα πολύ. Μας αγκαλιάσανε, αλλά ορισμένοι δεν μας θέλανε κιόλας. Ήρθαμε και τους δείξαμε νοικοκυριό, φαγητό, η καλύτερη κουζίνα είναι η μικρασιάτικη».
Αυτή η σπουδαία γυναίκα έζησε την οικογένεια της στην Κατοχή. Κι ήταν τόσο μικρή.
«Ήμουνα δέκα χρονώ παιδάκι μας είχε πει. Η κατοχή ήταν πολύ δύσκολη, αλλά ήμουν άξιο παιδί, έζησα την οικογένειά μου εγώ. Είχα πάρει χαμπάρι που πάνε οι αξιωματικοί και τρώνε μόνο αξιωματικοί. Πήγαινα και ήταν ένας υποκόμος εκεί, πήγαινα και μου έδινε έτοιμα ψωμάκια ατομικά, μου έδινε σοκολάτες. Μου έλεγε και εγώ έχω παιδιά σαν και εσένα. Πήγαινα στις αυλές και έκοβα τα λουλούδια και τα πήγαινα στο νοσοκομείο, το ορφανοτροφείο ήταν νοσοκομείο. Έβγαινε η νοσοκόμα και έπαιρνε τα λουλούδια και μου έδινε ψωμί, σοκολάτα. Πλέναμε ρούχα για μια κουραμάνα και λίγες κονσέρβες. Μου έδινε η μάνα μου 5-6 αβγά και πήγαινα και τους έλεγα «I brought six eggs, μια κουραμάνα».
Μια μέρα είχαμε τα ρούχα ενός Γερμανού, δεν τα είχα πάει και έρχεται και χτυπάει. Του τα δίνει η μάνα μου τα ρούχα και της λέει να τα αφήσει και να τα πάω εγώ. Πήγα και μου έδωσε ένα καζάνι μαρμελάδα και έναν τενεκέ σάλτσα. Πως να τα πάει σπίτι κοριτσάκι, πράμα εγώ; Πάντως κούτσα – κούτσα τα πήγα, τη μαρμελάδα μάλιστα την μοιραστήκαμε με άλλες φίλες μου σε καραβάνες».
Μια τέτοια μορφή θα μπορούσε να λείπει από την Αντίσταση;
«Ήμουν οργανωμένη στην ΕΟΡ, μου είχε πει, και πηγαίναμε στο λημέρι που ήταν ο κ. Χρήστος Τζιφάκης, ο κ. Γιάννης, ο κ. Μπόλαρης, πηγαίναμε εκεί όλη μέρα κάθε δύο μέρες. Πολλές φορές μας τρομάξανε ότι θα κάνουνε επίθεση, ότι θα ‘ρθούνε, αλλά εγώ ποτέ δεν είδα τίποτα τέτοιο. Στο λημέρι συζητούσαμε. Είχα μια ξαδέρφη και μου έλεγε πάτε στην ΕΟΡ για να σας δίνουνε ένα κιλό ρύζι. Μας δίνανε. Σμίγαμε όλοι στις γιορτές, εγώ δεν πήγαινα γιατί δεν με αφήνανε το βράδυ να πάω, αλλά όλες οι άλλες πηγαίνανε. Κάνανε πάρτι και μαζευόταν σε σπίτια, πίνανε και βερμούτ και κάνανε τη γιορτή».
Αυτή ήταν η κυρία Ανδρονίκη η «ψυχή» κάθε συντροφιάς. Μιλούσε και δεν χόρταινες να την ακούς.
Με πλήρη διαύγεια πνεύματος γύριζε στα παλιά, εκείνα τα χρόνια τα δύσκολα. Πήγε στο δημοτικό με δάσκαλο τον παπα-Λινοξυλάκη αλλά η ευφράδειά της και η καλλιέργειά της όσο μου μιλούσε έδειχνε πόσο επιδίωξε η ίδια να διευρύνει τους πνευματικούς της ορίζοντες. Μιλούσε με καμάρι για τα παιδιά και τα εγγόνια της και δήλωνε ευτυχισμένη για τη φροντίδα και την αγάπη τους που απολάμβανε γενναιόδωρα μέχρι το τέλος της ζωής της.
Αντιμετώπιζε τον χρόνο με το παροιμιώδες μικρασιάτικο χιούμορ και έσφυζε από νιάτα ψυχής.
Ας είναι φωτεινός ο δρόμος της για το αιώνιο ταξίδι. Εκεί που την περιμένουν τόσες ψυχές φίλων και συγγενών να την ευχαριστήσουν που τους ανάσταινε με τόση μαεστρία μέσα από τις αφηγήσεις της.