Του ΝΙΚΟΥ ΣΚΟΥΛΑ*
Α. Εισαγωγή. Τα δεδομένα της διαπραγμάτευσης
Στις 24 Ιουλίου 2023, συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης. Αξίζει να θυμηθούμε την προεργασία και το περιεχόμενό της, που είναι καθοριστικά για την διεθνή πραγματικότητα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις έως σήμερα.
Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922 και η επακόλουθη ανακωχή των Μουδανιών, έκανε αναπόφευκτη την απώλεια της Μικράς Ασίας και την αμαχητί παράδοση της Ανατολικής Θράκης για την Ελλάδα.
Η βασιλική κυβέρνηση στην Αθήνα παραιτήθηκε υπό την λαϊκή οργή. Η «Επαναστατική Επιτροπή» των Πλαστήρα Γονατά και Φωκά, διενέργησε την δίκη και την εκτέλεση των έξι πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ταυτόχρονα, εξουσιοδότησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει το τιτάνιο έργο της διαπραγμάτευσης. Στόχος ήταν η διατήρηση των ελληνικών κεκτημένων στο Ανατολικό Αιγαίο και την Δυτική Θράκη. Την κεμαλική Τουρκία εκπροσωπούσε ο Ισμέτ Ινονού, ενώ επιφανέστερος των Συμμάχων ανεδείχθη ο Βρεττανός Λόρδος Κώρζον.
Η διάσκεψη της Λωζάνης, που διήρκεσε από 7 Νοεμβρίου 1922 έως 24 Ιουλίου 1923, είχε μεν ελληνοτουρκικό αλλά προεχόντως διεθνές ενδιαφέρον. Συμμετείχαν η Βρεττανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμανία, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα και η Τουρκία. Η Σοβιετική Ένωση κλήθηκε μόνο στις συζητήσεις για την τύχη των Στενών.
Τέσσερα χρόνια μετά την ταπεινωτική ανακωχή το Μούδρου, που υπέγραψε η σουλτανική εξουσία, η νέα Κεμαλική Τουρκία ως νικήτρια, επαναδιαπραγματεύονταν την Συνθήκη των Σεβρών για τα όρια της.
Μοναδικό όπλο πίεσης προς τους άτεγκτους κεμαλικούς που απειλούσαν να βαδίσουν κατά της Αθήνας, ήταν η «Στρατιά του Έβρου». Με εντολή Βενιζέλου, ο Θεόδωρος Πάγκαλος διέθετε από τον Απρίλιο του 1923 μια ετοιμοπόλεμη δύναμη 100.000 ανδρών, έτοιμη για δράση στην Θράκη, κάθε φορά που οι διαπραγματεύσεις έφθαναν σε αδιέξοδο.
Το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων εστιάζονταν στο καθεστώς ελεύθερου διάπλου των Στενών, που διασφαλίστηκε για το διεθνές εμπόριο. Καταργήθηκαν ωστόσο, οι προνομιακοί όροι των διομολογήσεων και της ετεροδικίας για την Δύση. Πρωτεύον γαλλικό ενδιαφέρον ήταν η πληρωμή του δημόσιου οθωμανικού χρέους. Αυτό, συμφωνήθηκε να το εξοφλήσουν αναλογικά οι διάδοχες χώρες που κατέλαβαν τα οθωμανικά εδάφη. Εξασφαλίστηκε επίσης η προνομιακή μεταχείριση δυτικών υπηκόων και εταιρειών καθώς και η διατήρηση ισχύος των υπογραφέντων συμβολαίων με την οθωμανική κυβέρνηση, προ του 1914. Τέλος, η Βρετανία κατάφερε να διατηρήσει την πετρελαιοφόρο περιοχή της Μοσούλης και να ενσωματώσει την Κύπρο (άρθρο 20), όπως και η Ιταλία τα Δωδεκάνησα (άρθρο 15).
Β. Το περιεχόμενο της Συνθήκης της Λωζάνης
Η συνθήκη της Λωζάνης αφορούσε εστιασμένα την Τουρκία. Το κείμενό της αποτελείται από 143 άρθρα που διαρθρώνονται ως ακολούθως: Από το άρθρο 1 έως το 45 έχουμε τους πολιτικούς όρους που καθορίζουν τα νέα σύνορα, τις μειονότητες και θέματα ιθαγένειας. Τα άρθρα από 46 έως 63 ρυθμίζουν δημοσιονομικά θέματα εστιασμένα στο παλιό Οθωμανικό χρέος προς Γάλλους κυρίως πιστωτές. Τα άρθρα 64 έως 100 επιλύουν οικονομικά θέματα. Κυρίως δικαιώματα νομικών και φυσικών προσώπων στο έδαφος της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα επόμενα, από 101 έως 118, ρυθμίζουν θέματα συγκοινωνιών και θαλάσσιων μεταφορών. Τέλος, τα άρθρα από 119 έως 143 αφορούσαν τους αιχμάλωτους πολέμου, πολεμικές λείες και αποζημιώσεις.
Γ. Η σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών
Με σύμβαση που υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου 1923, συμφωνήθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Η ανταλλαγή είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα και έγινε με θρησκευτικό κριτήριο. Όλοι οι ορθόδοξοι της Τουρκίας, πλην Ελλήνων Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου υποχρεούνταν να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Αντίστοιχα, όλοι οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας, πλην αυτών στην Δυτική Θράκη, θα ακολουθούσαν την ανάστροφη πορεία.
Σκέψεις για την παρόμοια ανταλλαγή, υπήρχαν από το 1914. Ωστόσο, τώρα οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Η ελληνική πλευρά επιδίωκε την ανταλλαγή. Η εκδίωξη των εναπομεινάντων 450.000 Ελλήνων μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν θέμα χρόνου. Η εφαρμοσμένη γενοκτονική πολιτική των Νεοτούρκων από το 1914, δεν άφηνε περιθώρια ερμηνείας. Χωρίς την ανταλλαγή, θα έμεναν στην Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι, την ώρα που η χώρα αντιμετώπιζε το οξύτατο θέμα των προσφύγων.
Η εξαίρεση των Κωνσταντινουπολιτών από την ανταλλαγή, βρήκε διεθνή συμπαράσταση. Η αναχώρησή τους, θα παρέλυε το εμπόριο με την Δύση, ελλείψει εξειδικευμένου προσωπικού στην Τουρκία. Το πρόβλημα οξύνθηκε, μετά την καταστροφή του εξαγωγικού λιμανιού και τον εξανδραποδισμό της Σμύρνης.
Η παραμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην έδρα του έγινε δεκτή με δήλωση του Ινονού, εκτός κειμένου συνθήκης. Η λειτουργία του περιορίστηκε σε θρησκευτικά καθήκοντα και ρυθμίστηκε περιοριστικά με τουρκικό νόμο το 1923.
Τελικά ανταλλάχθηκαν 355.000 Μουσουλμάνοι και 190.000 Έλληνες συν 862.000 πρόσφυγες που βρισκόταν ήδη στην Ελλάδα από την Καταστροφή.
Δ. Η ρύθμιση του εδαφικού ζητήματος σε ξηρά και θάλασσα
Η τύχη της Μικρασίας και της Ανατολικής Θράκης είχε κριθεί. Οι Τούρκοι έθεταν στην Λωζάνη, θέμα Δυτικής Θράκης λόγω πληθυσμού. Επίσης ζητούσαν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου για λόγους ασφάλειας. Οι απαιτήσεις τους δεν έγιναν δεκτές. Πήραν ωστόσο την περιοχή του Κάραγατς (παλιά Ορεστιάδα) για να παραιτηθούν των πολεμικών αποζημιώσεων. Κράτησαν επίσης την Ίμβρο και την Τένεδο με όρο αυτονομίας, που δεν τηρήθηκε.
Στο άρθρο 2 καθορίστηκε ως ελληνοτουρκικό σύνορο ο ρους του Έβρου από την συμβολή του με τον Άρδα, ως την έξοδο στο Αιγαίο.
Με το άρθρο 12 συμφωνήθηκε η κυριαρχία της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου πλην Ίμβρου Τενεδου και Λαγουσών. Ρητά με την διευκρίνιση «ιδίως» αναφέρονται η Λήμνος, Σαμοθράκη, Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία. Η θάλασσα και τα νησιά σε μικρότερη απόσταση τριών μιλίων από την μικρασιατική ακτή, παραμένουν τουρκικά (άρθρο 6).
Με το άρθρο 13 συμφωνήθηκε ότι η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος και η Ικαρία δεν μπορούν να έχουν στο έδαφός τους ναυτική βάση ή οχυρωματικά έργα. Επίσης θα διαθέτουν στρατιωτικές δυνάμεις σε συνήθη αριθμό για την υπηρεσία και χωροφυλακή και αστυνομία όσο και στην λοιπή ελληνική επικράτεια.
Η Λήμνος και η Σαμοθράκη, όπως και η Ίμβρος και η Τένεδος συνδέθηκαν με το καθεστώς ουδετεροποίησης των Στενών (αρ.4) που αναθεωρήθηκε με την Συνθήκη του Μοντρέ το 1936. Ακολούθησε επίσημη δήλωση του Τούρκου ΥΠΕΞ για το δικαίωμα οχυρώσεως της Ελλάδος στην Λήμνο και την Σαμοθράκη.
Το 1982, μετά την εισβολή στην Κύπρο και τον σχηματισμό της Στρατιάς του Αιγαίου, η Ελλάδα υπέβαλλε στον ΟΗΕ δήλωση για το δικαίωμα οχύρωσης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου για λόγους άμυνας, σύμφωνα με το άρθρο. 52 του Καταστατικού του Χάρτη.
Κεφαλαιώδους σημασίας είναι το άρθρο 16. Με αυτό, η Τουρκία παραιτήθηκε παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών πέραν από τα προβλεπόμενα από την Συνθήκη. Δηλαδή, παραιτήθηκε από όλα τα εδάφη που κείνται πέραν των τριών μιλίων από τις ακτές της στην θάλασσα και τον ρου του Έβρου στην ξηρά.
Οι ρυθμίσεις της Λωζάνης είναι απόλυτα σαφείς. Δεν αφήνουν περιθώρια για τις νεοπαγείς θεωρίες των γκρίζων ζωνών ή της Γαλάζιας Πατρίδας.
Ε. Η μεγάλη εικόνα
Από τον 18ο αιώνα, βασική γεωπολιτική επιδίωξη της Δύσης ήταν η απαγόρευση καθόδου και ερεισμάτων της Ρωσίας στην Μεσόγειο. Αυτή, η βρετανική κυρίως, πολιτική, διατήρησε την ασθενή οθωμανική αυτοκρατορία ως το 1918. Το δόγμα υλοποιούνταν με πολεμική ή ειρηνική παρέμβαση της Δύσης, όπως στον Κριμαϊκό Πόλεμο το 1856 ή το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Έκτοτε, κάθε εδαφική πρόσβαση της Ρωσίας στην Μεσόγειο έχει την τύχη της Γιουγκοσλαβίας και της Συρίας, πιο πρόσφατα.
Η ίδια πολιτική ενθάρρυνε την σχοινοτενή επέκταση της φιλοδυτικής Ελλάδας στο βόρειο Αιγαίο, από την Θεσσαλονίκη έως την Αλεξανδρούπολη.
Η κατάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έδωσε την σκυτάλη της ρωσικής παρεμπόδισης, την Ελλάδα και την Τουρκία. Βασικό μέλημα, ήταν να κρατηθούν και τα δύο νέα κράτη μακριά από την σοβιετική και μετέπειτα ρωσική επιρροή, προσδεμένα οργανικά στην Δύση και μέσω ΝΑΤΟ. Τούτο προκειμένου να υπηρετήσουν και τον σκοπό της ρωσικής ανάσχεσης.
Ούτε η Ελλάδα ούτε η Τουρκία μπορούν από μόνες να παίξουν αυτό τον ανασχετικό ρόλο, όντας και μεταξύ τους γεωπολιτικοί ανταγωνιστές. Τούτο διότι, η επέκταση της μιας χώρας γίνεται εις βάρος της άλλης στον εγγύ γεωγραφικό χώρο. Πλέον, ο τουρκικός αναθεωρητισμός και οι ιστορικές μνήμες επιβαρύνουν τις σχέσεις.
Ο σχεδιασμός της Λωζάνης υπήρξε αριστοτεχνικός για την υπηρέτηση του ανασχετικού σκοπού κατά της Ρωσίας. Με την συνθήκη αυτή, η Τουρκία πήρε την Μικρασία και τα Στενά και η Ελλάδα το Αιγαίο. Ο κρίσιμος χώρος των Στενών και του ανατολικού Αιγαίου, επιμερίστηκε με τέτοιο τρόπο που κανένα κράτος δεν μπορεί να είναι γεωπολιτικά υπερπλεονασματικό σε αυτό το σημείο διέλευσης. Ούτε η Τουρκία μπορεί να γίνει θαλάσσια περιφερειακή δύναμη, ούτε η Ελλάδα χερσαία. Αποδεικνύεται αναγκαία η δυτική διαμεσολάβηση στις γειτονικές τριβές, υπό τον σαφή όρο της ρωσικής απόστασης.
Η Δύση κράτησε και χρησιμοποίησε την Κύπρο ως δέλεαρ και φόβητρο για τους δύο λαούς, προκειμένου να τους κρατήσει πιστούς στον επωφελή δυτικό τους προσανατολισμό. Όποιος αποκλίνει από την Δύση, είτε κατευθυνόμενος προς το Κίνημα των Αδεσμεύτων είτε προς άλλες αντιδυτικές συμπράξεις, έχασε και θα χάνει έδαφος στην Κύπρο αλλά στην θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, πρόσφατα. Την ίδια εξισορροπητική λογική ανιχνεύουμε τόσο στην μη επίλυση του Κυπριακού όσο και στην μη αναγνώριση των τετελεσμένων της εισβολής, de jure.
Η συνθήκη της Λωζάνης, θεμελίωσε μια πολιτική πραγματικότητα, εκατόχρονης διάρκειας. Τούτο, παρά τους αναθεωρητισμούς της Τουρκίας μετά το 1974 και το 1996. Η αντανάκλαση των διεθνών συσχετισμών και επιδιώξεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι αναπόσπαστο στοιχείο κάθε επαρκούς ανάλυσής τους, όπως και το ειδικό βάρος κάθε χώρας.
Η τήρηση της διεθνούς νομιμότητας, είναι θεμέλιο της ελληνικής πολιτικής, συνταγματικά υπαγορευμένο. Ο σεβασμός στην συνθήκη της Λωζάνης, συμπλέει με την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού και συμβάλλει στην αποφυγή των τραγωδιών του παρελθόντος.
* O Νίκος Κ. Σκουλάς είναι δικηγόρος – αντιπεριφερειάρχης Τεχνικών Έργων Περιφέρειας Κρήτης